Η Ιωάννα Λουλούδη κέρδισε τον διαγωνισμό που έκανε το Avopolis σε συνεργασία με την ΕΜΙ για μια πρόσκληση στο αποκλειστικό live των Coldplay στο Λονδίνο, ενόψει της κυκλοφορίας του νέου τους album, πήγε ως εκεί και μας στέλνει την ανταπόκρισή της…
Δευτέρα απόγευμα, σε ένα μάλλον μουντό Λονδίνο που κινείται στον ρυθμό του νέου δίσκου των Coldplay, Viva la Vida/Death and All His Friends: ήδη νούμερο 1 στα δισκοπωλεία της Μεγάλης Βρετανίας (και των Η.Π.Α.), ατελείωτο air-play, αφίσες και αφιερώματα στη μπάντα σε κάθε είδους έντυπα, μουσικά και μη. Καθώς περιμένουμε στην ουρά έξω από το Brixton Academy (και τι ουρά, περίπου 150 μέτρα, και μέσα σε δέκα λεπτά ήμασταν στην είσοδο, έχοντας περάσει 2 φορές από εντατικό έλεγχο…προς γνώση των απανταχού διοργανωτών συναυλιών…), σκέφτομαι τον τίτλο του πρόσφατου αφιερώματος του περιοδικού TIME στο συγκρότημα: «The band you wish you didn’t love». Η συναυλία είναι «κλειστή», μεταδίδεται ζωντανά στο Radio1 του BBC και στο χώρο του Academy παραβρίσκονται μόνο όσοι τυχεροί κέρδισαν προσκλήσεις. Αναρωτιέμαι εάν η μπάντα θα κάνει μια απλή «τυπική» εμφάνιση για να παρουσιάσει στα media το album ή εάν θα επιβεβαιώσει τη φήμη της και θα παρουσιάσει ένα δυνατό live. Όπως και να ’χει, μετά από δύο χρόνια απουσίας από τις συναυλίες, δεν υπάρχει καταλληλότερος χώρος για πειραματισμούς από το Academy απόψε.
Η ώρα έχει πάει 20:45 και επιτέλους ο παραγωγός του Radio1 αναγγέλλει την εμφάνιση των Coldplay στη σκηνή. Ζεστό χειροκρότημα και οι πρώτες νότες του “Life In Technicolor” ηχούν θριαμβευτικά στον χώρο. Δίχως στίχους - καθώς ο Chris Martin αποφάσισε να τους αφαιρέσει από το ήδη ηχογραφημένο τραγούδι όταν του είπαν πως «ακούγεται σαν τέλειο single» - το συγκεκριμένο κομμάτι αποτελεί μάλλον το «τέλειο gig opener». Πέρασμα στο “Violet Hill”, το τραγούδι που τελικά κατέληξε να είναι το πρώτο single. Άψογη εκτέλεση, ενώ και η ίδια η μπάντα χαμογελάει στο κοινό το οποίο τραγουδά μαζί, προτού περάσει σε ένα καταιγιστικό “Clocks”. Κρίμα που δεν το κράτησαν για το τέλος, σκέφτομαι, αλλά πάλι χαίρομαι που το άκουσα επιτέλους live. Αναρωτιέμαι με τι θα κλείσουν, καθώς παίζουν το “In My Place”. Ο Martin δείχνει να το ευχαριστιέται, χορεύει, ξεχνάει τα λόγια και ραπάρει, ευχαριστώντας τον κόσμο που πήγε να τους δει «after a long, long time». Πέρασμα στο “Viva La Vida”, το ομώνυμο τραγούδι του album και το μεγάλο μάλλον στοίχημα της μπάντας. Ήχος διαφορετικός, αισιόδοξη, «catchy» μελωδία και στίχοι από άλλες εποχές. Ο Will Champion (από τα καλύτερα ονόματα για drummer!) παίζει τα τύμπανά του στο κέντρο της σκηνής και τραγουδά μαζί με τον Martin και το κοινό, που και πάλι συνοδεύει στα φωνητικά τη μπάντα.
Ο θόρυβος γύρω από το συγκρότημα, που συχνά ξεφεύγει από τα καθαρά μουσικά ζητήματα, παραμένει εκκωφαντικός και μάλλον απασχολεί περισσότερο από όσο θα έπρεπε τα μέλη της μπάντας (όπως απέδειξε ο Chris Martin με την αποχώρησή του από τη ζωντανή συνέντευξη στο BBC Radio1, μία ημέρα πριν από τη συναυλία). Η κριτική που τους γίνεται για το εάν είναι «αρκούντως μουσικά πρωτότυποι και δημιουργικοί», μάλλον δημιουργεί ανασφάλειες, τις οποίες ξορκίζουν παραδεχόμενοι με χιούμορ τις όποιες ατέλειες μπορεί να έχουν. Άψογη εκτέλεση του “Chinese Sleep Chant” και στο τέλος ο Martin αποδίδει τα εύσημα στους Radiohead και το “2+2=5”, αστειευόμενος πως όποιος θέλει μπορεί ελεύθερα να τους κατηγορήσει για λογοκλοπή («you can even claim plagiarism, although I shouldn’t use that term when I’m live on the radio!»).
Από εκεί και πέρα, η μπάντα δείχνει να ξεπερνά το αρχικό άγχος κι αρχίζει να παίζει πιο δεμένα και παθιασμένα. Ο Martin συνεχίζει να αστειεύεται, να χορεύει και να ξεχνά τα λόγια του, αλλά οι Coldplay αποδεικνύουν έμπρακτα γιατί τους αγαπά τόσο ο κόσμος και γιατί αγοράζει τους δίσκους τους. Πέρασμα στο (favorite) “God Put A Smile” και ένα επίσης καταιγιστικό “42”, με τον Martin να ρίχνει λίτρα ιδρώτα, να χάνει τα λόγια και να χαρίζει στο τέλος του κομματιού την κιθάρα του σε έναν τυχερό θεατή της πρώτης σειράς (έχει και τα καλά του το να περιμένεις με τις ώρες να μπεις σε μια συναυλία!). “Square One” και “Trouble” από τα παλαιότερα albums και αμέσως “Lost” και “Strawberry Swing”, δύο από τα πιο όμορφα κομμάτια του Viva La Vida και των Coldplay μέχρι τώρα. Η γλυκιά μελωδία του “Strawberry Swing” αλλάζει την ατμόσφαιρα και όλο το Academy παρακολουθεί χαμογελώντας, με μια πιο παρεΐστικη διάθεση. Το πρώτο μέρος του σετ τελειώνει και η μπάντα ανεβαίνει στο C Stage (ή αλλιώς το μπαλκόνι πάνω από τη σκηνή), για να κάνει μια ιδιότυπη acoustic καντάδα στο κοινό: «It’s all yeeeelloooooowwww!»…
Επιστροφή στη σκηνή για το κλείσιμο της συναυλίας κι εγώ αναρωτιέμαι ακόμη τι θα παίξουν, καθώς έχουν ήδη πει τα «μεγάλα χιτ». Έχω ξεχάσει το “Fix You”, που στην Αγγλία μάλλον αγαπάνε παραπάνω από ότι στα μέρη μας. Το σκηνικό έχει αλλάξει, καθώς πίσω από το συγκρότημα εμφανίζεται πλέον το πανό με το “VIVA”, ενώ και ο φωτισμός της σκηνής δίνει άλλη διάσταση στο show (αξίζει τον κόπο να τους δει κάποιος live και μόνο για αυτό). Ο Jonny Buckland στην κιθάρα και ο Guy Berryman στο μπάσο τραβούν επιτέλους την προσοχή του κοινού από τον Martin, ο οποίος στα δύο τελευταία τραγούδια ισορροπεί αρμονικά με τους υπόλοιπους και μετατρέπεται στον σίγουρο για τον εαυτό του frontman που χρειάζεται η μπάντα. Ακολουθεί μια άψογη εκτέλεση του άγνωστου ακόμη “Lovers In Japan” (το πιο όμορφο ίσως τραγούδι του Viva La Vida), που ξεσηκώνει τον κόσμο - και κάπου εκεί η συναυλία τελειώνει. Οι Coldplay αποχαιρετούν το κοινό που τους χειροκροτεί ασταμάτητα και αποχωρεί χαμογελαστό προς την έξοδο.
«Το μόνο που τελικά θέλω είναι να κάνω τον κόσμο να χαμογελάει με τη μουσική μου», είχε πει ο Martin στη συνέντευξη στο TIME… Από ότι απέδειξε η απόλυτα feel good συναυλία (και παρά τα ενίοτε dark στοιχεία του νέου album), οι Coldplay το καταφέρνουν με άνεση αυτό.