Φωτογραφίες: Σταύρος Αλεξίου
Στην προκειμένη περίπτωση, ισχύει η παροιμία «καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα». Δυστυχώς, μέχρι και πριν από μια 15ετία, το όνομα της Marianne Faithfull δεν έχαιρε τον απαραίτητο σεβασμό που του έπρεπε, καθώς ήταν αποκλειστικά συνδεδεμένο με τον έκλυτο βίο των groupies και με τα χρόνια όταν το ελεύθερο σεξ και τα ναρκωτικά ήταν βασική συνιστώσα της ζωής των rock συγκροτημάτων. Η «μυθική ζωή της» αναπαράγεται ακόμα και εν έτει 2007, με βιβλία όπως το Rock Chicks: The Hottest Female Rockers From The 1960’s To Now. Άντε μετά να αγιάσεις, όταν οι «αμαρτίες» σου πουλάνε τόσο πολύ… Όμως, η ηρωίνη, οι απόπειρες αυτοκτονίας και τόσα άλλα, δεν την πτόησαν μουσικά, καθώς η Faithfull συνεχίζει ακάθεκτη την καριέρα της, μετά από 43 χρόνια συνεχόμενης δισκογραφίας. Συνθετικά, θεωρώ τις τελευταίες δουλειές της, όπως το Vagabond Ways ή το Κissing Time, μια αποτυχημένη προσπάθεια να επανέρθει στο προσκήνιο - αλλά πώς να γράψεις ισάξια κομμάτια με το “Sister Morphine”, το “Broken English” ή το “Αs Tears Go By”, ειδικά όταν δεν έχεις τον Jagger να σε στηρίζει… Ωστόσο, ποτέ δεν έχω αμφισβητήσει τη Faithfull στις ερμηνείες της. Kαι η φωνή της, ακόμα και στα 62 της χρόνια, παραμένει σαγηνευτική. Είναι από τις λίγες ερμηνεύτριες που μπορούν και επιβάλλεται να τραγουδούν a cappella. Ο τρόπος δε με τον οποίον ελέγχει τη φωνή της είναι εκπληκτικός.
Η πνοή των Mick Jagger, Bob Dylan, Tom Waits και Nick Cave, στα 62 της πια χρόνια, τιμά λοιπόν την Ελλάδα ως τελευταίο σταθμό της περιοδείας της. Το να βλέπεις τη Marianne Faithfull να τραγουδάει μπροστά σου, βυθισμένη στο κόκκινο φως του σκηνικού, ακυρώνει κάθε ιδέα της θεατρικότητας και της εκφραστικότητας που μπορεί κάποιος να έχει στο θέμα της ερμηνείας. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες τραγουδίστριες που μπορούν να υποτάξουν τον θεατή (δεν έπεφτε καρφίτσα σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας), αλλά και την ίδια την ορχήστρα, η οποία σε γενικές γραμμές δεν σόλαρε, αλλά συνόδευε αξιοπρεπέστατα σε jazz και blues σεγόντα (εξαίρεση το “Why D’Ya Do It?”, όπου η μπάντα τα έσπασε, αποτίνοντας ένα φόρο τιμής στην ψυχεδέλεια των 1970s). Εξαιρετικός ο Barry Reynolds αλλά και ο Daniel Mintzeris.
Το playlist της συναυλίας απαρτίστηκε από αρκετά rarities, ενώ κορυφαίες στιγμές υπήρξαν τα “Guilt”, “Broken English”, “John Henry” - βλ. Nick Cave επιρροές από southern blues - “Time Square”, “Why D’Ya Do It?”, αλλά και οι πιο jazz εκτελέσεις του “Crazy Love”, του “Don’t Forget Me” και του “Something Better” - από την εποχή που οι Rolling Stones ήταν η βασική αιτία για όλα όσα συνέβαιναν στη μουσική σκηνή. Η ίδια η Faithful δήλωσε ότι τα τραγούδια της είναι «σαρκαστικά και πικρά, τραγούδια της αθωότητας και της εμπειρίας». Σεβασμός στην ώριμη ομορφιά μιας φωνής, με πλήρη αυτογνωσία των δυνατοτήτων της…