Είχαμε γράψει πριν λίγες ημέρες για τη σημερινή τάση να φέρνουμε την παράδοση στα μέτρα μας, τις ενδιαφέρουσες μίξεις ειδών (ρεμπέτικο, jazz, gypsy swing), με σκοπό να δημιουργηθεί ένα νέο μουσικό χαρμάνι. Τάση που δείχνει την ανάγκη μας όχι απλώς να σεβαστούμε την παράδοση, αλλά να εμπνευστούμε και να αντλήσουμε στοιχεία από το παρελθόν και να τα προσαρμόσουμε σ' αυτό που συμβαίνει σήμερα. Η παρθενογένεση δεν υπάρχει στη μουσική, το γνωρίζουμε όλοι μας πολύ καλά, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ ζωντανό και -εν τέλει- πολύ επίκαιρο αλλά και διαχρονικό. Πολλοί είναι εκείνοι που επιχείρησαν, επιχειρούν και θα επιχειρήσουν αυτή την αναβίωση κάτω από νέο μουσικό πρίσμα, αλλά τουλάχιστον στον χώρο του gypsy swing δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τους Gadjo Dilo, που διαθέτουν μάλιστα και φανατικούς οπαδούς αυτού που κάνουν.
Τι πιο ενδιαφέρον, λοιπόν, από την παρακολούθηση ενός event το οποίο δεν είναι απλώς ένα live, αλλά μια συνολική εμπειρία: μια ευκαιρία να βρεθούμε ανάμεσα σε φίλους και να τα πούμε, αλλά και να ακούσουμε τα νέα κομμάτια της μπάντας, ανάμεσα σε πολλά αγαπημένα. Τη βραδιά αυτή, όπως και μια ενδιαφέρουσα σειρά ντοκιμαντέρ (με αρχή αυτών εκείνο με τη μπάντα) γι' αυτή την έμπνευση από την παράδοση και την προσαρμογή τους στο σήμερα, παρουσίασε ο Λουμίδης Κουπάτος, το χαρμάνι του Λουμίδη Παπαγάλου που απευθύνεται στους νέους και το οποίο έρχεται με μία νέα, δυνατή υπογραφή, να μας παρακινήσει για τα παραπάνω.
Το να περιγράψει κανείς αυτή τη βραδιά με όρους κριτικής ενός live θα ήταν τουλάχιστον άδικο για το κλίμα και την παρεϊστικη ατμόσφαιρα που ζήσαμε με γνωστούς, αλλά και τυχερούς του διαγωνισμού για το live. Γνωρίζαμε, βέβαια, ότι οι Gadjo Dilo θα μας παρουσίαζαν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο αγαπημένα τραγούδια του '50 και του '60, στο La Soiree de Votanique, όπερ και εγένετο. Αλλά αυτό το live ήταν ουσιαστικά ένα ολόκληρο απόγευμα, με αυτή τη μυρωδιά καφέ στην οποία δεν μπορείς να αντισταθείς, αναμνήσεις και συζητήσεις με φίλους και συναδέλφους που ήρθαν να χαλαρώσουν, δίπλα σε ζευγαράκια, φίλους και fans της μπάντας που είχαν την ευκαιρία πριν το live να απολαύσουν έναν αχνιστό Λουμίδη Κουπάτο και να τα πουν...
Πίσω μας, έπιναν τον καφέ τους και οι Gadjo Dilo, που μόλις είχαν τελειώσει το soundcheck. Μάλιστα, τους ακούγαμε να λένε ότι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι, καθώς μόλις πριν από λίγες ημέρες, και συγκεκριμένα στις 29 Δεκεμβρίου, είχαν κυκλοφορήσει το δεύτερο τους CD με τίτλο Manouche de grec vol II και θα ήταν ευκαιρία να μας παρουσιάσουν τραγούδια από τη νέα τους κυκλοφορία. Λίγα λεπτά μετά τις 20:00, μας ενημέρωσαν ότι όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη του live και περάσαμε στο χώρο της συναυλίας. Το live θα μεταδίδονταν και σε live streaming - ακόμα ένα δείγμα του πώς η παράδοση έρχεται στο σήμερα, στον σημερινό νέο.
Τους Gadjo Dilo τους έχω δει ξανά στο παρελθόν σε διάφορα live. Είναι μια παρέα μουσικών που «παντρεύει» την gypsy jazz και τη swing μουσική παράδοση, με τους ήχους και τα χρώματα του παλιού ελληνικού τραγουδιού. Και -πολύ περισσότερο- είναι μια ομάδα που αγαπά να αυτοσχεδιάζει, να δημιουργεί και να πειραματίζεται. Τους πειραματισμούς είχαμε την ευκαιρία να τους διαπιστώσουμε για μια ακόμη φορά: για παράδειγμα, στο «Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε», που είχε κάνει διεθνή καριέρα από τον Xavier Cugat. Ή στο «Σαν Μαγεμένο Το Μυαλό Μου / Blue Drag», που συμπεριλαμβάνεται στο soundtrack της ταινίας του Χριστόφορου Παπακαλιάτη "Ένας Άλλος Κόσμος” αλλά αποτελεί και τη μουσική επένδυση στα τηλεοπτικά του Λουμίδη Παπαγάλου εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια.
Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστα τραγούδια για να «λυθεί» ο κόσμος, ώστε να μπορέσει να απολαύσει ακόμα περισσότερο το live. Το «Ένα Βράδυ Που Βρέχε» ήταν ταιριαστό σε μια βροχερή βραδιά, με την Ηλιάννα Τσαπατσάρη να δίνει λίγο «χώρο» κατά την διάρκεια του live στο συγκρότημα για να ακούσουμε και 2-3 instrumental τραγούδια. Η ίδια μπήκε ανάμεσα στο κοινό και χαιρετούσε παλιούς και καινούριους φίλους. Δίχως να το καταλάβουμε, είχαν περάσει πάνω από 80 λεπτά με τους Gadjo Dilo και η συναυλία έφτανε προς το τέλος της με το «Αλλα Μου Λεν Τα Μάτια Σου», ενώ τελείωσε ιδανικά με το «Τα ήσυχα βράδια».
Με το που τέλειωσε το live ένα ποτό επιβάλλονταν για να συζητήσουμε αυτή τη φορά όχι απλώς «τα δικά μας», αλλά και για το live, την εξέλιξη της μπάντας, τα όσα είχαμε διαπιστώσει και γράψει για την αναβιωτική μας διάθεση, αλλά και συνολικά για τη μουσική και το πώς κατορθώνει, μέσα από τις ανάγκες και τις ανησυχίες των μουσικών αλλά και των απλών μουσικόφιλων, να εξελίσσεται και να παραμένει ταυτόχρονα και διαχρονική. Όπως ακριβώς, ο Λουμίδης Κουπάτος, ο οποίος δημιουργεί ένα διαφορετικό χαρμάνι, με σεβασμό πάντα στην πολύχρονη ιστορία του Λουμίδη Παπαγάλου. Εκείνος μας παρουσίασε αυτό το ξεχωριστό, παρεϊστικό concept, που δεν ήταν τελικά άλλη μια συναυλία αλλά μια αφορμή για πολλά περισσότερα. Μπήκαμε λίγο μετά τις 18:00, βγήκαμε αργά το βράδυ και δεν καταλάβαμε πώς πέρασε ο χρόνος εκεί. Ήταν ένα απόγευμα στο οποίο συζήτηση, παρέα, καφές Λουμίδης Κουπάτος και μουσική άφησαν έναν ολόκληρο κόσμο από έννοιες πίσω μας και μας ταρακούνησαν λίγο ως προς τις προτεραιότητές μας: μας έβγαλαν κατάτι πιο απλούς και αισιόδοξους για το μέλλον...
Δες το live:
{youtube}9AaNSiaZc4s{/youtube}
Sponsored by Λουμίδης Κουπάτος