Πολύς ο κόσμος την τρίτη μέρα του Synch, που άρχισε πολύ «ζεστά», με τη Μόνικα στο Μπενάκη να εισπράττει γενναίο χειροκρότημα και συνεχίστηκε με κέφι στην Τεχνόπολη, όπου η Rσisνn Murphy έκανε τους πάντες να χορέψουν. Οι Stereolab ικανοποίησαν τους (κάμποσους) φίλους τους, η έκπληξη όμως άκουγε στο όνομα Poni Hoax, μπάντα που απέδειξε ότι δεν είναι μόνο για το γνωστό indie κοινό, ενώ οι ξενύχτηδες απόλαυσαν τον Kode 9 και τους Angel…

Φωτογραφίες: Σπύρος Μητρόπουλος

Your Hand In Mine

Η τρίτη και τελευταία μέρα του φετινού Synch ξεκίνησε από νωρίς με χρώμα ελληνικό στο αίθριο του μουσείου Μπενάκη. Βρεθήκαμε στους χώρους του κατά τις 17:30 το απόγευμα, όπου το δίδυμο των Your Hand In Mine είχαν ήδη ανεβεί στη σκηνή. Τα παιδιά από τη Θεσσαλονίκη βάλθηκαν να δείξουν σε λιγοστούς ακόμα παρευρισκόμενους τι μπορεί να κάνει κανείς με ένα μαντολίνο, μια μελόντικα, ακουστικά drums με τη χαρακτηριστική μπακέτα - βούρτσα, ένα γιουκαλίλι και κυρίως ένα ξυλόφωνο. Όπως προστάζει και το soundtrack που έχουν υπογράψει με τίτλο Εvery Night Dreams, οι ορχηστικοί τους ήχοι, παιγμένοι με συναυλιακή πιστότητα αντάξια έμπειρων μουσικών, είναι ικανοί να σου τραβήξουν την προσοχή, φιλοδοξώντας να σε μεταφέρουν σε ένα σκηνικό «ονείρου καλοκαιρινής νυκτός» - κι ας είναι ο ήλιος ψηλά ντάλα μεσημέρι. Σε βραδινή ώρα, με την κατάλληλη ατμόσφαιρά και το σκηνικό υπέρ τους, είναι ικανοί να δείξουν και να περάσουν προς το κοινό πολλά περισσότερα.
Χρήστος Νύχτης

Μόνικα

Τη σκυτάλη στο πρόγραμμα του Μπενάκη πήρε - με αγγλική συνέπεια - από τους Your Hand In Mine ο κύριος λόγος όσων παρευρέθησαν εκεί: ο όποιος δεν είναι άλλος από τη Μόνικα (ή Monica). Το «μεγάλο πυροβολικό» της Archangel, όσον αφορά τη αγγλόφωνη ελληνική σκηνή, αντίκρισε το πιστό κοινό της, το οποίο πλέον είχε πυκνώσει στο χώρο του αίθριου, στην πρώτη της εμφάνιση μετά την κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου ντεμπούτο album της με τίτλο Avatar. Όντας αμαθής, αμελής και πρωτάρης στην έκθεση σε monico-experience, κατέβηκα στο Μπενάκη με την περιέργεια να πάρω την πρώτη γεύση από τη μουσική της ζωντανά επί σκηνής. Το σκηνικό που αποθανάτισαν τα μάτια μου για την επόμενη μία και κάτι ώρα μπορεί άνετα να αποδοθεί με τη λαϊκή έκφραση «έμεινα παγωτό!!».

Ξυλάκι ή καϊμάκι δεν έχει σημασία - όπως δεν έχει σημασία το τι (έπαιξε) και πως (το έπαιξε) από τη στιγμή που η απάντηση σε όλα αυτά είναι ένα μεγαλοπρεπές «επειδή μπορεί». Δεν έχει σημασία αν υποστήριξε όλα τα κομμάτια του Avatar, τα οποία παρουσίασε ένα-ένα, με μια μόνο κιθάρα ή ένα πιάνο ή με ολόκληρη μπάντα - ορχήστρα, αποτελούμενη από βιολί, βιολεντσέλο, τρομπέτα και ακορντεόν. Ούτε έχει σημασία που είναι να απορείς πως γίνεται από ένα τόσο μικροκαμωμένο πλάσμα να βγαίνει τέτοια φωνή με τέτοια άνεση. Σημασία έχει πως όλα αυτά τα έκανε με τον απόλυτα πειστικό τρόπο, βγάζοντας προς το ακροατήριο πως όλα αυτά είναι «κτήμα» της, είναι δικά της και την ανήκουν 100%.

Να με συγχωρέσουν οι μπάντες τους αγγλόφωνου rock, αλλά από την εποχή της επιτυχημένης πορείας των Closer και Bocomolech ένιωθα (για να αναφερθώ στον εαυτό μου και μόνο) ότι όσο καλά τεχνικά, ακουστικά, ορχηστικά ήταν αυτό που άκουγα, είτε album είτε live, δεν έπαυε να είναι κάτι που έμοιαζε να είναι «δανεισμένο», που το πήραμε από κάποιους άλλους σαν φόρμα και το φέραμε στα δικά μας μέτρα, προσδίδοντας του αρετές και αδυναμίες έμφυτες και αναπόφευκτες. Στην περίπτωση της Monica τα κομμάτια που παρουσιάστηκαν στο live της Κυριακής μοιάζουν να ξεπήδησαν από μέσα της εξαρχής, σαν έτοιμα από καιρό, με τον τρόπο που η ίδια έχει διαλέξει να τα δομήσει - και όχι ακολουθώντας συγκεκριμένες εναλλακτικά μοτίβα για να γίνονται ξένα κομμάτια made in Greece. Με βάση αυτή τη δημιουργική ελευθερία, τα πράγματα τα οποία θέλει να πει κανείς μέσα από τους στίχους αποκτούν ολοκληρωμένο νόημα μιλώντας για όλα αυτά που ο καθένας μας ψάχνει να βρει σ’ένα κομμάτι και να δεθεί μαζί του - είτε αυτό είναι νεανικές ανησυχίες, είτε ανεκπλήρωτα πάθη και εμμονές, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε κραυγές που απλά θα συμπληρώνουν ένα καλό riff.

Η δική μας “Jeff Buckley” διασκευάζοντας και το “Hallelujah” του Leonard Cohen στους σκοπούς του αδικοχαμένου καλιφορνέζου, ήταν σταθερή, σίγουρη και άνετη, είτε στο πιάνο, είτε στην κιθάρα της (παρόλο το μικρό τρακ στην αρχή του live), χαρίζοντάς μας μια από τις ομορφότερες «ιστορίες» αυτού του καλοκαιριού. Με το κεφάλι χαμηλά το μέλλον είναι όλο μπροστά της…
Χρήστος Νύχτης

Stereolab

Χωρίς να λαμβάνω κατά νου το συναισθηματικό δέσιμο με τη μπάντα των Stereolab, «κατέβηκα» στην Τεχνόπολη απόλυτα συνειδητοποιημένος για το τι περίμενα να παρακολουθήσω από το συγκρότημα της Laetitia και του Tim (που ποτέ δεν έγινε το συγκρότημα του Tim και της Laetitia). Μια δεκαετία (και κάτι) μετά από τα σπουδαία albums τους, οι Stereolab δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να μας προσφέρουν το live της ζωής μας, αλλά σαν ένα σχήμα που συνεχίζει να είναι ενεργό και να προσφέρει πολύ καλούς δίσκους σαν τα πρόσφατα Margerine Eclipse και Fab Four Suture κι έχοντας τόσες ζωντανές εμφανίσεις στην πλάτη του… Mε ιδιαίτερη άνεση, λοιπόν, οι Stereolab μας παρουσίασαν ένα καλοστεκούμενο set, με δόσεις ανεμελιάς και αναπόλησης, εκεί ακριβώς που έφταναν και οι δικές μου (πάντα αυστηρές…) φιλοδοξίες.

Βέβαια, το γεγονός ότι ακούσαμε τραγούδια-σταθμούς της τελευταίας εικοσαετίας σαν τα “French Disko”, “Cybele’s Reverie” ή “Ping Pong”, είναι κάτι που μου φαίνεται αδύνατο να μην επισημανθεί εντόνως, μαζί με την ορεξάτη συμπεριφορά της μπάντας και φυσικά τη χορταστική διάρκεια του set. Οι Stereolab τίμησαν το οριακό αριστούργημά τους (Emperor Tomato Ketchup) και έδειξαν ζωντανά τις δυνατότητες του νέου τους έργου (που θα κυκλοφορήσει καλοκαιριάτικα από την 4AD - μια μεταγραφή σε μια εταιρία που πραγματικά ΔΕΝ τους πάει). Απέδωσαν δηλαδή ένα δεμένο κράμα από το παρόν αλλά και το παρελθόν και άφησαν, πιστεύω, την πλειοψηφία των θεατών του Synch απόλυτα ικανοποιημένη.
Γιώργος Γεωργούσης

Poni Hoax

Η Τεχνόπολη, πέρα της σταθερής αξίας των Stereolab στην κεντρική σκηνή, περιλάμβανε και την έκπληξη που ακούει στο όνομα Poni Hoax. Το κουιντέτο από τη Γαλλία βάλθηκε να ανεβάσει τους ρυθμούς κατάτι παραπάνω από την post-pop των Stereolab, δημιουργώντας κλίμα κατάλληλο για μπόλικο χοροπηδητό - ειδικά προς τα μπροστά με την ξέφρενη diskotronic ακουστική τους.

Στη μία και κάτι ώρα επί σκηνής παράθεσαν υλικό από κάμποσα ΕPs, μεταξύ των οποίων το πιο γνωστό και επιτυχημένο στο χώρο των μυημένων Antibodies, αλλά και καινούργιο υλικό από το νέο album τους Images Of The Sigrid. Χαρακτηριστικό τους, τα κλιμακωτά αδιέξοδα που οδηγούν τα κομμάτια τους, με αποτέλεσμα μοναδικής λύσης την εκρηκτική σύμπραξη όλων των οργάνων (drums, κιθάρων και πλήκτρων) ως καθάρια και επιβεβλημένη, παρασύροντας ταυτόχρονα και τη διάθεση του κοινού στα ύψη. Ιδιαίτερη μνεία για την παρουσία του συγκροτήματος φέρει ο απίστευτος drummer Vincent Taeger, οπότε χαλάλι του η καθυστέρηση από τη σπασμένη βάση του hi-hat που φέρει στο ενεργητικό του (με τέτοιο κοπάνημα δεν θα είναι και η μόνη!) κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Από αυτά που άρεσαν και έμειναν πέρα από τα αυτιά μας και στο θυμικό μας λιγάκι περισσότερο, ήταν το μπιτάτο “Budapest” από το ομώνυμο EP (κι ας μην είχαμε γυναικεία φωνητικά), το άκρως disco-nature “Antibodies” και φυσικά το χαοτικό “Pretty Tall Girls” από τη νέα τους δουλειά. Αναλογιζόμενοι το γεγονός πως το μισό και πάνω του συνόλου του κοινού είχε έρθει για τη Rσisνn Murphy, αξίζει να τους δούμε μια φορά ακόμα απροβληματιστά. Το τεστ τους το πέρασαν επιτυχημένα.
Χρήστος Νύχτης

Rσisνn Murphy

Μάλλον το έχει η μοίρα μου να την κάνω αναγκαστικά από live που τα σπάνε. Ίσως, βέβαια, να φταίει και το καταναγκαστικό του θέματος και να τα θέλω όλα δικά μου. Πάντως το σίγουρο είναι πως απ’ τους Poni Hoax αποχώρησα με βαριά καρδιά. Αν, όμως, ήξερα πως επίκειται το πιο ξεσηκωτικό live του τριημέρου, θα είχα γλιτώσει τον εαυτό μου από μπόλικη ξινίλα και γκρίνια. Τα μπίτια πήραν να κοπανάνε, οι δυο δεσποινίδες των φωνητικών πάτησαν τη σκηνή και το show ξεκίνησε με “Cry Baby” και τη Rσisνn απ’ τα παρασκήνια να ψεκάζει μαζικά τον χώρο με τις θηλυκές φερομόνες της φωνής της. Τα albums της σε προϊδεάζουν, το ζωντανό όμως έρχεται να προσγειώσει τη σφραγίδα της φαρδιά πλατειά. Η τύπισσα τα έχει όλα. Τις χορδές, την παρουσία, το vibe, τα τραγούδια, όλα. Για πότε κατάφερε να μετατρέψει τον χώρο σε υπαίθρια disco απ’ το μέλλον, ούτε που το κατάλαβα. Όταν δε είδα και τον κύριο αρχισυντάκτη να επιδίδεται σε χορευτικές φιγούρες με γνωστή φωτογράφο, κατάλαβα τη σοβαρότητα της κατάστασης σε όλο της το εύρος (σημ. αρχισυντάκτη: για πέρνα μια βόλτα από το γραφείο…).

Κομμάτια σαν τα “You Know Me Better”, “Movie Star” και “Let Me Know” μπορεί στο studio να βγαίνουν μια χαρά, αλλά η φύση τους είναι καθαρά συναυλιακή. Τότε είναι που λάμπουν οι κλιμακώσεις και το groove τους. Όσο για την ίδια τη Rσisνn, σε κάθε track μας παρουσίαζε κι ένα διαφορετικό αξεσουάρ (καπέλα, κάπες, πουκάμισα). Ένα για την κάθε της περσόνα θα ’λεγε κανείς. Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους αλλά πάντα με ένα κοινό παρονομαστή. Τη θηλυκότητα. Στο “Overpowered” ειδικά, με το λευκό της καπέλο να κρύβει εντελώς το πρόσωπό της, έδωσε ρέστα μ’ εκείνο το ρομποτικό electro ξέσπασμα. «Bloody funky music», κατά τα λεγόμενα της ίδιας και νομίζω πως η κεντρική σκηνή του Synch μας φύλαγε το καλύτερο για το τέλος.
Διονύσης Κοτταρίδης

Kode 9

Ο τύπος που οφείλεται κατά πολύ για τον χαμό που γίνεται με τον αστικό ήχο του dubstep, αποτέλεσε και την τελευταία ουσιαστικά μεγάλη στιγμή του φετινού Synch φεστιβάλ. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, με μοναδική αχτίδα φωτός τα εξαιρετικά πλάνα στο video wall ακριβώς από πίσω, το DJ set του Kode 9 είχε τελετουργικό χαρακτήρα, βιομηχανική αίσθηση και ακριβή ανάπτυξη - αν και πάλι αδικήθηκε από τον κάκιστο ήχο της αίθουσας Παλαμάς και το χαλασμένο κλιματιστικό. Το αυτί μου δεν έπιασε κανένα κομμάτι του Burial αλλά μικρή σημασία έχει αυτό…
Γιώργος Μιχαλόπουλος

Angel

Το τρίο που ουσιαστικά έκλεισε το τριήμερο, ήταν κάπως απογοητευτικό - τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο κομμάτι, όπου τα drones του Ilpo Vaisanen κατάφεραν να συνδυαστούν αρμονικά με τις slide κιθάρες του Schneider TM. Στο πρώτο μέρος της εμφάνισής τους νόμιζες ότι άκουγες μια experimental έκδοση του soundtrack του Ry Cooder “Παρίσι, Τέχας”, με εξαίρεση τις εξαιρετικές πινελιές της Hildur Gudnadottir στο τσέλο. Κατώτερο λοιπόν των προσδοκιών, αν και λειτούργησε αποτελεσματικά ως chill out μετά τον Kode 9.
Γιώργος Μιχαλόπουλος

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured