Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια από την τελευταία φορά που ο εκκεντρικός καλλιτέχνης και ακαδημαϊκός John Maus επισκέφθηκε τη χώρα μας, ανεβάζοντας κατά πολύ την αδημονία και κατεβάζοντας ακαριαία τον αριθμό των διαθέσιμων εισιτηρίων με την ανακοίνωση της επιστροφής του στην Ελλάδα. Γνωστός για την υπναγωγική, lo-fi pop του και τα αλλοπρόσαλλα, εκρηκτικά live του, περιμέναμε για ακόμη μία φορά να ιδρώσει το κλασικό, σήμα-κατατεθέν γαλάζιο του πουκάμισο, αυτή τη φορά στο Temple, στις 7 και 8 Νοεμβρίου.
Τις δύο βραδιές άνοιξαν οι ανερχόμενοι Dramachine, παρουσιάζοντας εννέα κομμάτια από τη δισκογραφία τους. Το synth-punk τους έφερε μέσα του αναμνήσεις από τους Οδός 55 ως τους Γενιά του Χάους, με το πιο πρόσφατο single τους «Λένορμαν» να δίνει μια ποπ ιδέα στο σετ τους. Η εικόνα τους πάνω στη σκηνή ήταν δυναμική, ευνοούμενη από τις κινηματογραφικές αλλαγές των φωτορυθμικών, οι οποίες δημιουργούσαν την αίσθηση πως βρισκόμασταν σε ταινία ή βίντεο κλιπ. Ταυτόχρονα όμως, ήταν σκοτεινή και θαμπωμένη από τον ξηρό πάγο, παρόμοια με τον ήχο τους, πράγμα καθιστούσε τους στίχους δυσδιάκριτους. Βέβαια, στο σχήμα ταιριάζει πολύ ένα τέτοιο μικρό stage, το οποίο ευνοεί την μεταξύ τους επικοινωνία αλλά και την εγγύτητα με το κοινό, που έμοιαζε πρόθυμο να πάρει λίγη από την ενέργεια και τον ενθουσιασμό τους.
Στις δέκα ακριβώς και με πιστή συνέπεια στο timetable, τόσο την Πέμπτη όσο και την Παρασκευή, ανέβηκε στη σκηνή ο Αμερικανός μουσικός. Μόνος, με ένα μικρό φορητό υπολογιστή και το μικρόφωνό του, μπήκε αμέσως στο ρόλο του χωρίς δισταγμό. Δεκαεννιά κομμάτια χώρεσαν σε ακριβώς πενηνταεπτά λεπτά και τις δύο βραδιές, με τον John Maus να χρησιμοποιεί όλα τα κινησιολογικά κόλπα του. Επιτόπια χοροπηδητά, headbanging, τρέξιμο πάνω-κάτω στη σκηνή, shadowboxing, jumping jacks, push-ups στον τοίχο…Κι αν σκέφτεστε πως εδώ υπάρχουν πολλοί μαζεμένοι όροι γυμναστικής, η αλήθεια είναι πως η performance του έμοιαζε με ένα ιδιαίτερα έντονο πρόγραμμα αεροβικής.
Από την άλλη, η υψηλή του ενέργεια εκτονωνόταν μέσα από σχεδόν πρωτόγονες ιαχές που έκαναν όλο το κορμί του να δονείται, τις γροθιές του να σφίγγονται και το πρόσωπο του να παραμορφώνεται. Οι κραυγές αυτές ήταν και το μόνο μέσο επικοινωνίας με το κοινό, που σε καθεμιά απαντούσε δυνατότερα, σηκώνοντας τα χέρια στον αέρα και δείχνοντας μια τρομερή συντεταγμένη ανταπόκριση. Στο κομμάτι "Bennington" το Temple μεταμορφώθηκε σε ένα ιδρωμένο υπόγειο club, ενώ και τις δύο νύχτες το "Cop Killer" δημιούργησε τις πιο έντονες (θετικές) αντιδράσεις. Εκτός από αυτά, ο John Maus παρουσίασε ένα μεγάλο μέρος του άλμπουμ "We must become the pitiless censors of ourselves", αλλά παραδόξως κανένα κομμάτι από το τελευταίο του άλμπουμ Addendum δεν βρισκόταν στη setlist. Παρουσίασε, όμως, τρία νέα κομμάτια, που μάλιστα την δεύτερη ημέρα ηχούσαν ήδη γνώριμα στα αυτιά μου.
Στις ηχηρές διαφορές των δύο ημερών, στην κυριολεξία, το γεγονός πως την πρώτη βραδιά το κατά πολύ νεαρότερο κοινό έμοιαζε διψασμένο για την μετάληψη synth-pop και ιδρώτα, από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο, ενώ στη δεύτερη χρειάστηκαν τουλάχιστον τρία κομμάτια για να μπει το κοινό στο κλίμα. Από την άλλη, και οι δύο νύχτες είχαν πολύ χορό, πολλή ένταση, κι ένα ξέπνοο και καταϊδρωμένο John Maus να παρουσιάζει ένα απολύτως επαγγελματικό, καλοκουρδισμένο show που ενώ έμοιαζε εντελώς εκτός ορίων παρέμενε απόλυτα μέσα στο brand του μουσικού, που άλλωστε έχει μας έχει συνηθίσει στις σπάνιες, μεν, αξέχαστες δε εμφανίσεις.