Αρκετά γνωστό όνομα σε ορισμένους κύκλους ο Arto Lindsay, το μόνο που δεν γνωρίζαμε μπαίνοντας στο House Of Art είναι κατά πόσο οι υπόλοιποι θεατές της συναυλίας ήξεραν τι επρόκειτο να παρακολουθήσουν εκείνη τη βραδιά, ποιο πρόσωπό του θα αποφάσιζε να μας παρουσιάσει στη συγκεκριμένη συναυλία. Όσοι ακολουθούν την προσωπική του πορεία τα τελευταία χρόνια, θα ξέρουν ότι η μουσική που τον εκπροσωπεί στις πρόσφατες ηχογραφήσεις του είναι αμιγώς παρμένη από τη Βραζιλία, τη χώρα στην οποία πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του.
Δεν επρόκειτο λοιπόν ούτε να ζήσουμε σε αναπαράσταση τις δοξασμένες του ημέρες στη δίνη του No Wave όπως την βίωσε με τους DNA, ούτε την αρτίστικη ατμόσφαιρα του περάσματός του από τους Lounge Lizards, ούτε και τις πολυποίκιλες αναζητήσεις του στα πλαίσια μιας διαφορετικής ποπ με τους Ambitious Lovers. Μια προσπάθεια επαφής του με το πολυσυλλεκτικό σχήμα των Golden Palominos ήταν επίσης μακριά, όχι βέβαια και τόσο, αφού η τελική εντύπωση που μας έδωσε η συναυλία του ήταν μιας τόσο στρωτής, όσο και ανορθόδοξης τελικά εμφάνισης.
Με δύο ακόμη μουσικούς επί σκηνής, τραγουδούσε γλυκές μελωδικές συνθέσεις στο ύφος της κλασικής Βραζιλιάνικης τραγουδοποιϊας, μόνο που του άρεσε με την παραμικρή ευκαιρία να βγάζει στριγκλιές από την σχεδόν-σαν–παιχνίδι κιθάρα του, θυμίζοντάς μας ότι η λογική από την παράνοια, έστω κι αν μιλάμε για μουσική και τραγούδια, δεν απέχουν και πάρα πολύ, όπως και ότι η καρδιά του θα ανήκει, όπως κι αν γίνει, στον πειραματισμό. Παρότι οι ήχοι αυτοί ήταν ορισμένες φορές ιδιαίτερα ενοχλητικοί, όλοι φάνηκε να το διασκεδάζουν και να χαμογελούν συγκαταβατικά για την ρηξικέλευθη πρότασή του.
Οι μουσικοί του – τους οποίους είχαμε δει ανάμεσα στο πλήθος δύο ημέρες νωρίτερα στη συναυλία του Burnt Friedman και του Jaki Liebezeit, και πώς θα μπορούσαμε να μην τους είχαμε παρατηρήσει, έτσι τεράστιοι και έγχρωμοι που ήταν, σαν μπασκετμπολίστες του NBA! – έπαιζαν, ο ένας πλήκτρα και σαξόφωνο, ενώ ο άλλος απλά απίστευτο μπάσο!
Το όνομα του πρώτου μας διέφυγε, ο δεύτερος ήταν ο μακροχρόνιος συνεργάτης του Lindsay Melvin Gibbs, ο οποίος έχει παίξει και βοηθήσει στην παραγωγή των περισσοτέρων του άλμπουμ. Ακόμη έχει παίξει με τους σπουδαίους Defunkt, μια εκπληκτική jazz-funk-punk μπάντα με φοβερούς δίσκους στο ενεργητικό της, ενώ μπορείτε να τον ακούσετε ακόμη να παίζει στο άλμπουμ της Rollins Band “Weight” (και μάλλον εκεί έχει πάρει το μάτι σας το όνομά του, αν σας θυμίζει κάτι). Η ταχύτητα και η ακρίβειά του στο παίξιμο ήταν απίστευτη, η κατάλληλη για να μας κάνει να σκεφτούμε να παρατήσουμε την εκμάθηση του παλιοπράγματος!
Το σετ τους ήταν χορταστικό, αφήνοντάς μας πολύ καλές εντυπώσεις. Άλλη μια θρυλική φιγούρα πέρασε από τα αδηφάγα για συναυλίες μάτια μας, και πολύ το χαρήκαμε.
Και κάτι τελευταίο: μια μέρα πριν απ’ τη συναυλία, ο Lindsay έδωσε μια ραδιοφωνική συνέντευξη όπου δεν είπε σχεδόν τίποτα, πέρα από "Ναι", "Όχι" και "Ίσως". Αλήθεια, αν οι καλλιτέχνες δεν γουστάρουν να μιλάνε σε άλλους για τη δουλειά τους, γιατί δέχονται να τους τραβάνε σε συνεντεύξεις; Δεν είναι χειρότερα όταν εκθέτουν έτσι τους εαυτούς τους;