Στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας η διασκευή αποτελεί έργο παράγωγο, δηλαδή πνευματικό έργο βασισμένο σε ένα άλλο υφιστάμενο πνευματικό έργο, για τη χρήση και εκμετάλλευση του οποίου στο πλαίσιο της εκάστοτε διασκευής, δίνει ή όχι την άδεια του ο δικαιούχος του -εφόσον φυσικά υφίστανται επί αυτού ενεργά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το παράγωγο αυτό έργο, η διασκευή, είναι ένα νέο πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του, φέροντας την προσωπική του σφραγίδα – η οποία και είναι αυτή ακριβώς που το καθιστά νομικά «πρωτότυπο» και αντικείμενο προστασίας από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Από τη στιγμή της δημιουργίας της η διασκευή -ανεξαρτήτως του αν είναι αδειοδοτημένη ή μη και ως εκ τούτου νόμιμα ή παράνομα εκμεταλλεύσιμη- είναι ένα αυθύπαρκτο, ξεχωριστό έργο, με δικό του αποτύπωμα, δικιά του ζωή και δικό του παρόν και μέλλον.

Διάλεξη τέλος, ας περάσουμε στο προκείμενο. Το νέο άλμπουμ του Παύλου Παυλίδη Πέρα από τη Θάλασσα, ένας δίσκος διασκευών 12 εμβληματικών τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου που κυκλοφορεί από τη United We Fly, πυροδοτώντας ήδη πριν καν την παρουσίαση της ομώνυμης παράστασης στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, συζητήσεις, αναβρασμό, διχογνωμίες και ενίοτε κάπως ακραίους χαρακτηρισμούς, είναι ο ακαδημαϊκός ορισμός του παράγωγου έργου. Ένας διάλογος του Παύλου Παυλίδη με ένα μέρος του σπουδαίου έργου του Μαρκόπουλου που ανοίγει νέες, απρόσμενες διαστάσεις σε αυτό -μόνο έτσι άλλωστε θα μπορούσε να προσεγγίσει ένας καλλιτέχνης σαν τον Παύλο Παυλίδη έναν συνθέτη όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι μια διασκευή πρέπει να περιορίζεται σε μια συντηρητική επανεκτέλεση του όποιου έργου, από πουθενά δεν απορρέει η υποχρέωση ενός καλλιτέχνη να βασίσει τη διασκευή του σε μια tribute προσέγγιση του διασκευαζόμενου αντικειμένου, κανείς δεν μας λέει ποια είναι ακριβώς τα πρότυπα σεβασμού που πρέπει να ακολουθήσει κανείς προσεγγίζοντας και επαναπροσδιορίζοντας ένα έργο και ποιος θα κρίνει επί αυτών των προτύπων, αν όχι ο ίδιος ο αρχικός δημιουργός – που στη συγκεκριμένη περίπτωση επέλεξε προσωπικά και ζήτησε, μέσω της οικογένειάς του, από τον Παύλο Παυλίδη αυτή τη νέα προσέγγιση, αυτόν τον επαναπροσδιορισμό.

Πράγματι, βάσει και της σχετικής νομοθεσίας για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο δημιουργός διατηρεί το ηθικό δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να απαγορεύει «κάθε παραμόρφωση, περικοπή,  ή άλλη τροποποίηση του έργου του, καθώς και κάθε προσβολή του δημιουργού οφειλόμενη στις συνθήκες παρουσίασης του έργου στο κοινό». Από τη στιγμή λοιπόν που ο ίδιος ο συνθέτης, δια του πιο στενού οικογενειακού περιβάλλοντός του, ζητάει αυτόν τον δημιουργικό διάλογο και φαίνεται να τελεί σε άμεση γνώση των αποτελεσμάτων του, από τη στιγμή που  ο Παύλος Παυλίδης, σύμφωνα και με όσα μας είπε στην παρουσίαση του δίσκου και το sneak preview της παράστασης στη Στέγη, είχε πλήρη συνείδηση της δυσθεώρητης πρόκλησης και αναρωτιόταν  «Τι γυρεύω εγώ εδώ; Δεν είμαι καν τραγουδιστής» με την απάντηση της κόρης του Γιάννη Μαρκόπουλου να είναι ότι γι’ αυτό ακριβώς ο πατέρας της τον επέλεξε, γιατί τον θεωρεί ερμηνευτή και αυτόν τον ενδιέφερε, από τη στιγμή που στο πλαίσιο μιας τέτοιας παραγωγής είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι έχουν ληφθεί οι σχετικές άδειες από όλους τους λοιπούς εμπλεκόμενους δικαιούχους, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με οποιαδήποτε προσβολή στο έργο του Μαρκόπουλου. Οπότε το μόνο που απομένει είναι να τοποθετηθούμε, με τη δέουσα ψυχραιμία και ηρεμία, σχετικά με το αν μας αρέσει η όχι αυτή η διασκευή.

1

Η μουσική, μεταξύ τόσων άλλων, είναι μια βιωματική γλώσσα και αυτό θα παίξει -για την ακρίβεια ήδη παίζει- τον ρόλο του στην κάθε μια ξεχωριστή, προσωπική ακρόαση του αυτού του εγχειρήματος του Παύλου Παυλίδη, που κυριολεκτικά παραδίδει, σε πρώτο επίπεδο, αγνώριστες πολλές στιγμές του Γιάννη Μαρκόπουλου. Όσοι έχουν ζήσει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου στο περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτά γεννήθηκαν ή έχουν συνδεθεί μαζί τους λόγω ακριβώς της αγάπης τους για τα εγγενή συστατικά τους είναι πολύ πιθανό να βρουν κάτι να λείπει στη νέα αυτή προσέγγιση. να τα ακούν οι πιο επιεικείς ως κούφια ή «λίγα» και να τα αντιμετωπίζουν οι πιο θυμωμένοι ως απαράδεκτα ή ακόμα και ως «ιεροσυλία», ανατριχιάζοντας -με την κακή έννοια- στην πιο παράξενη εκδοχή τραγουδιών όπως τα «Λόγια και τα Χρόνια» και το «Χίλια Μύρια Κύματα» που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ένας μέσος fan του Νίκου Ξυλούρη.  

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, συναντάμε άλλους τόσους που είτε επειδή δεν συγκινήθηκαν ποτέ ιδιαίτερα με τη Βίκυ Μοσχολιού στο «Γεννήθηκα» ή τον Κώστα Χατζή στα «Γκρεμισμένα Σπίτια» είτε, απλώς, επειδή η αισθητική αυτής της «συνάντησης» είναι το δικό τους ασφαλές περιβάλλον, το δικό τους ευπρόσδεκτο context βρίσκουν πανέμορφο το αποτέλεσμα του Πέρα από τη Θάλασσα και το χειροκροτούν όρθιοι.

 

Είναι αρκετά πιθανό, από ό, τι φαίνεται και στις πρώτες συζητήσεις, στα πρώτα σχόλια και στις πρώτες γνωστές-άγνωστες αντιπαραθέσεις των κοινωνικών δικτύων και των πλατφορμών αυτή η συνάντηση του Παύλου Παυλίδη με τον Γιάννη Μαρκόπουλο να υπαχθεί στην κατηγορία των άθελά τους πολωτικών έργων, κάτω από το label “love-it-or-hate-it”. Από μια προσωπική διαστροφή που με θέλει να ψάχνω πάντα ή σχεδόν πάντα την αλήθεια κάπου στη μέση δεν θα μπορούσα να προσχωρήσω σε κανέναν από τους δύο πόλους αν και μετά από πολλές ακροάσεις μου είναι ξεκάθαρο ότι αρκετές στιγμές του Πέρα από τη Θάλασσα δεν με αφήνουν καθόλου ασυγκίνητη. Αλλά αυτό ελάχιστη έως καμία σημασία έχει. Ελάχιστη είναι και η ανάγκη που έχει ο ακροατής τους κριτικούς, τους δημοσιογράφους και τους ανθρώπους που γράφουν για μουσική στις περιπτώσεις που μπορεί να  σχηματίσει ακαριαία και αυθόρμητα, συναισθηματικά, εγκεφαλικά ή και σωματικά, την άποψή του για ένα έργο που αφορά στο συλλογικό πολιτισμικό κεφάλαιο και γονιδίωμα, στα τραγούδια με τα οποία μεγάλωσε ή μεγάλωσαν οι γονείς του και οι παππούδες του. Αυτός ο ακροατής δεν χρειάζεται μεσάζοντα, θα σχηματίσει τη γνώμη του, είτε αρνητική, είτε θετική, θα πετάξει τον δίσκο στα σκουπίδια ή θα τον λατρέψει - ή στις πιο σπάνιες περιπτώσεις της μεσότητας θα τον ακούσει ξανά και ξανά ψάχνοντας να ισορροπήσει πάνω του σύμφωνα με τα δικά του βιώματα, τη δικιά του αισθητική, τη δικιά του ιστορία, τα δικά του γούστα, τις δικές του αναφορές, προσλαμβάνουσες, γνώσεις και συναισθήματα.

paylos-paylidis-pera-apo-ti-thalassa-640x640

 

Από εκεί και πέρα φυσικά και υπάρχουν τα όποια αντικειμενικά κριτήρια και χαρακτηριστικά ενός έργου καθώς και το ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου αυτό θα ερμηνευθεί και θα κριθεί, τόσο από τον κάθε ένα χρήστη και αποδέκτη του όσο και από τον κάθε επαγγελματία της γνώμης και της κριτικής. Σε μια τέτοια βάσανο θα μπει το Πέρα από τη Θάλασσα σε ένα τεχνικό κείμενο δισκοκριτικής, όπου θα μπορούσαμε ενδεχομένως να μιλήσουμε για τα εύφορα βάθη του ρυθμού και τα επικίνδυνα αβαθή του ψηφιακού ήχου, για κάποιες αμήχανες στιγμές αλλά και για πολλά εμπνευσμένα, πολύ πολύ όμορφα  ξεκλειδώματα – αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία για ένα εντελώς διαφορετικό κείμενο. Σε αυτό εδώ θα αρκεστούμε να αναμασήσουμε το προφανές: Το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου έρχεται από τον ορίζοντα του παρελθόντος και ακουμπάει στον ορίζοντα του μέλλοντος, έχει εκείνη τη μαγική διαχρονικότητα που επιτρέπει σε έναν απροσδόκητο ερμηνευτή να το «πειράζει» κατά το δοκούν και κατά βούληση χωρίς να (μπορεί να) το προσβάλει. Να το διασκευάσει με την προσωπική του σφραγίδα. Ο Παύλος Παυλίδης «αναμετρήθηκε» με το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλο και οι διασκευές του, ως αποτέλεσμα αυτής της αναμέτρησης και έργα με ίδια ταυτότητα θα αναμετρηθούν με  τη σειρά τους με τον χρόνο και τη λήθη.   Είναι μια διασκευή, καλέ μου άνθρωπε. Let it be. 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured