Δεν ξέρω αν, κατά πώς λένε ορισμένοι, οι επιδόσεις επί σκηνής είναι που ξεχωρίζουν την ήρα απ’ το στάρι, τους σπουδαίους μουσικούς από τους υπολοίπους. Θεωρώ πιο ασφαλές να πούμε ότι εκεί καταδεικνύονται «απλώς» με μεγαλύτερη ευκρίνεια οι αρετές που κάνουν έναν μουσικό ή ένα σχήμα να ξεχωρίζει. Κάπως έτσι –επιβεβαιώνοντας δηλαδή έναν προς έναν τους λόγους που κατατάσσουν δίσκους όπως λ.χ. το περσινό Songs Οf Thessaloniki στα κοσμήματα της ελληνικής δισκογραφίας– άκουσα τη συναυλία της Σαβίνας Γιαννάτου και των Primavera En Salonico την Πέμπτη το βράδυ στο Half Note (στην πρώτη από τις δύο εμφανίσεις τους εκεί).
Αφετηρία, λοιπόν, ήταν τα τραγούδια της Θεσσαλονίκης (άλλωστε και η αφίσα που διαφήμιζε τη συναυλία τής έδινε τον τίτλο Souvenir de Salonique). Για τον ίδιο το δίσκο τα έχουμε ξαναπεί, οπότε παραθέτω (εδώ) για να μην επαναλαμβάνομαι. Με αυτά τα τραγούδια γέμισε το πρώτο μέρος της εμφάνισης, με τη Γιαννάτου και τους Primavera να δείχνουν στην πράξη πόσο ταιριαστή είναι η πολυσυλλεκτικότητα της πόλης (βασικό χαρακτηριστικό της μέχρι το 1912) με την ίδια τη φύση του δικού τους εγχειρήματος. Στο δεύτερο μέρος, ακούσαμε τραγούδια από προηγούμενες δουλειές και από διαφορετικές γωνιές της Μεσογείου –τη Σαρδηνία, την Κορσική, την Αλβανία ή τη Μικρασία– με τα συμπεράσματα να είναι αντίστοιχα.
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς σε μια συναυλία των Γιαννάτου & Primavera είναι η δεξιοτεχνία των μουσικών: αναγκαία συνθήκη αλλά όχι από μόνη της ικανή για τα παραπάνω. Μια δεξιοτεχνία, βέβαια, η οποία δεν γίνεται αυτιστική, δεν εξαντλείται δηλαδή στην αυτάρεσκη επίδειξή της· διαχέεται μέσα στην ορχήστρα και εκεί –στο συλλογικό– είναι που τελικά πραγματώνεται, μορφοποιώντας κάθε φορά τα συμφραζόμενα (ιστορικά ή άλλα) σε μεστά και ευλύγιστα παιξίματα.
Χάζευα, ας πούμε, τα απολαυστικά σόλο του Κυριάκου Γκουβέντα στο βιολί ή το υπέροχο τραγούδι της Γιαννάτου. Διαπίστωνα όμως ταυτόχρονα ότι στην ουσία αντλούσανε τη δυναμική τους από την υποστήριξη των υπολοίπων και δρούσαν σε χώρους τους οποίους εκείνοι δημιουργούσαν για να το υποδεχτούν. Το σημαίνον, λοιπόν, δεν ήταν μόνον αυτό που ξεμάκραινε, αλλά και ό,τι έμενε να κρατάει τα μπόσικα· διακριτικά, μα απολύτως ουσιαστικά.
Και υπήρχε ένα διαρκές πάρε-δώσε μεταξύ όλων των συμμετεχόντων, το οποίο κρατούσε τη μουσική πάντοτε σε κίνηση. Οι ρόλοι άλλαζαν, όπως άλλαζαν και οι αναφορές ή οι διαθέσεις, με τους μετρημένους αυτοσχεδιασμούς να χαρίζουν στα κομμάτια μια ζωντάνια που δεν μπορεί ποτέ να γίνει πλήρως αντιληπτή μέσα από την απαθανάτισή της, δηλαδή απ’ το CD. Πάνω στη σκηνή του Half Note, το όλο πράγμα ήταν σχεδόν χειροπιαστό. Έβλεπες και άκουγες τις ισορροπίες διαρκώς να αναδιατάσσονται και να εμπεδώνονται εκ νέου, τα παιξίματα να μπορούν να συμπεριλάβουν τόσο τους παραδοσιακούς δρόμους της Μεσογείου και των Βαλκανίων, όσο και τις «πολύ ευρωπαϊκές» καταβολές του ρομαντισμού της ECM και φυσικά τις υπέροχες εκείνες δυναμικές που μπορούν να μετατρέψουν ακόμα κι έναν θρήνο σε αερικό. Αυτό ειδικά το ενδιάμεσο μεταξύ θρησκευτικότητας και μιας πολύ κοσμικής παρουσίας, ήταν κι ένα από τα σημεία που κάνουν τη διαφορά.
Τούτων λεχθέντων, η συναυλία δεν θα μπορούσε να αποτύχει. Όχι όταν τα πράγματα καθοδηγούνται από μια τραγουδίστρια σαν τη Σαβίνα Γιαννάτου, με τον μοναδικό της τρόπο να ενσωματώνει στη φωνή της τα συμφραζόμενα και το συναισθηματικό τους φορτίο· ούτε όταν πίσω της υπάρχει μια ορχήστρα η οποία μπορεί να μετουσιώσει όλα τα παραπάνω σε μια τόσο ρέουσα μουσική πράξη. Ο Κυριάκος Γκουβέντας στο βιολί, ο Αντώνης Μαράτος στα κρουστά, ο Μιχάλης Σιγανίδης στο κοντραμπάσο, ο Κώστας Βόμβολος σε ακορντεόν και κανονάκι και ο Χάρης Λαμπράκης στο νέυ προσέθεταν ο καθένας τους δικούς του λόγους για την παραπάνω βεβαιότητα.
{youtube}qiUYAGaDsj0{/youtube}