Η μεγάλη γιορτή της πρώτης μέρας του Synch ήταν στην Τεχνόπολη - οι ορκισμένοι indie ήρθαν για τους Yo La Tengo, οι 30+ ήρθαν να χορέψουν με τους Happy Mondays, οι «ψαγμένοι» της electronica περίμεναν να ξενυχτήσουν με τον μέγα Andrew Weatherall. Αλλά πολλοί στο τέλος συμφώνησαν πως την παράσταση έκλεψαν οι Holy Fuck…

Φωτογραφίες: Olga K. & Σπύρος Μητρόπουλος

Liars

Οι Liars ήταν οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι Liars. Ήρθαν να βάλουν φωτιά στο χώρο της Αυλής στην Τεχνόπολη και το έκαναν με τον καλύτερο τρόπο. Τα διέλυσαν όλα, άνοιξαν τον δρόμο για το καλύτερο live της ημέρας που θα ακολουθούσε - μπορείς να με λες και Holy Fuck - και έφυγαν. Πραγματικά όσες φορές και να τους δεις, δεν τους χορταίνεις. Οι Liars ήταν τέσσερις επί σκηνής και την προσοχή αμέσως τράβαγε ο φοβερός και τρομερός frontman της μπάντας Angus Αndrew με το ψιλόλιγνο παρουσιαστικό του και το «περίεργο» βλέμμα του. Το set τους ήταν καταιγιστικό και μας αποδεκάτισε από το head banging και τους εξωφρενικά απρόβλεπτους ήχους τους. Όση ενέργεια είχαν οι Liars, την απελευθέρωσαν στοn χώρο και μόνο απαρατήρητοι δεν πέρασαν σε όποιον βρισκόταν εκεί. Δυνατές κιθάρες, ακόμα πιο δυνατά τύμπανα τα οποία νόμιζες πως θα σπάσουν, noise ήχοι, ο Angus να ανεβαίνει πάνω στο ηχείο για να τραγουδήσει και να χορεύει σαν να μην υπάρχει αύριο. Επικεντρώθηκαν όχι μόνο στον τελευταίο τους δίσκο αλλά και σε προηγούμενες δουλειές τους. Τα κομμάτια όμως που ξεσήκωσαν τον κόσμο ήταν τα “Freak Out”, το “Be Quiet Mt. Heart Attack!”, αν δεν κάνω λάθος, και το τρομερά ηλεκτρισμένο φινάλε με το “Plaster Casts Of Everything”. Αυτό όμως που χάλασε πολύ κόσμο ήταν το χαμηλό ύψος όπου είχε στηθεί η σκηνή μιας και, αν δεν ήσουν πολύ κοντά, από τον πολύ κόσμο δεν μπορούσες να δεις. Του χρόνου ρε παιδιά, δώστε της λίγο παραπάνω ύψος. Δεν είναι όλοι 1.85.
Θοδωρής Κανελλόπουλος

Yo La Tengo

Από τις 8:00 μ.μ. που βρεθήκαμε στο Γκάζι o κόσμος διάχυτος και διασκορπισμένος στους τριγύρω χώρους και περίπτερα δεν σου έδινε καθαρή εικόνα για το πόσο πολύς είναι. Η απορία μας λύθηκε κάνα μισάωρο μετά με την εμφάνιση των Υο La Tengo. To τρίο από το New Jersey προσέλκυσε όλους τους παρευρισκόμενους, γεμίζοντας τον χώρο μέχρι την κονσόλα στην κεντρική σκηνή του φεστιβάλ - ή αλλιώς Open Air 1.

Οι Ira Kaplan, Georgia Hubley και James McNew, 11 ολόκληρα χρόνια από το σωτήριο 1997 οπότε και κυκλοφόρησαν το διαμάντι της indie rock σκηνής “I Can Hear The Heart Beating As One” συναντούσαν και πάλι το αθηναϊκό κοινό. Το «τα χρόνια μπορεί να έχουν περάσει, αλλά η τέχνη δεν ξεχνιέται» θα μπορούσε άνετα να συνοδεύει τους Υο La Tengo σαν χαρακτηριστικό. Με το «καλημέρα» και την είσοδο τους στη σκηνή φρόντισαν να μας ξετινάξουν με τη δυναμική των riff τους, τα απίστευτα drums (ανεξαρτήτως ποιος, ποια ή ποιοι κάθονται σε αυτά) και τις θρυλικές παραμορφώσεις για τις οποίες είναι ξακουστοί στα live τους χρησιμοποιώντας τις κιθάρες και τους ενισχυτές σαν τεράστια mellotrons.

Ισορροπώντας για περίπου μιάμιση ώρα ανάμεσα σε καθαρόαιμο 1990s indie rock που μόνοι αυτοί πλέον παίζουν και στην ονειρική pop με πρωταγωνιστή τους κυρίαρχους ήχους της farfisa, επέδειξαν ένα best of setlist βγαλμένο από τη μακρά και δαιδαλώδη δισκογραφία τους - ηλικίας 20 και κάτι ετών. Κομμάτια σαν “Autumn Sweater”, “Sugarcube”, “Season of The Shark” αναδείκνυαν την ήρεμη μελωδική πλευρά τους ενώ σε άλλα όπως τα “Deeper Ιnto Movies”, “Pass the Hatchet, I Think I'm Goodkind” επιδόθηκαν σε ένα μακρόσυρτο κλιμακωτό χτίσιμο των κομματιών, που πολλές φορές κατέληγε σε χαοτικές επιμήκεις εκτελέσεις των 7 λεπτών και βάλε. Η συμπαγής μπασογραμμή, τα στακάτα τύμπανα και η στριγγλίζουσα fender επέβαλαν έναν υπνωτικό ρυθμό, στον οποίο άνετα παραδινόσουν, με αποτέλεσμα να ξεχαστείς και να χάσεις όλους τους Liars στη δεύτερη συμπληρωματική σκηνή. Ή τουλάχιστον σίγουρα υπνώτισαν εμένα, καθώς από ένα σημείο και μετά οι μισοί από το κοινό την είχαν κάνει για αλλού.

Η αλήθεια είναι πως ο εξωτερικός φεστιβαλικός χώρος δεν ταιριάζει στους Υο La Tengo και κομματάκι παρασύρθηκαν και οι ίδιοι, παίζοντας πρώτα για τους εαυτούς τους και μετά για όλους τους άλλους (χωρίς αυτό να είναι κακό) - βγάζοντας μέχρι και jazz-rock ρυθμούς, αποδεικνύοντας έτσι την τεράστια μουσική παιδεία που έχουν, η οποία και τους επιτρέπει να παίζουν τα πάντα. Εις το επανιδείν και γρήγορα τον προσεχή χειμώνα.

Για ουρές, τιμές, κουπόνια, ποτά, νερά και λοιπά αναλώσιμα τα αφήνω στην «άλλη πλευρά» του Κανελλόπουλου για να έχει και δουλειά...
Χρήστος Νύχτης

Happy Mondays

Αν και σε καμία περίπτωση δεν επαναλήφθηκε στην Τεχνόπολη εκείνο το φιάσκο του 2005 με το «χρωματισμένο με μικροφωνικές παρεμβάσεις» DJ set του Shaun Ryder στο Gagarin, οι Happy Mondays κρατήθηκαν ζωντανοί με τεχνητά μέσα: ήταν δηλαδή περισσότερο η διαχρονική αξία της μουσικής τους που έλαμψε και τους σήκωσε και τους ίδιους, παρά η δική τους performance. Δεν θα πω ψέματα, πως δεν πέρασα καλά με το πρόγραμμά τους ή πως δεν χάρηκα που είδα επί σκηνής τον Shaun Ryder - η παρουσία του ήταν σαφώς ένα από τα highlights του φετινού Synch. Ο οποίος ήταν και παραμένει φιγούρα, έτσι όπως βγήκε με το μαγκιόρικο γυαλί ηλίου, τη κουμπωμένη ως τον λαιμό φόρμα και τη μοναδική του punk κόμμωση. Έστω και αν δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ πως θυμίζει πια κάτι γερο-μπαμπαλήδες σεκιουριτάδες που γνώριζα στο Liverpool, οι οποίοι πίνανε τη μια μπίρα πίσω από την άλλη και μιλάγανε για τα (χαμένα ανεπιστρεπτί) νεανικά τους κατορθώματα, επιδεικνύοντας τα τατουάζ τους και τα σκουλαρίκια τους.

Μου άρεσε που οι Happy Mondays βγήκανε με τσαμπουκά - όσο να ’ναι κερδίζεις πόντους όταν αρχίζεις με το “Kinky Afro”, δημιουργώντας feel-good κλίμα και διάθεση για χορό. Μου άρεσε επίσης το μελετημένο τους setlist, γιατί ήταν μετρημένο, εστιασμένο εκεί όπου έπρεπε και δίχως φλυαρίες. Δεν υπήρξε σχεδόν άνθρωπος που να μην ένιωσε να τον συνεπαίρνει η αριστουργηματική «γκρουβιά» του “Step On” ή να μην κούνησε τα πόδια του στο άκουσμα του “Hallelujah”. Αλλά, σε επίπεδο performance, ο Ryder δεν «ξύπνησε», όπως πολλοί έλπιζαν. Η ψυχή των Happy Mondays ήταν μεν εκεί, στο μέσον της σκηνής, αλλά απλώς παρίστατο, δικαιολογώντας το γεγονός ότι είχες έρθει σε συναυλία της μπάντας από το Manchester. Αν δεν ήταν ο Bez με τις μαράκες του, που παρά τα χρονάκια του (44 φέτος) παραμένει αεικίνητος και απολαυστικός στον ρόλο του τελετάρχη-ξεσηκωτή του πλήθους, και αν έλειπε η υπέροχη φωνή της μαύρης τραγουδίστριας η οποία ανέλαβε τον ρόλο της Rowetta - που σε τόσα και τόσα σημεία αναλάμβανε την απαιτούμενη «απογείωση» καλύπτοντας τον Ryder - το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν αισθητά πιο μουδιασμένο. Αλλά, όπως και να το δει κανείς, και αυτοί μέλη της μπάντας είναι - ειδικά ο Bez, ενώ ο Ryder δεν ήταν ποτέ αυτό που λέμε «σπουδαίος performer». Εκείνο όμως το feeling της νιότης του νομίζω πως έχει πια σβήσει.

Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι θα βρείτε και πολλούς 30+ που θα σας πούνε ότι δεν πέρασαν καλά με τους Happy Mondays ή δεν χόρεψαν τα όσα αγαπήσανε και χορέψανε πολλάκις σε bars και clubs την τελευταία δεκαετία της ζωής τους. Δεν θα σας πούνε ψέματα. Αλλά είναι σημαντικό να κατανοήσετε πόσο τελικά αυτό έχει να κάνει με τις προσδοκίες, τις μνήμες τους και γενικότερα με το δικό τους «χθες», παρά με το τι ήταν κάποτε για τα μουσικά δρώμενα οι Happy Mondays. Σε σχέση με το τελευταίο, το live τους στο Synch ήταν μια καλοστημένη αλλά πελιδνή ανάμνηση. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στη σκηνή όπου για λίγο έπαιξαν ταυτόχρονα με τους Happy Mondays οι Holy Fuck, βρισκόταν το ζωντανό και σπαρταριστό σήμερα...
Χάρης Συμβουλίδης

Holy Fuck

Αυτοί οι τέσσερις τύποι ήταν από μόνοι τους αρκετοί για να διαβώ την Παρασκευή τις πόρτες της Τεχνόπολης. Δεν ήταν και λίγες οι ιστορίες, όλες θετικές, που είχαν φτάσει στ’ αυτιά μου για τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Τους περίμενα πως και πως λοιπόν. Έλα όμως που ήμουν εκεί όταν έσκασε στα κεφάλια μας το groove των Mondays. Ομολογώ πως ξενέρωσα ολίγον όταν έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσω τον χοντρό και να κατευθυνθώ προς τη δεύτερη σκηνή. Πάντως, δεν ήταν και λίγοι όσοι τίμησαν τους Holy Fuck, αν και απ’ ότι κατάλαβα οι περισσότεροι άνοιξαν αυλάκια, διόλου ευκαταφρόνητου βάθους, στα όχι και πολλά μετρά τα οποία χώριζαν τις δυο σκηνές. Τα καναδέζικα ελικοφόρα απογειώθηκαν απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή. Οι τύποι πρέπει να έχουν μεταλλαγμένους εγκεφάλους, ειδικούς στις εκκρίσεις σπινταριστών ουσιών. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς το ασταμάτητο κοπάνημά τους. Μήπως το αναλύω υπερβολικά και προσπερνάω το προφανές;

Τέλος πάντων. Όλο και κάποιο συμπράγκαλο ξεφούρνιζαν κάθε τόσο για να το εντάξουν στο ηχητικό παιχνίδι. Λεπτομέρειες μην ρωτάτε, δεν μου το επέτρεπε η οπτική μου πρόσβαση. Πιο ηχητικό παιχνίδι δηλαδή, σφυροκόπημα σκέτο ήταν. Εγώ, πάντως, θα την πω την αμαρτία μου. Ίσως και να είχα βάλει τον πήχη πολύ ψηλά λόγω φημών και λοιπών δυνάμεων, αλλά η πτήση μου φάνηκε μάλλον χαμηλή. Παραβγαίνουν κοφτεροί και λίγο επίπεδοι ζωντανά. Το καταλάβαινες και από τον συγκρατημένο ενθουσιασμό του κοινού. Έπρεπε να πλησιάσει το τέλος για να φουλάρουν οι κινητήρες λόγω “Super Inuit” και “The Pulse”. Τότε ήταν που πήραμε αυθεντική Holy Fuck γεύση, τότε ήταν που άρχισαν και τα δειλά crowd surfing. Τελικό συμπέρασμα: όχι πως μας απογοήτευσαν κιόλας, αλλά κατώτεροι του αναμενομένου.
Διονύσης Κοτταρίδης

Field, Andrew Weatherall

Μπορεί η σάουνα στην αίθουσα Παλαμάς Δ10 να είχε ζεσταθεί για τα καλά, μπορεί να υπήρχε μια καθυστέρηση στην εμφάνιση του Axel Wilner a.k.a The Field, αλλά, όπως και να έχει, η χαρά της πρώτης μέρας του φεστιβάλ μας «τα έσκασε» στην εμφάνιση του Σουηδού. Τι και αν είναι υπερβολικά υπερεκτιμημένος, η εμφάνιση του (δεν ήταν DJ set, είχε μαζί του και μπασίστα-κιθαρίστα) ήταν ιδανική και για την ώρα αλλά και για ζέσταμα για το ξεσηκωτικό set του Andrew Weatherall. Από το εναρκτήριο “It’s The Beat” των Simian Mobile Disco φάνηκαν οι διαθέσεις του Lone Swordsman να παίξει ένα παλιομοδίτικο και χαρούμενο set, που θύμισε σε πολλές στιγμές των Jeff Mills - αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια… Μαζί με τον Kode 9, ο Weatherall έπαιξε τις καλύτερες μουσικές που ακούσαμε στη συγκεκριμένη αίθουσα το τριήμερο…
Γιώργος Μιχαλόπουλος

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured