Φωτογραφίες: Αρετή Σταυροπούλου
Παρασκευή βράδυ κι εγώ - όπως πάντα - έχω αργήσει. Με την ψυχή στο στόμα, μόνιμη κατάσταση των αργοπορημένων και αγχωμένων ανθρώπων, τρέχω... Να προλάβω όχι κάποιον που έστησα στο ραντεβού, αλλά το ραντεβού το ίδιο! Για μια μεγάλη κατηγορία Ελλήνων ακροατών, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου, οι Puressence είναι σαν τη σοκολάτα Ίον, «πρώτη σου αγάπη και παντοτινή». Τα χρόνια περνάνε, τους έχεις δει καμιά δεκαριά φορές, αλλά δυσκολεύεσαι να τους απαρνηθείς, είτε για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, είτε γιατί περιστάσεις σαν αυτή εδώ, ένα ακουστικό live τους δηλαδή, θεωρείς ότι ίσως να έχουν να σου αποκαλύψουν κάτι απροσπέλαστο μέχρι τώρα.
Η ιδέα του unplugged των Puressence με ενθουσίασε για δύο λόγους: πρώτον, γιατί θεωρώ ότι είναι μια μπάντα που μπορεί να αναδείξει πολύ καλύτερα το ύφος των κομματιών της ακουστικά και, δεύτερον, γιατί μου φάνηκε πρωτοτυπία για τα δικά μας συναυλιακά δεδομένα μια τέτοιου είδους διαφορετική παρουσίαση. Αλλά επειδή, φυσικά, η πρωτοτυπία είναι βαριά για να τη σηκώσουμε ως λαός, ό,τι και να γίνει συνεχίζουμε να ακολουθούμε τη μη ριψοκίνδυνη και συντηρητική οδό του να επιμένουμε σε καθαρά δοκιμασμένα ονόματα, που πολύ συχνά τους ακούμε μόνο εμείς... Όπως και να χει, το unplugged είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκτιμήσεις πολλά πράγματα και να δεις και τη μπάντα από άλλη οπτική γωνία - και με αυτή την παρήγορη σκέψη καταφτάνω επιτέλους στον συναυλιακό χώρο.
Μπαίνοντας στο Club 22, αντικρίζω τους υπόλοιπους κατόχους προσκλήσεων. Όλοι σαν μέλη μιας ξεχωριστής φυλής φοράμε τα πασο-καρτελάκια μας, τα οποία μας κάνουν να νιώθουμε λες κι έχουμε έρθει σε καμιά συνδιάσκεψη κορυφής. Πλάκα έχει σκέφτομαι, και ενώ κάθομαι αμέριμνη, να σου εμφανίζονται οι τρεις τους επί σκηνής, James Mudriczki, Lowel Killen (κιθάρα) και Kevin Matthews (μπάσο)! Παραμερίζω όποιον βρω για να πλησιάσω μπροστά. Το “Life Comes Down Hard” από το τελευταίο τους album ανοίγει το πρόγραμμα και έπονται το “Bright Eyes”, το πάντα-μου-φέρνει-ανατριχίλα “How Does It Feel?, τα “All I Want”, “Bitter Pill”, “Standing In Your Shadow” και μπόλικες άλλες γνωστές και αγαπημένες στιγμές στη συνέχεια. Ξεχωριστή στιγμή το “Casting Lazy Shadows” με το ωραίο groove και τη νοσταλγική του μελωδία, αλλά και τα “This Feeling” και “How Does It Feel”, τα οποία σε (ξανα)κάνουν ν’ απορείς γιατί αυτοί οι μουσικοί δεν εκτιμήθηκαν από τους συμπατριώτες τους όσο έπρεπε. Για τον δε James Mudriczki τι να πω, φωνή κρύσταλλο! Και 50 κομμάτια να είχε να πει ακόμα, την ίδια φρεσκάδα και δύναμη θα έβγαζε από το λαρύγγι του.
Θα έλεγε κανείς ότι, σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα των Puressence φρόντισε να περιλάβει σημαντικούς σταθμούς από όλα τα album τους. Κομμάτια που τα ξέραμε όλοι και τα σιγοψιθυρίζαμε σα να μη σβήστηκε ποτέ η μελαγχολία που προκάλεσε η πρώτη τους ακρόαση. Παρέλειψαν πάντως να παίξουν το αγαπημένο “India”, παρά τη μαζική απαίτηση του κοινού, ενώ στο encore τους αρκέστηκαν στο “You Move Me”. Μια ακόμα, ίσως πιο σημαντική ένσταση, ότι η ενέργεια ήταν εμφανώς πεσμένη και το κλίμα του live σε πολλά σημεία υποτονικό. Και το κοινό φαινόταν αρκετά κουρασμένο, λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι είναι η πέμπτη φορά μέσα σε 4 χρόνια που εμφανίζονται οι Puressence στη χώρα μας. Αυτό ήταν μάλλον που εμπόδισε το unplugged να απογειωθεί. Η μπάντα, από άποψη παρουσίας, έκανε το καλύτερο δυνατό, πιάστηκε όμως στην παγίδα του συναυλιακού της κορεσμού. Κάτω από άλλες συνθήκες αυτή η συναυλία, η οποία τώρα χαρακτηρίζεται απλώς καλή, θα μπορούσε να μείνει αξέχαστη. Το live κράτησε γύρω στη μία ώρα και τελείωσε με συνοπτικές διαδικασίες γύρω στις 11 παρά, σχετικά νωρίς δηλαδή, με αρκετούς να δυσανασχετούν. Δεν χρειάζεται όμως, no need to worry: οι σχέσεις είναι ανταποδοτικές και η συμπάθεια κερδισμένη, οπότε πολύ σύντομα οι Puressence θα ’ναι και πάλι εδώ!!!