Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου
Τα Τρία Συμπεράσματα
του Διονύση Κοτταρίδη
Δήλωση προκαταβολική, προληπτικής χρηστικότητας: Τους κατατάσσω στις κορυφαίες nineties μπάντες – κι όχι μόνο – δίχως βου σκέψη, κάτι λίγα έτη φωτός μπροστά από κάθε λιβανισμένο brit pop εκπρόσωπο της εν λόγω δεκαετίας (…α, και πλέον δεν μου επιτρέπω ουδεμία εξαίρεση – ούτε τόση δα). Μονάχα εκείνο το εντροπικό απ’ τη φύση του Dead Cities να είχαν κόψει (με τόσες πολλές ιδέες στοιβαγμένες, αλλά σκόπιμα παραδομένες στην ατέλεια, που άλλων οι γκλάβες για να τις κατεβάσουν θα χρειάζονταν διψήφιο νούμερο βουδιστικών επιστροφών) η προηγούμενη πρόταση ακόμα θα έστεκε ευθυτενής με ολίγη προσπάθεια.
Πάμε τώρα και παρακάτω. Το δίλημμα τέθηκε αυτοστιγμής, ακριβώς μόλις ανακοινώθηκε η ψηφιακή τους κάθοδος στα Ολυμπιακά Ακίνητα της παραλιακής – δεδομένου του πενταετούς του κωλοβαρέματος, μια χαρά μου φάνηκε το γηπεδάκι, εκτός κι αν διατηρούμε ενεργό σοφτμπολικό σωματείο, οπότε και απολογούμαι για το λεξιλόγιο. Να το δώσει, λοιπόν, κανείς το παρόν στην απομακρυσμένης τροφοδοσίας εκδήλωση ή μήπως, λόγω της συγκυρίας, απλά να διοργανώσει ατομική Future Sound Of London βραδιά γύρω απ’ το ηχοσύστημα του (πανταχόθεν λοιδορημένου) ρετιρέ του; Κι αν φουντάρει το ρημάδι το λινκ – που λένε κι οι διαχειριστές παραθύρων; Κι αν ο δορυφόρος σφιχταγκαλιαστεί τυχαία με κανένα αστρικό θραύσμα, παραδίδοντας πνεύμα; Κι αν, απ’ την άλλη, τα πάντα δουλέψουν ρολόι, κι ύστερα οι παρευρισκόμενοι έχουν να λένε περί σπάνιας multimedia εμπειρίας; Κι αν…κι αν… Όταν ερωτήματα τέτοιας υφής αδυνατούν να βρουν τελεσίδικη απάντηση, είμαι της άποψης πως η αυτόπτης, αυτήκοος και ευρύτερα αυτ-αισθητική μαρτυρία αποτελεί μονόδρομο.
Ομολογώ πως γκρίνιαξα κάμποσο για τους χαλαρούς ρυθμούς μετάβασής μας προς τις νοτιοανατολικές περιοχές της πόλης, αλλά ως συνήθως αποδείχθηκα υπερβολικός μιας και το δίδυμο εγκατέστησε επικοινωνία εκεί γύρω στο γύρισμα της μέρας. Προηγουμένως είχαμε προλάβει Joalz και Drog-A-Τek, κι αν κάτι μου έκανε εντύπωση ήταν η υγραμένη μπασοθεραπεία των τελευταίων.
Το σκηνικό: συνολικά πέντε οθόνες σεβαστών – όχι εντυπωσιακών διαστάσεων – εκ των οποίων τρεις παραδοσιακά ορθογώνιες, κι άλλες δυο σε σχήμα περιγράμματος μουτσούνας να αντικρίζουν η μια την άλλη, δεξιά κι αριστερά της σκηνής. Όλες τοποθετημένες εναλλάξ, σε χωροταξική διάταξη σχεδόν ευθυγραμμισμένη, ξεκινώντας από ορθογώνια και καταλήγοντας πάλι σε τέτοια (σκατά…μόλις θυμήθηκα πως υπάρχουν και φωτογραφίες, αλλά ένα εικοσάλεπτο προσπάθειας δεν παίζει να το πετσοκόψω).
Το εναλλακτικό – έχω ένα ζήτημα με τον όρο – live φορτώνει στα hi tech συστήματα και να οι κύριοι Cobain και Dougans εμπρός μας, κατ’ ευθείαν απ’ το λονδρέζικο στούντιό τους – λέμε τώρα. Πολύ θα ’θελα να πω ολοζώντανοι, αλλά εκείνη η άτιμη web camera κολλάει κάθε τόσο, λες και αγκομαχάει κανένα πενηνταεξάρι μόντεμ. Πέφτουν τα πρώτα (χλιαρά) χειροκροτήματα, αλλά ακόμα είναι νωρίς κι όλοι μοιάζουν διατεθειμένοι να μην… «πηδήξουν σε συμπεράσματα». Χαζεύουμε με τα projections που κατά βάση διατρέχουν την artwork θεματολογία τους, μα κι εκείνα ανακυκλώνουν έναν φουτουρισμό μάλλον λίγο ξεπερασμένο.
Οι μουσικές, βέβαια, στέκονται στιβαρές, με απείραχτες τις εθιστικές ποιότητες τους. “Dead Cities”, “My Kingdom”, “Lifeforms”, “We Have Explosives” κι η ατμόσφαιρα στάζει τους πρώτους ιδρώτες. Με μέτρο όμως, δίχως ανοδικές τάσεις υδρορροής. Το πολυδιαφημισμένο ηχοσύστημα δεν λέει να μου φρακάρει τις ηχητικές εισόδους. Μιλάω με τους διπλανούς χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και το συγκεκριμένο τεστ δύσκολα λαθεύει. Ή κάποιος έχει περάσει χαλινάρι στους ηχό-πυργους και στους πυραυλοκίνητους ενισχυτές, ή τελικά το “talk” υπερίσχυσε του “walk”. Στρέφομαι προς τα μέσα, ξεγράφοντας την ομαδική εμπειρία. Βολεύομαι σε καρεκλάκι γηπεδικό και αφήνομαι στη χαοτική τους ambience (δεν νομίζω πως μας βρίσκεται ακριβής μετάφραση). Το κόλπο νομίζω πως λειτουργεί…όχι για πολύ πάντως. Η υπόνοια πως μπορώ να φτάσω σε αντίστοιχες περιοχές, χωρίς να διασχίσω σωματικά το κατώφλι μου, πολλαπλασιάζει γεωμετρικά τις δυνάμεις της. Οι δυο τους τελικά μας επιφυλάσσουν μια συγκριτική κορύφωση για encore – για τίτλους δεν το ’χω – και κάπου εκεί…download complete.
Συμπέρασμα…κακοπροαίρετο: ποιος μου λέει ότι δεν παρακολουθήσαμε κονσέρβα τίγκα στο συντηρητικό; Ότι δεν κουβαληθήκαμε στη μάνα του βελζεβούλη και οι τύποι μας έπαιξαν DVD; Ρε ουστ...
Συμπέρασμα…ορθολογιστικό: εντάξει, αν εξαιρέσουμε κάποια προβληματάκια, όλα κύλησαν ευχάριστα. Το δίδυμο σε φόρμα, η όλη διοργάνωση προσεγμένη κι άσχημο πράγμα η πλεονεξία. Θα μπορούσαν, πάντως, το πώς δεν το ξέρω, να παίξουν λίγο με το κοινό, μήπως και προσθέσουν λίγο “live feeling” στη βραδιά.
Συμπέρασμα…ρομαντικό: η ζωντανή εμφάνιση προϋποθέτει διάδραση. Όχι ντε και καλά φυσική επαφή – για την έλλειψή της, άλλωστε, ήμασταν προετοιμασμένοι – αλλά κάτι να γεμίζει το κενό μεταξύ πομπού και δέκτη. Ένα μέσο μεταφοράς ενέργειας απ’ τη μια πλευρά στην άλλη. Η απουσία του σπάει τον δεσμό μεταξύ δράσης και αντίδρασης και οι δυο πλευρές μένουν μετέωρες, να πολεμάνε με ανολοκλήρωτα συναισθήματα και αναπάντητα ερωτηματικά.
Thumbs up!
του Τάσου Μαγιόπουλου
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό ήταν ένα ιδιόμορφο live. Όσοι είχαν ακούσει για τις λεπτομέρειές του, ότι δηλαδή οι Future Sound Of London δεν θα βρισκόταν στην Αθήνα, αλλά θα έπαιζαν ζωντανά από το στούντιο τους στο Λονδίνο, είχαν έρθει προετοιμασμένοι για να δουν κάτι εναλλακτικό σε σχέση με ό,τι έχουμε ορίσει στο μυαλό μας ως live. Όσοι πάλι δεν είχαν ακούσει το τι ακριβώς θα γινόταν στο Ελληνικό το βράδυ του Σαββάτου (όπως ένας συμπαθής Λαρισαίος, ο οποίος μου έπιασε την κουβέντα λέγοντάς μου πως δεν είχε ιδέα ότι θα ήταν έτσι η συναυλία) μάλλον πρέπει να βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Δεν θα έπρεπε όμως, καθώς οι Future Sound of London τέτοιου είδους «συναυλίες» έκαναν σε όλη τους την καριέρα. Αλλά κι εκτός αυτού υπήρχε εκτενής ενημέρωση περί της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης συναυλίας εδώ και εβδομάδες ολόκληρες.
Η βραδιά ξεκίνησε πάντως με εμφανίσεις εγχώριων σχημάτων. Δεν προλάβαμε τους Zen Garden Semantics και τους Medea Electronique, καθώς όταν φτάσαμε έπαιζαν ήδη οι Joalz – ή αλλιώς ο ευρύτερα γνωστός ως L-Sega, με διάθεση ηλεκτρονικού πειραματισμού και αναπόλησης των ένδοξων ημερών της Warp και της Skam πίσω στα mid 1990s. Μετά σειρά πήραν οι Drog-Α-Τek, οι οποίοι μας παρουσίασαν ένα σόου που έφερνε στον νου τον ήχο των Red Snapper, προετοιμάζοντας ιδανικά το έδαφος για τους Future Sound Of London. Κάπου εκεί λοιπόν γύρω στις 12 η μπάντα εμφανίστηκε στις... οθόνες, καλησπερίζοντάς μας και ξεκινώντας την εμφάνισή τους με το “Herd Killing”. Από εκεί και πέρα έπαιξαν ένα set που περιελάμβανε κομμάτια από το σύνολο της δισκογραφίας τους, με τα πιο γνωστά τους – π.χ. το “My Kingdom”, το “Papua New Guinea” και φυσικά το “We Have Explosives” – να ακούγονται ιδιαιτέρως δυναμικά και να ξεσηκώνουν τον κόσμο. Μετά μικρή παύση και η μπάντα ξαναεμφανίζεται στις μαύρες οθόνες, δίνοντας και επίσημα την επιβεβαίωση της ύπαρξης encore. Το οποίο και μας επιφύλασσε το πιο ιδανικό (και δυνατό) τελείωμα για τη βραδιά. Κάπου εκεί οι οθόνες μαυρίσανε οριστικά και πήρε την θέση του πίσω από τις κονσόλες ο Alexander Kowalski, για το προγραμματισμένο DJ set του.
Αυτό που παρακολουθήσαμε δεν γνωρίζω εάν ήταν όντως live και σίγουρα δεν έκανε και τίποτα για να το επιβεβαιώσει στο κοινό. Περίμενα κι εγώ για κάποια στιγμή αλληλεπίδρασης της μπάντας με τον κόσμο η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ. Πάντως μπορώ να πω με σιγουριά ότι, εάν κάποιος είναι πραγματικός οπαδός των Future Sound Of London, δεν υπάρχει περίπτωση να έφυγε απογοητευμένος από το γήπεδο του Softball το Σάββατο, καθώς άκουσε αυτά ακριβώς για τα οποία πήγε μέχρι εκεί και σε πολύ καλές εκτελέσεις. Σίγουρα ήταν κάτι το καινούργιο για όλους μας, αλλά πιστεύω πως μετά το σχετικό παραξένεμα των πρώτων λεπτών ο κόσμος πραγματικά άρχισε να μπαίνει στο κλίμα και να περνάει καλά. Όπως θα είχε κάνει και σε ένα πιο «παραδοσιακό» live.