Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών αφηγείται την ιστορία ενηλικίωσης μιας παρέας γύρω από μια ροκ μπάντα στο Παγκράτι. Συγχρόνως, αποτελεί και μια μικρή, τυπική τοιχογραφία της ελληνικής ροκ σκηνής των αρχών του ’70. Τα μέλη της παρέας μπαινοβγαίνουν με άνεση σε σημαδιακούς τόπους όπως το Άλσος, οι καφετέριες Λέντζος και Pastry Family, το ροκ κλαμπ Κύτταρο, το Galaxy bar στο Hilton. Είναι ασυνείδητα παρόντες και ταυτόχρονα συνειδητά απόντες, αφελείς και ονειροπόλοι. Τρέχουν να προλάβουν την εποχή τη στιγμή που αλλάζει, χωρίς να συνειδητοποιούν ακριβώς πού έγκειται αυτή η αλλαγή. Πωρώνονται σε μια συναυλία του Σαββόπουλου, διασκεδάζουν σε έναν αγώνα κατς, πίνουν βερμούτ σε πάρτι που διαλύει η αστυνομία, ζουν έρωτες αναπάντεχους αλλά στιγμιαίους, ξεφυλλίζουν λευκώματα αλλά συμμετέχουν και σε αντιχουντικές δράσεις.
Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει σπουδάσει μαθηματικά και είναι κάτοχος διδακτορικού στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες Ο Αναγνώστης.
Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων «ΜΕΖ»(Καστανιώτης), «Ποιος ακούει ακόμα τζαζ» (Κέδρος), «Ιστορίες από το Μετς» (Κέδρος), «Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών» (Μεταίχμιο). Ο συγγραφέας μιλάει στο Avopolis:
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στις αρχές των 70s. Τι ακούγατε εκείνη την εποχή; Πού συχνάζατε στο Παγκράτι και γενικά στην Αθήνα; Σε ποια δισκοπωλεία αγοράζατε δίσκους;
Ήταν η εποχή που άκουγα ό,τι δίσκο είχαν βγάλει μέχρι τότε οι Beatles, οι Rolling Stones αλλά και Led Zeppelin, Grant Funk (We΄re an American Band), Pink Floyd (Ummagumma, Atom Heart Mother, The dark side of the moon) αλλά και folk όπως Μπομπ Ντύλαν (Blonde on Blonde (και το παλιότερο Highway 61 Revisited), James Taylor (Sweet Baby Lames κ.ά), Roberta Flack, Johnny Mathis και πιο προχωρημένα Velvet Underground, Frank Zappa (Chunga΄s Revenge, 200 Motel, Hot Rats). Κάποιοι από αυτούς ήταν δυσεύρετοι αλλά υπήρχαν πάντα οι ανταλλαγές. Φυσικά αγαπούσα πολύ τους Socrates, τους Πελόμα Μποκιού και τους Aphrodite΄s Child. Δίσκους 33 και 45 στροφών αγόραζα κυρίως από το Pop Eleven στη Σκουφά και δευτερευόντως από τον Κύκλο στην Καραγιώργη Σερβίας, που ήταν και κάπως πιο ακριβό. Τα ακούγαμε μαζί με τον αδελφό μου σε ένα παλιό φορητό Tepaz.
Γιατί Athens Pistols; Η συγκυρία είναι κάπου μεταξύ του classic rock και της έκρηξης του punk; Πού σε βρήκε το τελευταίο;
Ο τίτλος Athens Pistols προέρχεται μάλλον από τυχαία έμπνευση. Είχα δημοσιεύσει ένα διήγημα στην δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου Ποιοι ακούνε ακόμα Τζαζ; και είχα βάλει αυτόν τον τίτλο σε ένα υποτιθέμενο συγκρότημα του Παγκρατίου. Μάλλον επιρροή από τους Sex Pistols….; Το punk έρχεται αργότερα στην μεταπολίτευση. Το στυλ και η φιλολογία punk συζητιούνται λόγω και της έντονης πολιτικοποίησης περισσότερο από την ίδια τη μουσική. Προσωπικά ήμουν φαν των Clash.
«Τι το χρειαζόσουν το ωδείο για να παίξεις το Satisfaction […] Ροκ συγκρότημα χωρίς φασαρία;». Αυτό ήταν το attitude;
Ναι ήταν κάτι αυθόρμητο. Σήμερα με τις τόσες μουσικές σχολές, τα ωδεία, τα μουσικά λύκεια τα παιδιά που φτιάχνουν μπάντες ξεκινάνε με περισσότερα εφόδια. Αλλά το παν και σήμερα είναι να θέλεις να παίξεις ροκ. Το «πώς» θα το ανακαλύψεις μετά.
«Γελάγαμε με αυτό το ηλίθιο περιοδικό (Μοντέρνοι Καιροί), όμως το αγοράζαμε». Θα ήθελες να συνεχίσεις το σχόλιο; Αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, τομή μερικά χρόνια μετά η κυκλοφορία του Ποπ + Ροκ;
Η μουσική πληροφορία ήταν την εποχή εκείνη ελάχιστη. Προσπαθούσαμε να βρούμε από κάπου να πιαστούμε. Ξένα περιοδικά λιγοστά, οι μουσικές εκπομπές περιορισμένες και ελλιπείς, ο αμερικανικός σταθμός και κυρίως για μένα οι ραδιοερασιτέχνες που άκουγα με μανία το βράδυ αποτελούσαν βασική πηγή. Το Ποπ + Ροκ που εκδόθηκε αργότερα ήταν πράγματι μια τομή, τόσο με την δισκογραφία όσο και με την αρθρογραφία του.
Οι «Αλφάδαμος» στο βιβλίο έχουν ως πρότυπο του Νοστράδαμος της Δέσποινας Γλέζου;
Ας πούμε ότι υπάρχει κάτι μικρό ως έμπνευση από αυτούς, κυρίως το επέλεξα για να σχολιάσω μια τάση των ελληνικών συγκροτημάτων να διαλέγουν αρχαιοπρεπή ονόματα (Δάμων και Φιντίας κλπ).
Ακούγατε μουσική ροκ και συγχρόνως διαβάζατε, όπως γράφεις. Κυρίως Γάλλους και Ρώσους. Θα ήθελες να κάνεις πιο συγκεκριμένα αυτά τα πρώτα αναγνώσματα;
Στα καροτσάκια, στην οδό Σοφοκλέους, στη Σόλωνος που υπήρχαν κάποια βιβλιοπωλεία, στα παλαιοπωλεία στο πλάι της Νομικής Σχολής έβρισκες κυρίως κλασικούς συγγραφείς. Οι περισσότεροι είχαν εκδοθεί πριν την χούντα, δεμένοι με σκληρό εξώφυλλο και χρυσοτυπίες. Οι Ρώσοι κλασικοί (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ κλπ) είχαν επιπλέον την αίγλη του «απαγορευμένου», προέρχονταν από μια χώρα «απαγορευμένη» από το καθεστώς. Οι Γάλλοι ήξερες ότι είναι «σιγουράκια», ό,τι και να διάβαζες ήταν καλό. Μπαλζάκ, Ουγκώ, Ρομέν Ρολάν (ακόμα κάπου έχω το πολύτομο Ζαν Κριστόφ). Προς το τέλος της δικτατορίας έβρισκες και Σαρτρ, Καμύ, Ντε Σαντ. Γενικά στα καροτσάκια έβρισκες παλιές προδικτατορικές εκδόσεις (Γκοβόστης, Δίφρος, Δαρεμάκ.ά) που με την φιλελευθεροποίηση της χούντας το ΄73 ξαναβγήκαν στο προσκήνιο.
Λίγο αργότερα όμως, όπως σημειώνεις, ανακαλύπτεις και τους Αμερικανούς. Σέργουντ Άντερσον, Χένρι Μίλερ, Ντος Πάσος. Γιατί κατονομάζεις αυτούς τους τρεις συγκεκριμένα;
Μία διευκρίνηση. Όχι εγώ, η ηρωίδα μου Ντίνα γνωρίζει τους σύγχρονους Αμερικανούς λογοτέχνες, λόγω των ταξιδιών της στην Αμερική, και τους αναφέρει στον αφηγητή. Είναι ένα σχόλιο ότι τότε (όσο γνωρίζω) ήταν άγνωστοι και αμετάφραστοι ακόμα στην Ελλάδα, πλην του Χένρι Μίλερ που κυκλοφορούσε στις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ. Είναι ένα σχόλιο για την σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνική κουλτούρα που ερχόταν με το σταγονόμετρο σε μας.
Η Έλενα –«με βινύλ μαύρη φούστα, σίγουρα από το Remember στην Πλάκα»- είναι υπαρκτό πρόσωπο, ή έστω ο χαρακτήρας βασίζεται σε κάποιο υπαρκτό; Η τύπισα τότε θα πρέπει να ήταν rock ‘n’ roll θεά, σαν τις τύπισσες στις ταινίες του Νικολαΐδη....
Εδώ έχω κάνει μια παρατυπία. Το Remember άνοιξε αργότερα στην Πλάκα. Ειρήσθω εν παρόδω όλα τα πρόσωπα στην «Μπαλάντα..» είναι φανταστικά. Η Έλενα είναι μια φανταστική περσόνα. Δεν υπήρξε, και φυσικά, δυστυχώς, δεν είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω. Όμως είναι γνωστό ότι γύρω από τα νεανικά συγκροτήματα υπήρχε πάντα ένα κοριτσομάνι. Ίσως η έμπνευσή μου να οφείλεται στον Νικολαΐδη, τον πρώτο που κατέγραψε λογοτεχνικά και διεισδυτικά την ροκ κουλτούρα της εποχής. Ίσως πάλι να είναι δάνειο από ανάλογες ταινίες που είδα πολύ αργότερα.
Θα ήθελες να μου περιγράψεις τους κραδασμούς που προκάλεσαν τότε οι ζωντανές εμφανίσεις του Σαββόπουλου με τα Μπουρμπούλια.
Οι μελετητές του Διονύση Σαββόπουλου έχουν σημειώσει το πόσο σημαντική ήταν η κυκλοφορία του δίσκου «Μπάλλος». Μέχρι τότε πήγαινα συχνά στις μπουάτ όπου δέσποζε η κιθάρα, η ποίηση και η ατμόσφαιρα. Όμως παράλληλα αγαπούσα το ροκ. Ο Σαββόπουλος με τον «Μπάλλο» έκανε ένα πρωτοφανές και άκρως επιτυχημένο πείραμα, μια εκδοχή του ελληνικού ροκ: ηλεκτρικός δεμένος ήχος, βαλκανική μουσική παράδοση και ποιητικός σύγχρονος στίχος που παρέπεμπε σε αντισυστημική κουλτούρα. Ήταν μια μουσική γροθιά, την οποία την αισθανόσουν πιο έντονα όταν τον παρακολουθούσες. Η παράστασή του είχε μέθεξη καθώς παρέπεμπε σε ροκ συναυλία, γιορτή και αντίσταση.
Ακούγατε jazz εκείνη την εποχή και δη τις πιο πρωτοποριακές εκδοχές της (Miles, Coltrane, free-jazz);
ΟΙ δίσκοι της τζαζ έρχονταν περιορισμένα στη χώρα. Άκουγα Λούις Άρμστρονγκ και Έλλα Φιτζέραλντ. Πιο πολύ άκουγα soul, Ότις Ρέντινγκ, Αρίθα Φράνκλιν, Τζέημς Μπράουν, Supremes, Four Tops, Temptations, Σμόκι Ρόμπινσον, Μάρβιν Γκέι, Στίβι Γουόντερ. Ήταν μια προετοιμασία για να γνωρίσω την τζαζ λίγο αργότερα, κυρίως στο Τζαζ Κλαμπ του Μπαράκου.
Ας εξετάσουμε κάτι συγκεκριμένο. Η επίδραση του Dylan στην ελληνική ροκ κουλτούρα είναι αδιαφιλονίκητη. Όμως, πώς εκλάβατε τότε τις διαδοχικές στροφές του από το folk τραγούδι διαμαρτυρίας στο ηλεκτρισμένο rock, από εκεί στην country και, εν μέσω Hurricane, από εκεί στον χριστιανισμό;
Είναι αλήθεια ότι όταν έκανε ο Ντύλαν - πολύ αργότερα από την εποχή που περιγράφω στο βιβλίο μου - τον δίσκο «Slow Train Coming» υπήρξαν πολλοί αρνητές του. Ο χριστιανισμός, ο ηλεκτρικός ήχος ξένισαν. Σήμερα όμως όλα τα βλέπεις αλλιώς. Τα μουσικά είδωλα μπορεί κάποια στιγμή να εκφράσουν κάτι σε μια στιγμή μιας εποχής αλλά στο τέλος τους κρίνεις συνολικά ως καλλιτέχνες.
Θα ήθελα να συζητήσουμε την συμμετοχή των ροκάδων της εποχής στο φοιτητικό κίνημα και στην παθητική ή και δυναμική αντίσταση κατά της χούντας. Πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω στο χρόνο, ο Νικολαΐδης γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι οι λιγοστοί τότε φανς του rock ‘n’ roll στην Αθήνα συγκρούστηκαν στους δρόμους με τους μπάτσους όταν ξέσπασαν τα Ιουλιανά (1965).
Όσοι ακούγανε ροκ δεν είχαν την ίδια πολιτική στάση, η μουσική αυτή απηχούσε όμως μια κουλτούρα αντισυστημική, την οποία ο καθένας εκλάμβανε με διαφορετικό περιεχόμενο. Γενικά το ροκ είχε έρθει στην Ελλάδα όχι μόνον με τους χίπις αλλά και με τον Μπομπ Ντύλαν, το Γούντστοκ (θυμίζω ότι η ταινία άρχιζε με το "Freedom" του Ρίτσι Χέβενς, που με το που πέφτει στην οθόνη ο πρώτος στίχος έγινε πανζουρλισμός, Νοέμβρης 1970, Κυριακή, από τις πιο σημαντικές εικόνες που θυμάμαι).
Ποια η σύνδεση του ελληνικού rock της εποχής εκείνης με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, με το πνεύμα του Μάη και με τα αντιαποικιακά κινήματα που ήταν στο φόρτε τους εκείνα τα χρόνια; Ποια η θέση της «θεσμικής» Αριστεράς απέναντι στο rock;
Η αριστερά εκείνη την εποχή ήταν στα ξερονήσια. Δεν επηρέαζε όσους νέους ήταν ή αισθάνονταν αριστεροί. Όταν γύρισαν οι παλιοί από τα «νησιά» ή τις χώρες του ανατολικού μπλοκ προσπάθησαν να επιβάλλουν μια αρνητική θέση για την μουσική ροκ. Κατά τη γνώμη μου ανεπιτυχώς.
Η ενηλικίωσή σας συνδυάζεται με την εισαγωγή στην Ελλάδα δυτικότροπων συνηθειών (μπαρ, ουίσκι, Playboy, blue-jeans, στενά τζάκετ), κατά κόρον αμερικανικών. Θέλω να δούμε λίγο αυτή τη διαλεκτική ανάμεσα στην υποδοχή της ποπ κουλτούρας από τη νεολαία και στον αντιαμερικανισμό ως ισχυρού συστατικού στην πολιτική της τότε Αριστεράς. Αυτό το «Τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα», που έκαναν τον Μάη, όπως αναφέρει σε κάποια ταινία του ο Γκοντάρ.
Η αριστερή νεολαία που διαμορφώθηκε μέσα στη δικτατορία είχε ενσωματώσει την ποπ κουλτούρα στα αριστερά ιδεώδη, που τότε φάνταζαν «ιδανικά». Θυμίζω το σύνθημα «Λένιν, Λέβις και Λακόστ». Ακόμα και οι αριστεριστές που ήταν κάπως συντηρητικοί, οι κνίτες, οι ρηγάδες, οι ανένταχτοι πολιτικοποιημένοι ακούγανε ροκ ανεξαρτήτως τι πρέσβευε η γερουσία της ηγεσίας τους.
Ναρκωτικά έπαιζαν;
Ναι, κάπως ελαφρά, κυρίως χάπια για «φτιάξιμο». Αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος για να απαντήσει.
Απ’ όλη την παρέα του μυθιστορήματος, ο «Κώστας» είναι η πιο ριζοσπαστική περσόνα. «Λονδίνο, πανκ, ουσίες, ελεύθερα κορίτσια.... παράξενα σημάδια στα μπράτσα και στον λαιμό». Πιστεύεις στην «αυτοκαταστροφική φύση του rock ‘n’ roll»;
Δεν νομίζω ότι ο Κώστας είναι η πιο ριζοσπαστική περσόνα, είναι παιδί της εποχής του. Με τα «συν» και τα «πλην». Μάλλον είναι πιο συνειδητός ροκάς.
Το φινάλε, υπό τους ήχους του “Let It Be”, αφήνει μια αίσθηση χαρμολύπης. Δείχνει ίσως την κατανόηση του «τέλους της αθωότητας»;
Η νεότητα δυστυχώς τελειώνει κάποια στιγμή, αλλά ποτέ δεν φεύγει από τη μνήμη μας.
Πώς σου φαίνεται σήμερα που αρκετοί επιχειρούν να προσάψουν στην μεταπολίτευση τα προβλήματα που αντιμετώπισε αργότερα η χώρα; Θεωρείς ότι η θέση αυτή είναι τουλάχιστον νεοσυντηρητική; Προχωρώντας παραπέρα, εκφράζει υπόρρητα μια «νοσταλγία» για την εποχή της χούντας;
Η Μεταπολίτευση ήταν σημαντική, όσο κι αν κάποιοι της προσάπτουν διάφορα. Πέρασαν αδιατάρακτα 50 χρόνια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η χώρα εκσυγχρονίστηκε θεσμικά, αναπτύχθηκε οικονομικά, πολιτιστικά. Φυσικά η εξέλιξη αυτή δεν ήταν γραμμική αλλά αν δεις το σύνολο θα καταλήξεις ότι ζούμε ακόμα κάτω από την σκέπη των επιτευγμάτων της Μεταπολίτευσης. Σκέψου,τα παλιότερα χρόνια, ποτέ δεν υπήρξε τόσο μεγάλη περίοδος χωρίς αντιδημοκρατικές αναταράξεις. Όχι το βιβλίο μου δεν έχει καμιά διάθεση νοσταλγίας, ελπίζω να το είδες. Θέλει να δείξει την χαρά της νεότητας, αυτής που φυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνουν και έχει όλα τα ζιζάνια του κόσμου μέσα της.
Γράφεις κάτι άλλο;
Είναι νωρίς για να πω κάτι ακόμα.
Εκτός από συγγραφέας είσαι και κριτικός λογοτεχνίας. Ποια βιβλία θα πρότεινες αυτή την εποχή.
Τα βιβλία των νεότερων και πολύ καλών ελλήνων συγγραφέων όπως της Μαρίας Γιαγιάννου, του Χρήστου Οικονόμου, του Νίκου Μάντη, του Χρήστου Κυθρεώτη, της Αλεξάνδρας Κ* , του Μιχάλη Αλμπάτη, της Μαρίας Φακίνου, του Άρη Αλεξανδρή αλλά και των ποιητών/τριων όπως της Νάντης Χατζηγεωργίου, της Τρία έψιλον, της ΤόνιαςΤζιρίτα και πολλών άλλων που δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς.
Γιάννης Ν. Μπασκόζος, Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2023
Σελ. 168