Στο μυαλό μου οι Locomondo είναι σχεδόν ταυτισμένοι με τις εποχές της εξεταστικής, μάλλον γιατί τους συναντώ συνήθως Ιούνιο ή Σεπτέμβριο, κάτω από τους ξάστερους ουρανούς Αθηνών και περιχώρων με την ελπίδα να γεμίσω τις μπαταρίες μου για τις εβδομάδες των παθών. Με αυτά τα δεδομένα, ομολογώ δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ. Χειμώνα, και δη σε κλειστό χώρο, ήταν η πρώτη φορά που τους είδα την περασμένη Παρασκευή, χωρίς να ξεφεύγω, όμως, από την παράδοση που με θέλει ανάμεσα στα βιβλία αυτές τις μέρες –κι έτσι οι απαιτήσεις ήταν και πάλι υποσυνείδητα υψηλές. Ήθελα μια σταγόνα καλοκαιριού μέσα στον, όχι και τόσο κρύο, Γενάρη. Όμως παρά τις προσπάθειες της μπάντας, νομίζω η δίψα μου έμεινε ανικανοποίητη αυτή τη φορά.>
Γενικώς, θεωρώ ότι κάποια συγκροτήματα είναι τρόπω τινά «εποχιακά», τουλάχιστον όσον αφορά στις live εμφανίσεις τους. Από προχτές κατατάσσω λοιπόν και τους Locomondo στην κατηγορία αυτή: όχι γιατί ήταν αποτυχημένη η εμφάνισή τους στο Gagarin, αλλά επειδή οι τέσσερις τοίχοι κράτησαν κάτι από την αίγλη τους έξω, στη Λιοσίων. Τα πιτσιρίκια των πρώτων σειρών δεν φάνηκε να τα ενοχλεί και τόσο αυτό –και ίσως για κάποιον που τους έβλεπε για πρώτη φορά να ήταν ένα απολαυστικό live. Όταν όμως έχεις στο μυαλό σου ένα ασφυκτικά γεμάτο θέατρο Πέτρας, για παράδειγμα, ή ένα Terra Vibe να παραμιλά, οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες και το «σαρδελοκούτι» στο οποίο είχε μετατραπεί το Gagarin, μη ικανοποιητικό. Η σκηνή δεν ήταν λιγότερο στριμωγμένη και νομίζω ότι αυτό φάνηκε πολύ στα έμπειρα μάτια των πιστών ακολούθων τους, αφού οι 7 + 3 νοματαίοι της μπάντας χρειάζονται τον χώρο τους για να κινηθούν, όπως μας έχουν αποδείξει. Κάτι που δεν έκαναν την Παρασκευή, αφού μπορούσαν μετά βίας να σταθούν. Μου έλειψε έτσι πολύ ο υπερκινητικός Δημήτρης Γάσιας του καλοκαιριού, ο οποίος έπαιρνε το βιολί του και όργωνε τη σκηνή, θυμίζοντάς μου τον σούπερ παππού Sergey Ryabtsev των Gogol Bordello. Και είχα επίσης ένα μόνιμο άγχος κοιτάζοντας την άκρη της σκηνής, ότι τρομπόνια και τρομπέτες θα μπερδέψουν τα καλώδια τους, όπως τα εκνευριστικά σχοινιά στις μαριονέτες, που δεν ξεμπλέκουν ποτέ. Για να αποδώσουμε όμως και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, οι Locomondo έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να ξεσηκώσουν το κοινό και εν μέρει δικαιώθηκαν. Στα γνωστότερα “Δεν Κάνει Κρύο” και “Me Wanna Dance”, αλλά και στη “Φραγκοσυριανή” του Βαμβακάρη, σείστηκε ο τόπος και ακόμα και ο εξώστης απέκτησε τον παλμό που του έλειπε μέχρι τότε. “L’ Ombelico Del Mondo” και “Μαγικό Χαλί” έκαναν ξανά αισθητή την παρουσία τους λόγω της διαδραστικότητας με το κοινό και φυσικά το “Πίνω Μπάφους Και Παίζω Προ” ανέβηκε στον θρόνο του για μία ακόμα φορά. Υπό κανονικές συνθήκες, ίσως να με ενοχλούσε και η επανάληψη της ίδιας setlist εδώ και αρκετά live, όμως σπρωξίματα και ποδοπατήματα με ανάγκασαν να σκέφτομαι σχεδόν αποκλειστικά τη σωματική μου ακεραιότητα και όχι πόσες φορές έχω ακούσει το κάθε κομμάτι. Απογοητεύτηκα από την εμφάνιση των Locomondo κυρίως γιατί δεν την ευχαριστήθηκα, κάτι που θεωρώ δεδομένο όταν πηγαίνω να τους δω. Δεν τους απορρίπτω, φυσικά, και το καλοκαίρι θα ξεβιδώνομαι και πάλι, κατά πάσα πιθανότητα, στους ρυθμούς τους. Μέχρι να ανοίξει ο καιρός, όμως, θα περιμένω νομίζω καρτερικά στην ασφάλεια του σπιτιού μου.