Η νύχτα ήταν υπέροχη. Το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό. Ήταν όλα ιδανικά για μια μουσική βραδιά κάτω από το φως της πανσελήνου. Εντούτοις, τα αδύναμα σημεία της μουσικής δεν μπόρεσαν τελικά να εξωραϊστούν ούτε από το όμορφο τοπίο της ρεματιάς Χαλανδρίου, ούτε από το γεμάτο θέατρο, ούτε από το θετικά διακείμενο κοινό.

Για να εξηγηθώ. Τον Σταύρο Λάντσια τον θεωρώ εξαιρετικό πιανίστα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι σε μια συναυλία στην οποία συμμετείχε σε μουσικό στέκι του Παγκρατίου, πριν από πολλά χρόνια, ουσιαστικά μοίρασε το σώμα του στα δύο, παίζοντας συγχρόνως τόσο τα τύμπανα όσο και το πιάνο: το αριστερό χέρι στο πιάνο, το αριστερό πόδι στο πεντάλ, το δεξί πόδι στη μπότα, το δεξί χέρι στο ταμπούρο. Όποιος έχει βάλει τα χέρια του σε πληκτροφόρο όργανο, ξέρει ότι το παραπάνω κατόρθωμα προϋποθέτει μελέτη, ανεξαρτησία χεριών, ταλέντο. Κάτω λοιπόν από αυτήν την οπτική, δεν μπορώ να κρίνω το μουσικό αποτέλεσμα της Παρασκευής με επιείκεια, καθώς κάτι τέτοιο θα προσέβαλε πρωτίστως τον ίδιο τον Λάντσια.

Lantsias_2Αρχικά, υπήρχαν ψεγάδια στην ηχοληψία: η ηχώ του σοπράνο σαξόφωνου δεν χρειαζόταν (άλλωστε από μόνο του το όργανο αφήνει φυσικές ουρές στην παραγωγή του ήχου του), ενώ το βιολί και το τσέλο ακούγονταν κάπως οξύφωνα και επιθετικά. Πέρα όμως από τα τεχνικά ζητήματα –τα οποία μπορεί να οφείλονται και στη φύση του θεάτρου της Ρεματιάς (για παράδειγμα, η έντονη υγρασία που ξεκουρδίζει τα έγχορδα κτλ.)– αυτό που με προβλημάτισε ήταν η έλλειψη ενορχηστρωτικής σκέψης, ειδικότερα στην απόδοση των κομματιών του τελευταίου άλμπουμ του Λάντσια (Ημερολόγιο Ονείρων). Το βιολί και το τσέλο έπαιζαν συνοδευτικά ρυθμικά σχήματα επουσιώδη ή συμπλήρωναν ανέμπνευστα τη μελωδική γραμμή. Την ίδια στιγμή, το σοπράνο σαξόφωνο έδειχνε να φλυαρούσε. Αν με ρωτούσε λοιπόν κάποιος, θα έλεγα ότι δεν θα έχανα τίποτε αν η μπάντα αποτελούταν από το πιάνο, τα τύμπανα και το κοντραμπάσο. Στο κάτω-κάτω, ο τρόπος παιξίματος του Λάντσια είναι αρκετά πληθωρικός.

Αλλά όταν επί σκηνής έμειναν μόνο τα τρία αυτά όργανα (στο “Alone”, το οποίο προτείνω να το ακούσετε όλοι), τότε η μουσική βρήκε τις ισορροπίες της, η απλότητα αντικατέστησε την αμοιβαία μάχη των οργάνων και το κοντραμπάσο απόκτησε μια ζηλευτή θέση στο όλο ακρόαμα. Συμπληρωματικά, να επισημάνω μια στιγμή όπου η γραφή σε πιτσικάτο (με δάκτυλα και όχι με δοξάρι) για το κοντραμπάσο και το τσέλο, ήταν μια ευχάριστη παρένθεση των όσων είπα.

Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ακούσαμε μουσική από το σύνολο του έργου του Λάντσια, με έφερε αντιμέτωπο με έναν δεύτερο προβληματισμό. Η εμμονή του στην τραγουδιστική φόρμα, σου δίνει τη διαρκή εντύπωση –από ένα σημείο και ύστερα– ότι ακούς άσματα χωρίς στίχους, ενώ συχνά η απεύθυνση σε έναν φτηνό λυρισμό αλλά και η αναγωγή σε έναν ρηχό στιλισμό, φόνευσε κάθε καλή πρόθεση του δημιουργού. Η κατασκευή μιας κάποιας «αισθαντικής» μουσικής που θα λειτουργήσει ως χαλί σε οπτικά ή άλλα ερεθίσματα(;) αποδυναμώνεται, όταν πρέπει να κερδίσει η ίδια την προσοχή ως πρωταγωνίστρια.

Ακόμα, η έλλειψη εναλλαγής ρυθμών –έλειψαν τόσο οι γωνιώδεις ρυθμοί όσο και η πολυρρυθμία (ο πιο περίπλοκος ρυθμός που ακούσαμε, αν δεν με απατάει η μνήμη μου ήταν τα 6/8)– αλλά και η επανάληψη της ίδιας μουσικής λογικής και των μουσικών υλικών λειτουργούσε μακροσκοπικώς μινιμαλιστικά, κάνοντας το αποτέλεσμα αλλά και τη διαχείρισή του προβλέψιμες διαδικασίες για τον θεατή/ακροατή. Με εξαίρεση τη διασκευή σε έργο του Πιατσόλα και τον αυτοσχεδιασμό σε θέματα του Χατζιδάκι (ο Λάντσιας τα γάρνιρε με μια «παραδοσιακή» τζαζ συνοδεία προσανατολισμένη προς boogie woogie καταβολές), η βραδιά κύλισε, δυστυχώς, δίχως εκπλήξεις και κεντρίσματα. Πιστεύω ότι η δημιουργία μιας κάποιας «ατμόσφαιρας» δεν θα πρέπει να συνάδει με την έλλειψη ρυθμών ικανών να κάνουν το σώμα μας να κινείται.  

Lantsias_3

Ως προς τις αναφορές στην κλασική μουσική, επίσης, δεν ακούσαμε κάτι εντυπωσιακό –περισσότερο εισπράξαμε την αμηχανία του συνθέτη απέναντι στην ίδια του τη πολυσχιδή μουσική. Παρόλα αυτά, θα ήταν ενδιαφέρον να «δουλευτεί» ακόμα περισσότερο η προσπάθειά του να αυτοσχεδιάσει πάνω στον Μπαχ και στον Σοπέν.

Τελειώνοντας, να σημειώσω τη γνωριμία μας με το saxonette, όργανο μεταξύ του κλαρινέτου και του σαξοφώνου. Είχαμε τη σπάνια τύχη την Παρασκευή στο Χαλάνδρι να το ακούσουμε να εισάγει το πολύ ενδιαφέρον κομμάτι “Πέρα”. Αξιοπρόσεκτη και η ευγενική παρουσία του Λάντσια στη σκηνή, ο οποίος με απλότητα εξηγούσε συχνά-πυκνά στους θεατές τα κομμάτια του σε σχέση με τις επιρροές του, τα βιώματά του αλλά και τις δημιουργικές προθέσεις του, πράγμα που πολύ θα ήθελα να κάνουν οι περισσότεροι συνάδελφοί του.

Δημήτρης Χουντής (σοπράνο σαξόφωνο, saxonette)
Alfredo Shtuni (βιολί)
Αλέξανδρος Μποτίνης (τσέλο)
Βαγγέλης Ζωγράφος (κοντραμπάσο)
Μιχάλης Καπηλίδης (τύμπανα)
Σταύρος Λάντσιας (πιάνο, κρουστά)



 

{youtube}RJjoYAMErmk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured