Η εξαιρετική εβδομάδα - συναυλιακά πάντα μιλώντας, γιατί από κει και πέρα δεν έχω να πω κάτι της προκοπής - ολοκληρώθηκε την περασμένη Τετάρτη με το groove πάρτι της Sharon Jones και κυρίως αυτής, χωρίς να υποτιμώ βέβαια τους απίστευτους Dap Kings. Μπορεί η εν λόγω μπάντα να εκτελεί με ανεπανάληπτη ακρίβεια τις όποιες συνθέσεις, καταφέρνωντας να κινείται σε όλα τα είδη της μαύρης μουσικής (Memphis soul, Philadelphia, τον ξεχασμένο ήχο της Νέας Ορλεάνης κτλ.), αλλά η Jones, κουβαλώντας αυτό το μεγάλο άχτι για την καθυστερημένη της αναγνώριση - άλλη μια τραγουδίστρια η οποία έζησε στο πετσί της την ασχετοσύνη των ανθρώπων σε καίριες θέσεις - παρουσίασε ένα σετ με εξαιρετική ενέργεια και πάθος. Κέρδισε δηλαδή με τον ιδρώτα της και τα πόδια της κάθε ευρώ της αμοιβής της. Τώρα αυτή την αμοιβή αν την έβγαλαν οι διοργανωτές από την προσέλευση του κόσμου δεν ξέρω. Δεν ήταν λίγος ο κόσμος που μαζεύτηκε, αλλά αμφιβάλω αν ήταν παραπάνω από 300 όσοι δεν είχαν το όνομά τους στη λίστα της πόρτας. Το θέμα ήταν, είναι και θα είναι κοινωνικής φύσης και όχι μουσικής - οπότε δεν σχολιάζω περαιτέρω.
Τη βραδιά την άνοιξαν οι Sugah Galore με το γνωστό τους groove rock υβρίδιο, που άλλοτε λειτουργεί, άλλοτε όχι. Αυτή τη φορά κάπου στη μέση τους τοποθετώ, αλλά θα πρέπει να αναφερθεί η όλο και πιο σημαντική παρουσία του Τόλη Πολυχρονιάδη στην κιθάρα (γνωστός και από τη συμμετοχή του στο σεξτέτο του Blend), όπως και του Ντίνου Βαλλιανάτου στα πλήκτρα, τον οποίον ομολογώ ότι δεν είχα προσέξει όσο πρέπει στο παρελθόν.
Η αρχή του κυρίως πιάτου της βραδιάς ξεκίνησε με τους «βασιλιάδες» να επιδεικνύουν την εκτελεστική τους δεινότητα, αποδεικνύοντας το πόσο καλά κουρδισμένη μπάντα είναι - κάτι σαν τους Bad Seeds - ζεσταίνοντας έτσι το κοινό για τη χορταστική εμφάνιση της Sharon Jones. Η κοντόχοντρη κυρία που πλήρωσε ακριβά το τίμημα της εξωτερικής της εμφάνισης, ξεκίνησε το live με ένα από τα καλύτερα της κομμάτια, το ‘‘I’m Not Gonna Cry’’, και από κει και πέρα μας χόρεψε κανονικά στο ταψί. Ερμήνευσε με ανεπανάληπτη ενέργεια κάθε της τραγούδι - η φωνή της είναι απίστευτη - και δεν παρέλειψε να ανεβάσει στη σκηνή κόσμο από το κοινό, με τον οποίο χόρεψε και φλέρταρε με εξαιρετικό χιούμορ, αποδεικνύοντας ότι ακόμα και ένα συναυλιακό κλισέ όπως αυτό μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της συνολικής ψυχαγωγίας της βραδιάς. Να τονίσω ότι οι πληροφορίες οι οποίες λένε ότι στη σκηνή ανέβηκε όμορφη, ώριμη γυναίκα που ακούμε σε όλες σχεδόν τις τηλεοπτικές διαφημίσεις ελέγχονται ως ύποπτες με σκοπό να πλήξουν υπολήψεις. Αυτή η ιστορία με τον Λιάπη έχει επεκταθεί παντού τελικά.
Πίσω στο θέμα μας, όμως. Το εξαιρετικό αυτής της βραδιάς δεν έγκειται στο πόσο καλή ήταν συνολικά η μπάντα, αλλά στο πόσο καλά αντέδρασε ο κόσμος σε κάθε ερέθισμα που προκάλεσε. Τραγούδησε, χόρεψε και συμμετείχε απόλυτα στη συναυλία, αποδεικνύοντας έτσι ότι το soul revival δικαιώνει - εν μέρει αν όχι απόλυτα - όσους γραφικά λένε ότι μόνο το funk και το punk υπάρχει και τα υπόλοιπα είναι παρακλάδια. Αλλά κυρίως δείχνει ότι το groove είναι κάτι που, όταν προσφέρεται αυθεντικά, είναι το μοναδικό εγγυημένο στοιχείο διασκέδασης. Εδώ θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για ποιό λόγο τα bar της πόλης επιδίδονται σε ένα ανελέητο funk πανηγύρι, αλλά πόσο εκτός θέματος να βγω;