Φωτογραφίες: Tristan

Σάββατο βράδυ στο κέντρο της πόλης, λίγο πριν το ρολόι δείξει εννέα ακριβώς: στρίβω φουλαριστή στο σοκάκι της Αβραμιώτου για να μπω στο Kinky Kong, αλλά μόλις φτάνω κοντοστέκομαι σαν κάποιος να με τράβηξε απότομα απ’ το μανίκι. Κοιτάζω τριγύρω, για να διαπιστώσω ότι είμαι σχεδόν μόνη μου, αν εξαιρέσω ένα ασπρόμαυρο σκυλί που τρέχει πέρα-δώθε κουνώντας χαρούμενα την ουρά του…

Σκέφτομαι ότι μπορεί να έχω κάνει λάθος τον δρόμο, αλλά όχι, η φωτεινή neon επιγραφή Kinky Kong, φέγγει πάνω από το κεφάλι μου. Εκείνη τη στιγμή βλέπω τον Greg Haines, μ’ ένα καφέ τσαλακωμένο κουστούμι και δίπλα του τον Danny Saul μ’ ένα απλό τζην κι ένα πέτσινο jacket, να κάθονται στη μπάρα του Kinky Kong. Μαζί τους είναι και η Ελένη (El Magnitophono). Στο βάθος διακρίνω και τον Στέλιο Ρωμαλιάδη, από τους Luup. Κάθονται όλοι μαζί και συζητούν, ενώ οι καλεσμένοι από το Μάντσεστερ αποδεικνύονται πολύ γερά ποτήρια – όπως βεβαίως και οι πλειοψηφία των συμπατριωτών τους. Ωραία. Στο live θα είμαστε τρεις κι ο κούκος – και το σκυλί.

Λίγο μετά τις εννιά τα πράγματα είναι μονάχα μια ιδέα καλύτερα. Οι άνθρωποι τώρα έγιναν δέκα και, μέχρι το τέλος της βραδιάς δεν θα ξεπεράσουν τους 40 με 50, αλλά δεν έχει σημασία. Η ατμόσφαιρα είναι ιδιαίτερα παρεΐστικη, σαν να βρίσκεσαι σε ένα πάρτυ για λίγους και καλούς, ενώ ο σκύλος εξακολουθεί να κουνάει χαρούμενα την ουρά του και να μπλέκεται ανάμεσα στα πόδια μας.Κάθομαι σ’ ένα από τα δύο πελώρια τιρκουάζ κρεββάτια (τι ιδέα κι αυτή!) που βρίσκονται έξω από το μπαρ και περιμένω. Σε λίγο ο Danny Saul βγαίνει και με βλέμμα «ρεμβάζω γιατί χάνομαι», στέκεται στο πεζοδρόμιο και αποτελειώνει τη μπύρα του. Ανακαλύπτω αργότερα ότι είναι εντελώς προσγειωμένος – και ιδιαίτερα εύστοχος σε ό,τι λέει. Τον πλησιάζω και μετά τις συστάσεις πιάνουμε κουβέντα, για τη μουσική, για το Μάντσεστερ, για τους Liondialer και για το πώς τελικά τα media διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, με το να εκτοξεύουν συχνά στην κορυφή κάποιες μπάντες τις οποίες μετά από ένα διάστημα θα τις έχουν γραμμένες στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Σε λίγο έρχεται ο μάλλον λιγότερο προσιτός Greg Haines, για να ενημερώσει τον Danny ότι βγαίνουν στη σκηνή η El Magnitophono, ο Ρωμαλιάδης και ο ντράμερ Νίκος Αγλούπας.

Η ώρα είναι λίγο μετά τις δέκα και στη λιλιπούτεια σκηνή ενός minimal συμμαζεμένου χώρου που θυμίζει μισοάδεια γκαλερί, η El Magnitophono και η παρέα της γεμίζουν τον αέρα με ηλεκτρονικούς ήχους και samples, πλήκτρα μεταλλόφωνα και μελόντικες, αιχμηρά κοριτσίστικα φωνητικά που κάτι κρατούν από Bjork, σ’ ένα electro-ambient κολλάζ αστικών διαθέσεων. Ο Αγλούπας στα ντραμς βαράει δυνατά και ρυθμικά όπου χρειάζεται, ενώ ο Στέλιος Ρωμαλιάδης στο φλάουτο ξεδιπλώνει όμορφες μελωδίες, συνοδεύοντας γλυκά τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς. Μετά από περίπου είκοσι λεπτά τα παιδιά τελειώνουν το σετ, πέφτει το ανάλογο χειροκρότημα και στη σκηνή ανεβαίνουν οι Liondialer. Οι τύποι από το Μάντσεστερ στήνουν τον εξοπλισμό τους, (δύο laptop, ηλεκτρικό τσέλο, ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, μίκτες, sampler και δεν συμμαζεύεται), η σκηνή γεμίζει καλώδια και ο ηχολήπτης μοιάζει ευγενέστατος, ενώ το εγκεφαλικό τού χτυπάει την πόρτα.

Γύρω στις έντεκα και είκοσι ο Greg και ο Danny κάθονται σε δυο σκαμπό, τα φώτα χαμηλώνουν αρκετά και τα πρόσωπά τους φωτίζονται μόνο από τις οθόνες των laptop που βρίσκονται μπροστά τους. Ο κόσμος πλησιάζει τη μικρή σκηνή και περιμένει. O Haines πλησιάζει το μικρόφωνο: one-two, one-three, seventy-five. Η ηχώ της φωνής του να μετράει “1-2-75” σε επανάληψη, έρχεται σαν βόμβος που δονεί τον χώρο, ενώ ο Danny έχει πιάσει δουλειά στις χορδές της ακουστικής του κιθάρας και βρίσκεται ήδη στο δικό του σύμπαν: στη μέση μιας ερήμου και στο feeling που θυμίζει Ry Cooder. Παίζει αργά και ηχογραφεί κι εκείνος στο δικό του laptop σχήματα, τα οποία στη συνέχεια επαναλαμβάνονται, ενώ συνεχίζει τους αυτοσχεδιασμούς χωρίς να ανταλλάσσει ούτε ματιά με τον Greg, ο οποίος στη σκηνή έχει μεταμορφωθεί από ήρεμο νεαρό σε έναν παθιασμένο μουσικό, που γλιστράει με λύσσα τα δάχτυλά του στο ηλεκτρικό τσέλο που τσιρίζει εκκωφαντικά. Ο Haines χτυπάει τις χορδές με το δοξάρι σαν να βρίσκεται σε μια μάχη με αντίπαλο μόνο τον εαυτό του.

Οι παρευρισκόμενοι στον χώρο ρουφάνε υπνωτισμένοι τους ήχους και τους θορύβους, ενώ η αίσθηση που υπάρχει σε αυτή τη σκοτεινή ατμόσφαιρα είναι ότι τα ηχεία όπου να ’ναι θα σπάσουν από αυτή την απειλητική ένταση των drones η οποία απλώνεται τόσο έξω όσο και μέσα μας. Ο βόμβος κορυφώνεται και μετά καταλαγιάζει σιγά-σιγά με το τσέλο να μιμείται τον ήχο της καρδιάς όταν διαστέλλεται και συστέλλεται. Ο ήχος του σβήνει μ’ έναν περίεργο συριγμό που θυμίζει τον καρδιογράφο του νοσοκομείου όταν δείχνει μια ευθεία γραμμή: τη στιγμή όταν η καρδιά σταματά να χτυπάει. Μετά από ένα μάλλον συγκρατημένο χειροκρότημα, ο Greg χαμογελάει κάπως αμήχανα και μας λέει ότι δεν ήταν στο αποψινό concept να παίξουν διακεκομμένα κομμάτια αλλά ένα ενιαίο κομμάτι, όμως δεν τους βγήκε όπως το είχαν υπολογίσει. «Θα κάνουμε άλλη μια προσπάθεια», λέει αποφασιστικά και αρχίζει να πειράζει πάλι το μίκτη, ενώ ο Danny κρατάει την ηλεκτρική του κιθάρα και κάνει τα δικά του παιχνίδια με το laptop.

Το σκηνικό διαφοροποιείται με υπόκωφους ήχους που παραπέμπουν σε πιο υγρά τοπία, λες κι όλο το Kinky Kong είναι ένα μπαρ στον βυθό της θάλασσας, ενώ οι θαμώνες μετατρέπονται σε φάλαινες που ακούν και επικοινωνούν μόνο με υπερήχους. Ο Haines αυτή τη φορά είναι την περισσότερη ώρα όρθιος και πειραματίζεται μπροστά στον μίκτη και στο laptop, ο αριστερόχειρας Danny κουρδίζει και ξεκουρδίζει την κιθάρα του, φτιάχνοντας το δικό του υποθαλάσσιο soundtrack με ήρεμες κι αργές κινήσεις πάνω στα τάστα. Ένας τύπος δίπλα μου έχει βγάλει από την τσάντα του μια μεγάλη διάφανη γυάλινη σφαίρα και τη στριφογυρίζει στο χέρι του σαν ταχυδακτυλουργός, στον ρυθμό της μουσικής. Αυτό το κάνει κάμποση ώρα με αποτέλεσμα κάποιοι από μας να έχουν χαυνώσει και να κοιτάζουν τη βαριά γυάλινη σφαίρα να κυλάει περίτεχνα, σαν να πρόκειται για προέκταση των χεριών αυτού του ανθρώπου. Οι μελωδικοί αυτοσχεδιασμοί κυλούν ατμοσφαιρικά μέχρι τη στιγμή που η noise φρενίττιδα χτυπάει ξανά: το σκηνικό με τη θάλασσα εξαφανίζεται και βρισκόμαστε μέσα σ’ έναν συρμό του Mετρό ο οποίος είναι έτοιμος να εκτροχιαστεί, με τα φρένα να ουρλιάζουν – είναι ο Greg που έχει εκτροχιαστεί με το ηλεκτρικό του τσέλο κι ο Danny ο οποίος στέλνει θανατηφόρας έντασης νότες σ’ επανάληψη.

Και ξαφνικά ο Greg πετάει τα καλώδια, βουτάει το τσέλο και το σκαμπό του, κατεβαίνει από τη σκηνή και στέκεται ανάμεσα στον κόσμο. Το κοινό κάνει αμέσως χώρο κι εκείνος βρίσκεται γρήγορα στο κέντρο ενός ανθρώπινου κύκλου. Εκεί αρχίζει ξανά να παίζει τσέλο. Σε πολύ λίγο ο Danny φέρνει το σκαμπό του μαζί με την ακουστική του κιθάρα, σπάει τον κύκλο και κάθεται. Ο κόσμος στέκεται τώρα γύρω από τους δυο μουσικούς που παίζουν ο ένας απέναντι στον άλλον ακουστικές μελωδίες πλανώμενες σαν σκιές ανάμεσά μας και θυμίζοντας τις ατμόσφαιρες του Leonard Cohen στο “Songs Of Love And Hate”. Κανείς δεν μιλάει. Μερικές στιγμές αργότερα το δυνατό και ζεστό χειροκρότημα του κόσμου μπλέκεται με ενθουσιώδη επιφωνήματα – και με προσγειώνουν ξανά στην Αβραμιώτου.

Ο Στέλιος Ρωμαλιάδης φωνάζει στους Liondialer «Is this the encore?» και την ίδια στιγμή ανεβαίνει στη σκηνή. Τα χαμόγελα δείχνουν ότι η μουσική δεν τελειώνει εδώ κι έτσι οι Liondialer μαζί με όλους τους μουσικούς που έπαιξαν από τη αρχή της βραδιάς ανεβαίνουν για ένα τελευταίο κομμάτι γεμάτο ηλιόλουστο φλάουτο, ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς τσέλου και κιθάρας, ηλεκτρονικούς πειραματισμούς και τη φωνή της El Magnitophono. Κοντά στα μεσάνυχτα οι μουσικές τελειώνουν, οι Liondialer μας προσκαλούν να συνεχίσουμε τη βραδιά δίπλα στο μπαρ – όπου βιάζονται να καθίσουν κι εκείνοι – ο άνθρωπος με τη γυάλινη μπάλα εξαφανίζεται σαν μάγος μέσα στη νύχτα κι ο επίσημος σκύλος του Kinky Kong φεύγει καβάλα σε μια μηχανή, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured