Φωτογραφίες: Nikos Z
Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που κατά τύχη ξεχώρισε ως b-side το περίφημο “Soul Makossa”, χάρη σε έναν «ανήσυχο» Γάλλο ραδιοφωνικό παραγωγό. Ο Manu Dibango, σε ένα από τα ταξίδια-επιστροφή στη γενέθλια πατρίδα του, κλήθηκε να γράψει τον ύμνο για το όγδοο Εθνικό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου και το κομμάτι αυτό έμελλε να αποτελέσει το «συμπλήρωμα» της βασικής σύνθεσης. Από τότε, το αστέρι του Καμερουνέζου καλλιτέχνη άνοιξε με ιδιαίτερο τρόπο τις πύλες της λεγόμενης world μουσικής και συνεχίζει να ενσωματώνει βιωματικά την αφρικανική παράδοση με την ευρωπαϊκή τέχνη – jazz, raga, blues, disco και rap. Στα 75 του χρόνια θα περίμενε κανείς μία λιγότερη ευφάνταστη ή ανεβαστική παρουσία, όμως όσοι αρέσκονται στον ήχο του και γενικότερα όσοι αγαπούν τα παντρέματα της αφρικανικής μουσικής, απήλαυσαν για δύο μέρες στον χώρο του Gazarte ένα δυναμικό live με 7 θαυμάσιους μουσικούς και έναν Dibango άνετο, μονίμως χαμογελαστό (για ποικίλους λόγους) και ολότελα δοτικό. Ευδιάθετος και ακούραστος, είχε κάτι από την αύρα των Sidney Bechet, Ray Charles και Fela Kuti – και αυτό τα λέει όλα.
Σε κάθε εμφάνισή του στη χώρα μας (Φεστιβάλ Γαία, Διεθνές Festival Odes Jazz & Ethnic, Club 22 κτλ.) ανοίγει ένα παραθυράκι του μοναδικού μελωδικού πλούτου της Αφρικής και ξεδιπλώνει τη μαγεία ενός ήχου που πάει πολύ πιο μακριά απ’ όσο φανταζόμαστε. Αυτή τη φορά κινήθηκε στο γνώριμο african-jazz-pop μονοπάτι, πλαισιωμένος από μία ταλαντούχα, ζεστή και showful ομάδα μουσικών (πλήκτρα, μπάσο, κιθάρα, ντραμς, κρουστά, σαξόφωνο, κλαρινέτο, φωνητικά), που δεν σταμάτησε να σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας να έχει έναν γκρουβάτο χορευτικό παλμό. Ο πρωταγωνιστής της βραδιάς κράτησε στο πρώτο μέρος έναν «συνοδευτικό» ρόλο και προτίμησε να αναδείξει τους μουσικούς του συντρόφους. Η ερμηνεία του σε δύο κομμάτια του Sydney Bechet, τα “Early Blues” και “Dans Les Rues D’ Antibes”, ήταν εξαιρετική και για μένα αποτέλεσε σίγουρα highlight της βραδιάς. Για κάτι λιγότερο από 2 ώρες ακούσαμε δείγματα αφρικανικής jazz, gospel και soulful funk από έναν καλλιτέχνη ο οποίος δεν το βάζει κάτω και απολαμβάνει κάθε στιγμή που βρίσκεται στη σκηνή.
Οι χορευτικές βέβαια πινελιές δεν βρήκαν το ιδανικότερο ακροατήριο και σε αυτό σίγουρα δεν έφταιγαν οι πιο «άγνωστες» επιλογές του Dibango ή το ώριμο ηλικιακά κοινό που είχε γεμίσει όλο το μαγαζί. Από τη μία έχουμε να κάνουμε με την τάση να βλέπουμε «άσχετους» ανθρώπους παντού και πουθενά και από την άλλη με χώρους όπως το ανακαινισμένο Gazarte, που δυστυχώς σε απομακρύνει από οποιαδήποτε τέτοια διάθεση: κάτι τα τραπέζια – τα οποία πλέον έχουν καταλάβει όλο τον χώρο – κάτι η μείωση των πάσων, που εξυπηρετούσαν όσους κάθονταν όρθιοι, κάτι η διαρρύθμιση που τάσσεται υπέρ όσων κάθονται σε τραπέζι, όλα αυτά κάποτε και κάπως σε δυσκολεύουν ή και σε ξενερώνουν ακόμα. Βέβαια δεν μπορώ να μην αναφέρω και κάποιους νέους ανθρώπους τους οποίους δεν ενδιέφεραν όλα αυτά, κι έτσι χόρευαν όλη την ώρα, ταρακουνώντας κάποιους τεμπέληδες-δυσκοίλιους σαν κι εμένα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σχολιάσω την απίστευτη ενέργεια του ντράμερ και του κρουστού, που «συνομίλησαν» σε ένα 15λεπτο σετ με άξονα τον αρχέγονο αφρικανικό ήχο, την «αυτοσχεδιαστική» τους μουσική τρέλα και την ανεβαστική σκηνική τους παρουσία (ο κρουστός κάποια στιγμή έπαιζε με ένα γυάλινο μπουκάλι νερό στο κεφάλι!).
Μέσα σε όλα αυτά ο Dibango έδειχνε να χαίρεται πραγματικά και να νιώθει περήφανος για τα «παιδιά» του. Από τα “Wakafrica”, “Big Blow” και “Bona Sango” δεν έλειψε φυσικά και η μεγάλης διάρκειας εκδοχή της “Soul Makossa” στο encore, ιδίως μετά την επιτακτική δια χειροκροτημάτων και φωνών επιθυμία του κοινού. Η τελική εντύπωση αφορά σε ένα ικανοποιητικό live, που δεν σε τρέλαινε – μιας και ο καλός μας Manu δεν άνοιξε όλα τα χαρτιά του – αλλά από το οποίο έφευγες με μία ανάλαφρη αίσθηση και σίγουρα με πιο άδεια την τσέπη σου – ιδίως αν είσαι γερός ή καλομαθημένος πότης (τα ποτά κυμαίνονται στις τιμές των 10 και 15 ευρώ!). Όπως και να έχει Manu Dibango είναι αυτός και αξίζει κάθε πολύτιμο συναυλιακό μας ευρώ, αν με καταλαβαίνετε...