Λίγο έλειψε να μην διαβάζατε αυτό το review, μιας και η γράφουσα δεν το ‘χε σε τίποτα να την κοπανήσει με τον Scott McCloud για Νέα Υόρκη μεριά, μετά το live των Girls Against Boys την Κυριακή που μας πέρασε. Ας όψεται η ευσυνειδησία…
Ας προσγειωθούμε όμως. Φτάνοντας στο Gagarin, οι Modrec μόλις έχουν ανέβει στη σκηνή. Η σκηνική τους παρουσία είναι ιδιαίτερα τραβηχτική και ο ήχος τους απρόσμενα βαρύς για μια μπάντα που κατατάσσεται στον alternative χώρο, έχοντας ακόμα και κάποιες stoner ή και heavy αναφορές. Παίζουν πολλά από τα δικά τους κομμάτια και μια πολύ ενδιαφέρουσα διασκευή που έχουν κάνει στο “Eleanor Rigby” των Beatles.
Όταν έρχεται η ώρα να φύγουν από τη σκηνή, πάνω από 500 άνθρωποι έχουν μαζευτεί πλέον στο Gagarin και περιμένουν με αδημονία τους Νεοϋορκέζους. Οι GVSB ανεβαίνουν στη σκηνή για τρία λεπτά, ύστερα φεύγουν για άλλα πέντε και τελικά κάνουν τη θριαμβευτική εμφάνισή τους, ξεκινώντας με το “Inn Like Flynn”. Στην αρχή το κοινό μοιάζει λίγο συγκρατημένο, αμήχανο μπροστά στην εντυπωσιακή σκηνική παρουσία του McCloud και στο πρόβλημα που δηλώνουν πως έχουν με το ένα μπάσο (παρά λίγο να παίξουν μόνο με ένα). Στη συνέχεια όμως, και αφού τα όργανα αποκαταστάθηκαν, το ενθουσιασμένο πια κοινό αφήνεται να παρασυρθεί από κομμάτια όπως το “Basstation”, τον 1990s ύμνο “Disco Six Six Six”, το καταιγιστικό “Crash 17”, το απογειωτικό “Superfire”, το συγκλονιστκό “Wilmington” και την ηλεκτρισμένη διασκευάρα τους στο “She’s Lost Control” των Joy Division. Και τι είναι αυτό που κάνει όλα αυτά τα κομμάτια να κερδίζουν τόσους κοσμητικούς χαρακτηρισμούς; Μα φυσικά ο ιδιαίτερος ήχος της μπάντας: τα εκκωφαντικά drums, τα δύο, παραμορφωμένα μπάσα, το γρύλισμα του McCloud και η επίμονη telecaster του με το μονίμως ανοιχτό cry baby.
Υπερατού του group είναι ο ίδιος ο McCloud, rock ‘n’ roll ως εκεί που δεν πάει, να ακολουθεί πατροπαράδοτους κανόνες του rock - όπως αυτόν που λέει «κράτα την κιθάρα σαν να είναι γυναίκα» ή τον άλλον που υπαγορεύει «κοίτα τους πάντες σαν να είναι υπήκοοί σου». Και να δείχνει τόσο sexy, ώστε να προκαλεί εκδηλώσεις θαυμασμού ακόμα και από τα αγόρια τα οποία βρίσκονται γύρω μας. Ακόμα, πάντως, και για πλύσιμο πιάτων να τραγουδήσει ο McCloud θα το κάνει να ακούγεται σαν σεξουαλικό υπονοούμενο - φανταστείτε λοιπόν τι γίνεται όταν τραγουδάει το “Kill The Sexplayer” και το “Sexy Sam”. Στο τελευταίο, δε, αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας είναι απίστευτο: ο McCloud, χαμένος στο διάστημα, μπλέκεται σε καλώδια και πεταλάκια, πέφτει κάτω, κάνει stage diving, το κοινό τον κρατάει (και τον χουφτώνει) από όπου μπορεί, ξανανεβαίνει στη σκηνή, μένει λίγη ώρα στα γόνατα και δώστου πάλι stage diving, ίσα-ίσα για να συνοφρυώνεται αγχωμένος ο σεκιουριτάς. Μετά από αυτό τα μέλη του group χάνonται για λίγο στα παρασκήνια και ξαναγυρίζουν για ένα encore, με τον Scott πιο συγκρατημένο αυτή τη φορά. Κι ύστερα, μας ευχαριστεί «πάρα πάρα πάρα πολύ», και, αφού κάνει μερικά νωχελικά βήματα πάνω στη σκηνή, εξαφανίζεται πίσω από τις κουρτίνες.
Μετά το live κόσμος παραμένει στο Gagarin να κάνει ενθουσιώδη σχόλια του τύπου: «ήταν η καλύτερη συναυλία που έχω δει», «το απόλυτο rock», «θέλω το παιδί του», «άνετα γίνομαι gay για τον McCloud» και άλλα παρόμοια. Όπως και να έχει, οι GVSB, δέκα χρόνια μετά τις μεγάλες τους επιτυχίες, καταφέρνουν να αποδεικνύουν πολλά πράγματα: ότι είναι από τις καλύτερες live μπάντες του κόσμου, ότι είναι, αν όχι σπουδαίοι μουσικοί, σπουδαίοι φασαριόζοι, ότι ο McCloud είναι ένας rock ημίθεος που θα κλέβει πάντα την παράσταση (ενδεχομένως και τις γκόμενες) και όσο κλισέ κι αν ακούγεται ότι είναι μια απόλυτα rock n roll μπάντα. Κι ύστερα θεωρούσαν ότι οι Strokes ζωντάνεψαν το πεθαμένο rock. Πώς διάολο το θεώρησαν νεκρό αφού υπήρχαν οι Girls Against Boys;