Η «γλώσσα» της τσακίζει κόκαλα. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ανατρεπτικές και διφορούμενες γυναικείες περσόνες των τελευταίων 30 χρόνων, η Lydia Lunch ξεπέρασε την εποχή της με έναν υπόγειο και σκληρό τρόπο, που δεν της χάρισε τη λάμψη μέσα από τη χρυσόσκονη, αλλά μέσα από τη σκουριά. Το βράδυ της Πέμπτης μπόρεσε καθένας μας να αντιληφθεί πως αυτό που βλέπει είναι ό,τι τολμά να δει και πως από το πολυσχιδές ρεπερτόριο συμπεριφορών, η Lunch παρέμεινε πιστή (και γι’ αυτό κοινά αποδεκτή από το underground συνάφι) στο να προσφέρει την τέχνη της σε συσκευασία γροθιάς.
Οι πόρτες στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο άνοιξαν γύρω στις εννιά, με την προσέλευση του κόσμου να αποδεικνύεται σταδιακά ευχάριστα μεγάλη, αλλά με τον χώρο να καταλήγει δυστυχώς ασφυκτικά μικρός. Συν τοις άλλοις, η αναίτια αναμονή σχεδόν μίας ώρας μέχρι την έναρξη δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Στο τέλος, κάπου εκεί στις δέκα, εμφανίστηκαν στη σκηνή οι Mary & The Boy παρουσιάζοντας μια performance γεμάτη με χρώματα μεσαιωνικού σκοταδιού, γοτθικού μυστηρίου και παγανιστικής παράνοιας. Η εμφάνισή τους παρουσίαζε ατέλειες, αλλά ηχητικά ήταν ό,τι πιο συγγενές στη Lunch θα μπορούσε να ανοίξει μια τέτοια βραδιά.
Η πρωταγωνίστρια της οποίας άμα τη εμφανίσει της, έδειξε ξεκάθαρα ότι μπορεί πραγματικά να σταθεί όπου και να τη βάλεις. Να γεμίσει μόνη της την πιο εχθρική σκηνή. Nα λυγίσει με την απολυτότητα και την ακαμψία της προσωπικότητάς της κάθε καχυποψία και επιφύλαξη του ακροατή. H Lunch μπορεί να είναι βρωμόστομη τη μια και ευάλωτη την αμέσως επόμενη στιγμή. Μπορεί να απαγγέλλει Ginsberg (όπως και έκανε με την είσοδό της) και να προβάλλει στο φόντο εικόνες καμένων τοπίων και ρημαδιασμένων, εγκαταλειμμένων κτιρίων, μπορεί να σου πετάει στα μούτρα το πιο ζοφερό κομμάτι σου και να σε προκαλεί: «κοίταξέ το και γιάτρεψέ το». Δεν απαγγέλλει, αλλά αναπαράγει τις μνήμες της ζωής της που κουβαλούν τα κείμενά της – κείμενα λίβελοι, σωστοί δαίμονες οι οποίοι πυρπολούν τον καθωσπρεπισμό, ενταγμένα σε μια ενότητα την οποία ονομάτισε “The Ghosts of Spain”. Λόγος γεμάτος καρφιά, που μιλά για τον πόλεμο, την αμνησία στην οποία αυθυποβάλλονται οι άνθρωποι για να τον ξεπεράσουν, την εθισμένη στις αιματοχυσίες και τον υπερκαταναλωτισμό Αμερική. Αλλά και τις ανθρώπινες εμμονές, τους χαμένους εραστές, τον θάνατο, την αυτοκαταστροφή, την ειρωνεία των εννοιών. Η Lydia Lunch απολαμβάνει να ανατρέπει την εικόνα της και το κάνει με τον πιο ανορθόδοξο και συχνά τρομακτικό τρόπο, για να μας δείξει ότι τα πάντα είναι καλυμμένα με μια παροδικότητα-ματαιότητα-τραγικότητα, αλλά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε γι’ αυτό είναι να γελάμε. Η μουσική είναι συνοδοιπόρος της, ένα κολάζ από νυχτερινής υφής ήχους, οι οποίοι κυμαίνονται από τη jazz μέχρι την ambience και το no-wave και δραματοποιούν τα νωχελικά, αρθρωμένα της λόγια. Οι φωτογραφίες (που η ίδια έχει τραβήξει) είναι ντοκουμέντα σήψης και παράιτησης, έντονες φιγούρες, σκελετωμένα κτίρια, αποκρουστικά τοπία, σοκ για αφύπνιση.
«Freedom is a pathological lack of paranoia», θα πει μεταξύ άλλων, και αμέσως μετά σπεύδει να ρωτήσει το κοινό, απροκάλυπτα και με μανία, αν θα φύτευε μια σφαίρα στο χέρι του. Θρηνεί τον χαμένο έρωτα με λύσσα και οργή και δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι όσοι ακούν, παίζουν ή ασχολούνται με όποιον άλλο τρόπο συστηματικά με τη μουσική, απλά ψάχνουν για το ναρκωτικό τους. Αλλά και πάλι, κάνοντας ονομαστική αναφορά σε όλες τις μαρτυρικές πόλεις που έχουν γνωρίσει τον πόλεμο, ολοκληρώνει την performance της, αυτοαναιρούμενη με μια άψογη ευκολία του τύπου «μπορείτε να περάσετε το υπόλοιπο της βραδιάς πίνοντας στο μπαρ, γιατί όσα προηγήθηκαν ίσως και να ’ναι απλά βλακείες». Έτσι, γιατί είναι ωραίο να μη μένει τίποτα όρθιο...