Τα 'γραφε (εδώ) και ο Βαγγέλης Πούλιος, με αφορμή το περσινό ΨΧ: τι πα' να πει «ψυχεδελικός» και τι «νέος» στον τίτλο που έχουν δώσει οι διοργανωτές στο φεστιβάλ, το οποίο πραγματοποίησε φέτος την 3η του παρουσία; Η δική μου εντύπωση είναι ότι πρέπει πλέον αυτές οι δύο λέξεις να την κάνουν σιγά-σιγά από τα δελτία τύπου και να παραμείνει μόνο το ΨΧ. Το οποίο, στο κάτω-κάτω, μπορεί κάλλιστα να αναφέρεται και στην ψυχή που κατατίθεται επί σκηνής από τους εκάστοτε συμμετέχοντες. Για του λόγου το αληθές, στη 2η μέρα της φετινής εκδοχής, η «ψυχεδελικότητα» εντοπιζόταν σαφώς λιγότερο σε σύγκριση με τη γενικότερη vintage ...«ροκότητα» των ήχων και των στυλ· γεγονός που μάλλον αμφισβητεί και τα περί «νεότητας» του όλου πράγματος.
Στο ψητό τώρα... Η 2η μέρα του ΨΧ 2016 ξεκίνησε με μισάωρη καθυστέρηση (η οποία πρέπει να θεωρείται αμελητέα, με βάση όσα επικρατούν στην εγχώρια συναυλιακή πραγματικότητα), οπότε και βγήκαν οι Backdoor Freaks. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου η σύνθεσή τους περιλαμβάνει 3 άτομα, όμως στη σκηνή του Ρομάντσο ανέβηκαν οι 2: ο Spir Frelini (κιθάρα, φωνητικά) και ο Θοδωρής Μπαρλογιάννης (ντραμς). Πρόκειται για σύμπραξη που ξεκίνησε μόλις τη φετινή άνοιξη, οπότε δεν έχει αποτυπωθεί ακόμα σε κάποια επίσημη κυκλοφορία –αν δεν απατώμαι, πάντως, οι Freaks έπαιξαν δικό τους υλικό. Το οποίο αντλούσε από το garage και την ψυχεδέλεια των 1960s, με την κιθάρα να χάνεται στο γνωστό echo, δημιουργώντας χάσμα και αντιπαραβολή με τα straight τύμπανα. Στην αρχή του 40λεπτου σετ τούς βρήκα μάλλον αδιάφορους, όμως αργά-αργά άρχισαν να διακρίνονται μέσα από τη θολούρα δομές και συγχορδιακές αλληλουχίες που απέδειξαν ότι, αν μη τι άλλο, οι τύποι αυτοί ξέρουν τη σημασία του όρου «πιασάρικο».
Η συνέχεια ανήκε στους Voyage Limpid Sound, οι οποίοι –ας το πω εξ αρχής– πραγματοποίησαν την καλύτερη και μάλιστα με διαφορά εμφάνιση της βραδιάς. Άψογα προβαρισμένοι, με τις φωνητικές αρμονίες τους και την απλή αλλά μαστόρικη ενορχηστρωτική προσέγγισή τους (κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα, τύμπανα), οι πέντε αυτοί τύποι, με σαφώς προεξάρχοντα επί σκηνής τον ηγέτη Σέργιο Βούδρη, έπαιξαν κομμάτια από τη δισκογραφία τους (η οποία αριθμεί ήδη 4 άλμπουμ), καθώς και μια διασκευή στο “Sad Eyed Lady Of The Lowlands” του Bob Dylan. Εκτός των άλλων, ήταν κι εκείνοι που μάζεψαν τον περισσότερο κόσμο και βέβαια αποθεώθηκαν στο τέλος της 50λεπτης εμφάνισής τους. Παρότι η μουσική τους έχει σαφείς αναφορές σε χρυσές εποποιίες του παρελθόντος (Pink Floyd, Beach Boys, David Bowie κ.ά.), ο τρόπος που τελικά τις διυλίζουν και τις αποτυπώνουν, τούς κάνει να ξεχωρίζουν από τον σωρό των αναβιωτών/μιμητών.
Οι Melt Mountain, από την άλλη, μου άφησαν πολύ μπερδεμένες εντυπώσεις. Προς υπεράσπισή τους, αντιμετώπισαν προβλήματα στην αρχή, με ένα μόνιτορ που βούιζε κι ένα καλώδιο το οποίο θορυβούσε, γεγονός που ίσως τους εκνεύρισε. Στη συνέχεια, πάντως, δεν μπόρεσα να καταλάβω αν τα 2 πρώτα κομμάτια είχαν τον ρόλο του soundcheck ενώ συχνά γινόταν δύσκολο να καταλάβω πού ξεκινούσαν και πού τελείωναν οι συνθέσεις τους. Υπήρχε επίσης μια συνολική διστακτικότητα/αβεβαιότητα στην εμφάνισή τους, ενώ κι αυτά που έπαιζαν (από το EP του 2014, αλλά και από το άλμπουμ που ετοιμάζουν) με προβλημάτισαν, έτσι όπως έμπλεκαν την prog και την kraut νοοτροπία με ψυχεδελικές νύξεις. Θα χρειαστώ νομίζω μία επόμενη συναυλιακή επαφή με το κουαρτέτο, για να σχηματίσω πιο ξεκάθαρη άποψη.
Τέταρτος στη σειρά εμφανίστηκε ο Τζίμης Πολιούδης, ο άνθρωπος δηλαδή πίσω από το project των Vagina Lips. Ο οποίος στην ουσία μάς παρουσίασε ένα ...καραόκε πρόγραμμα, αφού πέρα από τη φωνή του και (περιστασιακά) την κιθάρα του, όλη η υπόλοιπη συνοδεία ήταν «κονσέρβα». Παρά ταύτα, ο Πολιούδης έδωσε έντονο σόου μέσω της κινησιολογίας αλλά και της φορτισμένης ερμηνείας του, η οποία σε σημεία άγγιζε υψηλές συναισθηματικές κορυφές. Δεν ξέρω αν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος που ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε σε τόσο «φλεγόμενη» κατάσταση, πάντως στο τέλος έσπασε την κιθάρα του, κοπανώντας τη με μανία στο πάτωμα. Λίγο πριν είχε αυτοσυστηθεί, εκφέροντας το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο με μία αναπάντεχη διστακτικότητα και συστολή.
Τελευταίος στο πρόγραμμα ο Kid Flicks, κατά κόσμον Νίκος Δερβίσης. Ο οποίος πάτησε το σανίδι στη 01:15, συνοδευόμενος από δύο ακόμα μουσικούς: μία υπερκούλ ντραμίστρια κι έναν επίσης μη χαμπαριάζοντα κρουστό. Μάς παρουσίασαν υλικό κυρίως από το φετινό άλμπουμ Kid Flicks, στο οποίο world ρυθμικότητες συναντούν ποπ μελωδίες. Έτσι, διάφορα ανατολίτικα και αφρικάνικα κρουστά συνάντησαν samples και προγραμματισμένα μέρη, συνοδεύοντας τα φωνητικά του Δερβίση. Τα οποία, δυστυχώς, ήταν μάλλον χαμηλά στην τελική μίξη, με αποτέλεσμα το άκουσμα σε πολλά σημεία να κρίνεται άνισο, καθότι επικρατούσε ο ρυθμός και η ουσία κάποιων συνθέσεων χανόταν. Κάπως έτσι, το κοινό άρχισε να φυλλοροεί κι όταν ήρθε το τέλος, με ένα ακυκλοφόρητο και προς το παρόν άτιτλο κομμάτι, ο συναυλιακός χώρος του Ρομάντσο –που στο peak της βραδιάς ήταν σε μεγάλο βαθμό γεμάτος– είχε πια μείνει με πολύ λίγο κόσμο. Έφταιγε ίσως και η ώρα, αφού το ρολόι έδειχνε πια 02:00.
Συνοψίζοντας, η 2η μέρα του φετινού ΨΧ κρίνεται επιτυχημένη, και από την άποψη όσων είχε να προσφέρει στον καλλιτεχνικό τομέα, αλλά και στο διοργανωτικό πεδίο, όπου το πρόγραμμα τηρήθηκε αρκετά πιστά και η ροή δεν είχε ιδιαίτερα απρόοπτα και καθυστερήσεις.