Μετά το εκρηκτικό Blacktop Wasteland (2020), μετα Δάκρυα ξυράφι (“Razorblade Tears”) ο πενηντάχρονος Αφροαμερικανός S.A. Cosby συνεχίζει την περιήγησή του στις πιο επικίνδυνες περιοχές του σύγχρονου, συντηρητικού Αμερικανικού Νότου – στην περίπτωση μας στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνα, από τι ισχυρές έδρες των Νοτίων στα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Στο παρών μυθιστόρημα, ο φακός του εστιάζει σε δύο φαινομενικά αταίριαστους πατέρες που πενθούν.
Ο Αφροαμερικανός Αϊζέια και ο λευκός σύζυγός του Ντέρεκ πέφτουν θύματα άγριας δολοφονίας. Οι δύο πατεράδες τους, ο Άικ («Ράιοτ») Ράντολφ και ο Μπάντι Λι, καταρρέουν με την είδηση, παρότι είχαν αποξενωθεί από τους γιους τους νιώθοντας ντροπή για τις επιλογές τους. Οι ίδιοι έχουν κάνει χρόνια φυλακή και προσπαθούν να ξεπεράσουν το εγκληματικό τους παρελθόν. Η τραγωδία ωστόσο φέρνει τους δύο πατεράδες κοντά και τους αναγκάζει να υπερβούν τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις τους. Μαζί ξανάρχονται σε επαφή με τον υπόκοσμο για να ανακαλύψουν τους δολοφόνους και να πάρουν εκδίκηση.
Ο Άικ Ράντολφ είναι εκτός φυλακής για 15 χρόνια. Έχει ξεκόψει από τον υπόκοσμο, έχει ξαναστήσει την οικογένειά του και έχει δημιουργήσει μια επιτυχημένη επιχείρηση εξωραϊσμού κήπων. Αλλά ένας μαύρος, όταν οι μπάτσοι του χτυπούν την πόρτα και του λένε ότι ο γιος του και ο σύντροφός του δολοφονήθηκαν βάναυσα, αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος του ανατρέπεται.
Ο άλλος πατέρας, ο Μπάντι Λι, ήταν επίσης εγκληματίας στα νιάτα του∙ μετά την αποφυλάκισή του έχει καταντήσει αλκοολικός, χασομέρης loser που αναγκάζεται να ζει όπως-όπως σε τροχόσπιτο, αυτό που οι ίδιοι οι Αμερικανοί αποκαλούν υποτιμητικά white trash (αυθαίρετος προσδιορισμός, τον οποίο δεν αποδέχεται επιστημονικά η κοινωνιολογία). Βλέποντας ότι η αστυνομία κωλυσιεργεί (εσκεμμένα;) στην επίλυση της υπόθεσης, προσπαθεί να πείσει τον Άικ να τον βοηθήσει να ανακαλύψουν ποιος σκότωσε τους γιους τους και γιατί. Στην αρχή ο Άικ αρνείται, ικανοποιημένος να το αφήσει στην αστυνομία, αλλά και φοβούμενος να ξαναμπλέξει με το έγκλημα. Ξέρει ότι μόλις ξεκινήσουν το κυνήγι, δεν θα σταματήσει μέχρι να χυθεί αίμα. Ωστόσο, όταν βεβηλώνονται οι τάφοι των νεαρών (με την επιγραφή «ΝΕΚΡΟΣ ΑΡΑΠΗΣ ΠΟΥΣΤΗΣ – ΝΕΚΡΟΣ ΑΡΑΠΟΛΑΓΝΟΣ ΠΟΥΣΤΗΣ»), ο Άικ συμφωνεί να κυνηγήσουν τους δολοφόνους των παιδιών τους. Θέτει τους βασικούς κανόνες:
«Μόλις ξεκινήσουμε, είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι χρειάζεται για να βρω αυτούς τους γιους των σκύλων. Αν πρέπει να πληγώσω κάποιους, τότε αυτό θα κάνω. Αν πρέπει να συρθώ εκατό μίλια πάνω από σπασμένο γυαλί. . . τότε αυτό θα κάνω» - με την ατάκα εδώ να συνομιλεί με τους στίχους του “Who Do You Love” του Bo Diddley.
Εκτός από το εγκληματικό τους παρελθόν και τη σύνδεση μέσω των γιων τους, οι δύο άντρες δεν έχουν κοινά. Δεν εμπιστεύονται και δεν συμπαθούν ο ένας τον άλλον. Αν και δεν είναι επιδεικτικά ρατσιστής, ο Μπάντι κάνει σχόλια όπως: «Απλώς δεν ξέρω πολλούς από το είδος σου που ασχολούνται με την κάντρι». Ο Άικ κλείνει αυτό το είδος συζήτησης πολύ έντονα. Αυτό που μοιράζονται είναι ότι και οι δύο βασανίζονται από την αποτυχία τους να προσπαθήσουν να καταλάβουν τους γιους τους. Ο καθένας πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκαταλήψεις του και το τι σήμαιναν για τους χαμένους γιους του και τις οικογενειακές σχέσεις που τώρα δεν μπορούν ποτέ να επιδιορθωθούν. Όπως όμως λέει επικριτικά και η Ταντζερίν, πρόσωπο-κλειδί στην εξέλιξη της πλοκής, «ξεσπαθώνετε και οι δύο σας για το πόσο νοιάζεστε για τους νεκρούς γκέι γιους σας, μόνο και μόνο επειδή τους φερόσασταν σκατά όσο ήταν ζωντανοί».
Καθώς η ένταση αυξάνεται, οι δυο τους γίνονται φίλοι. Μόλις βρεθούν στο μονοπάτι της απονομής δικαιοσύνης (ή, πιο σωστά, εκδίκησης;), τίποτα δεν τους σταματά. Καθώς πλησιάζουν στο στόχο τους γίνονται κυνηγοί αλλά και θηράματα. Μια συμμορία ακροδεξιών μοτοσικλετιστών, καρικατούρα Hell’s Angels και Son of Anarchy, που αυτοαποκαλείται «Εκλεκτή Φυλή», εμπορεύεται όπλα, ναρκωτικά, τραμπουκισμούς, πληρωμένες δολοφονίες. Οι μηχανόβιοι συνδέονται άμεσα με τους ενόχους για τις δολοφονίες των δύο νεαρών ομοφυλοφίλων και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προσθέσουν τους δύο πατέρες στη λίστα τους. Ο αρχηγός τους ο Γκρέισον, είναι μια δεσποτική φιγούρα που εμπνέει φόβο και απαιτεί αδιαμφισβήτητη υπακοή από τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας.
Το Δάκρυα ξυράφι διαβάζεται σε πρώτη ανάγνωση σαν ένα καταιγιστικό αστυνομικό θρίλερ, όμως, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι παλεύουν ενάντια στις πιθανότητες, και τα κοινωνικά σχόλιά που ενσωματώνεται στην αφήγηση, κυρίως για την «Αμερική της εποχής του Ντόναλντ Τραμπ», το καθιστούν ένα κορυφαίο λογοτεχνικό έργο.
Ο S. A. Cosby μιλάει έξω από τα δόντια για τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που διέπουν τις διαπροσωπικές σχέσεις και που απολήγουν στο φυλετικό και σεξουαλικό ρατσισμό. Ο Άικ βιώνει τον ρατσισμό στην καθημερινότητά του επειδή είναι μαύρος∙ αντίστοιχα ο Μπάντι Λι επειδή είναι κοινωνικά αποκλεισμένος (όπως αντίστοιχοι χαρακτήρες σε μυθιστορήματα του Cormac McCarthy). Οι γιοι τους είναι ομοφυλόφιλοι, κάτι που δεν μπορούν να αποδεχθούν τα συντηρητικά μέλη τόσο της αφροαμερικανικής όσο και της λευκής κοινότητας, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για μια διαφυλετική ερωτική σχέση.
Με όρους αστυνομικού μυθιστορήματος, το Δάκρυα ξυράφι είναι ισάξιο μυθοπλαστικά και στυλιστικά με τα καλύτερα έργα του George Pelecanos (Ο Βασιλιάς του Πεζοδρομίου, Η Σαρωτική Έκρηξη) ή με τις πιο καλογραμμένες δημιουργίες του Elmore Leonard και του Walter Mosely – εξάλλου στο βιβλίο απαντά διακειμενική αναφορά στον ήρωα των αστυνομικών ιστοριών του τελευταίου, τον Easy Rawlins του The Devil In A Blue Dress (ο Denzel Washinton στην κινηματογραφική του μεταφορά). Απαντούν επίσης αναφορές στο Reservoir Dogs και στο Pulp Fiction του Tarantino ή, πιο σωστά, στις «πηγές» του Tarantino (blaxploiation movies, το Point Black με τον Lee Marvin, οι Σκιές του Τζων Κασσαβέτη κ.ά.).
Πέρα όμως από τα νουάρ και τα cult, o S. A. Cosby έχει μελετήσει σε βάθος ορισμένα από τα κορυφαία έργα στην ιστορία της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας και με άνεση εγκιβωτίζει στοιχεία τους στην αφήγηση και στη συλλογιστική του. Ανατρέχει στη σκληρή κοινωνική κριτική κατά του ρατσισμού (σε όλες του τις μορφές) που χαρακτηρίζει το Γέννημα θρέμμα του Richard Wrigth και τον Αόρατο Άνθρωπο του Ralph Ellison, στη διεισδυτική ματιά του Colson Whitehead πάνω στο ταξικό και εκδικητικό αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα, καθώς και σε κείμενα που επιχειρούν να αποδομήσουν τα ταμπού σχετικά με την ομοφυλοφιλία στους κύκλους της αφροαμερικανικής κοινότητας, όπως Το Κουαρτέτο του Χάρλεμ του James Baldwin ή Το Σβήσιμο του Persival Everett.
Εξίσου καλοχωνεμένες είναι και οι μουσικές αναφορές στις σελίδες του μυθιστορήματος, όπου κυριαρχούν η soul-funk των 70s (στο περιβάλλον του Άικ) και η country (σε αυτό του Μπάντι Λι ή των μηχανόβιων). Χαρακτηριστικά παραδείγματα: οι έμμεσες αναφορές στον Issac Hayes ή το «εγκληματικό» προσωνύμιο του Άικ (“Riot”), από το άλμπουμ-ορόσημο της Μαύρης Δύναμης “There’s a Riot Goin’ On” του Sly Stone – που συνδέεται παρηχητικά και με τον παλιό φίλο του, τον μαύρο γκάνγκστερ “Slice”. Αντίστοιχα, ο Μπάντι Λι εύλογα προτιμά την country, όχι όμως την εμπορική, ζαχαρωμένη country του συρμού, αλλά τους πιο ζόρικους, outlaw ερμηνευτές της, όπως ο Hank Williams, ο Merle Haggard και ο George Jones.
Πιο απολαυστικές σελίδες του μυθιστορήματος: τα στιγμιότυπα στο αφροαμερικανικό μπαρμπέρικο (προκάλυμμα για το υπόγειο όπου γίνονται τα νταραβέρια), με τους αργόσχολους θαμώνες να ανοίγουν διαλόγους επί παντός επιστητού: από τα drug queens ως το φάρδος που «πρέπει» να έχει ένα παντελόνι και την πολιτικοοικονομική κατάσταση ως το μποξ και τον Μάικ Τάισον, ενώ στην τηλεόραση προβάλλεται παιχνίδι των Wizzards και των Celtics για τα playoff του NBA. Όπως συλλογιέται ο Άικ: «Τα έξυπνα πειράγματα, η χαλαρή συντροφικότητα, η ανταλλαγή φιλικών προσβολών και μπηχτών – όλα ήταν μέρος της νοοτροπίας και της κουλτούρας του μπαρμπέρικου. Πολλές φορές το σκεφτόταν ως το τελευταίο μέρος που δεν χρειαζόταν να απολογηθείς για το ότι είσαι μαύρος».
Εξαιρετικά προσεγμένη η μετάφραση και η επιμέλεια του βιβλίου, ειδικά σε ό,τι αφορά την αργκό των Αφροαμερικανών, των περιθωριακών και του υπόκοσμου.
S.A. Cosby, Δάκρυα ξυράφι
Εκδόσεις Gutenberg, 2023
Σελ. 499, μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου