Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, πως το Plisskën Festival, έχει πλέον αναχθεί σε σημείο αναφοράς για τα φθινοπωρινά συναυλιακά δρώμενα, ισορροπώντας ανάμεσα στο τέλος των καλοκαιρινών διακοπών και στην έναρξη της χειμερινής μουσικής σεζόν. Φέτος, φιλοξένησε για ακόμα μια φορά μια δυνατή γκάμα καλλιτεχνών, απ’ το φάσμα της ηλεκτρονικής και techno μέχρι τα άδυτα του punk και της σουηδικής rap.

Η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ αν κι εμφανώς πιο αδύναμη από θέμα προσέλευσης κόσμου, στον τελικό απολογισμό σκόραρε υπέρ των όσων συνενώθηκαν και βρέθηκαν εκεί, ενώ δημιούργησε ένα πρόσφορο έδαφος για ομαδικό hangover το επόμενο πρωί.

Πριν όμως απ’ τον ευχάριστο πονοκέφαλο της επόμενης ημέρας, είχε προηγηθεί ένας ατέλειωτος χορός μέχρι τελικής πτώσεως, σε ένα χώρο ο οποίος είχε φιλοτεχνηθεί για να προσφέρει μια συνολικά απολαυστική εμπειρία σε όσους έδωσαν το παρόν. Απαριθμώντας ένα-ένα τα highlights της βραδιάς στην αρχή έπεσα πάνω στις Los Bitchos, οι οποίες απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά του set τους, παρέδιδαν ατόφια και γκρουβάτη ενέργεια, με κιθάρα, πλήκτρα, μπάσο και ντραμς να συγχρονίζονται δημιουργώντας ένα funky τσιφτετέλι με λατινοαμερικάνικες επιρροές, που θα μπορούσε να συντροφεύσει τέλεια ένα ζεστό, καλοκαιρινό απόγευμα, με δροσερές μπίρες ανά χείρας. Μεταξύ άλλων ακούστηκαν τα “The Link Is About To Die”, “Talkie Talkie, Charlie Charlie” και “La Bomba”, τα οποία συνοδεύτηκαν από πολλά γελάκια, διακριτικό λίκνισμα και λίγους ενοχλητικούς ψιθύρους. Προσωπικά θεωρώ ότι το surf-rock γύρω απ΄ το οποίο δένει ο ήχος τους, είναι μόνο η μισή πλευρά της ιστορίας. Καθώς τις παρατηρούσα, ένιωθα σαν να συμμετέχω σε κάποιο τελετουργικό κύριο κάλεσμα του οποίου ήταν η καλοπέραση χωρίς την παραμικρή επιβολή συμμετοχής από τα μέλη της μπάντας. Το γεγονός ότι βρίσκονταν επί σκηνής κι έπαιζαν για εμάς με τόση αφοσίωση και θέρμη μας έκανε αναμφίβολα να αναγνωρίσουμε το ταλέντο τους αλλά και τον ξεσηκωμό που οι ίδιες έφεραν με την εμφάνισή τους. Σαν να μας έριξαν δροσερή μπίρα στα μούτρα κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουν παρά ελάχιστες φορές.

Πηγαίνοντας προς το Aquarium για να δω τον Parra For Cuva, έναν μύστη της Βερολινέζικης electronica (όπως άκουσα δίπλα μου να τον αποκαλεί μια παρέα -χαρακτηρισμός ο οποίος επιβεβαιώθηκε λίγο αργότερα), έβλεπα τον κόσμο να παρατάσσεται ευλαβικά σε δυάδες και τριάδες για να τον ακούσει. Ο ίδιος προσέφερε ένα μαγευτικό μείγμα house και downtempo pop συνθέσεων, γεμάτες ευρηματικά plot-twist με εισαγωγές πιάνου, αιθέριων φωνητικών και ήπιων μπασογραμμών να παρεισφρέουν δυναμικά στο background. Άκρως μεταδοτικός ως προς το μουσικό σκέλος κι απόλυτα συνδεδεμένος με το performance της μυστήριας persona που καλλιέργησε όση ώρα βρισκόταν επί σκηνής, κέρδισε μέχρι και τον πιο δύσπιστο ακροατή.

Κάπου εκεί, κοίταξα το ρολόι στην οθόνη του κινητού μου κι επέστρεψα στην κεντρική σκηνή για να πάρω κι εγώ τη θέση μου ανάμεσα στους Gen-Zs που αδημονούσαν πως και πως να βγει ο Yung Lean. Ξεπετάχθηκε στη σκηνή μαζί με τις ρίμες του, το hit “Ginseng Strip 2002”, και tracks όπως τα “Bliss” και το “Yoshi City”(μέχρι κι εγώ τα ήξερα που αν μη τι άλλο ελάχιστα τον έχω ακούσει στη ζωή μου), απλώς και μόνο για να κλείσει υπερβολικά εύκολα το στόμα, σε εκείνα τα ξένα μέσα που ανά καιρούς διατείνονται πως το hype του στα πιτσιρίκια έχει ξεθωριάσει. Οι 10 πρώτες σειρές τουλάχιστον επαναλάμβαναν ΟΛΟΥΣ τους στίχους απ’ έξω, με μια φωνή, ενώ έδειχναν να το απολαμβάνουν με την ψυχή τους. «Ποιος άλλος το έκανε αυτό αυτές τις 2 μέρες; Να έχει ένα τόσο φανατικό κοινό από πιτσιρίκια, από κάτω του που ξέρουν όλους τους στίχους; Μόνο ο Yung Lean.» μου είπε ένας φίλος, κάπου στη μέση της βραδιάς πάνω σε μια συζήτηση και φυσικά είχε απόλυτο δίκιο. Ντυμένος σαν Αμερικανός rapper της ένδοξης δεκαετίας του 2000, με λευκή ζακέτα με πούπουλα και μαύρο παντελόνι μας πέταξε τη DIY (t)rap φιλοσοφία του, κι εμείς τρέξαμε να την πιάσουμε σαν μπαλάκι του τένις που έπρεπε να σώσουμε από βέβαιο άουτ. Overqualified, για τα εγχώρια δεδομένα αν φέρουμε στο νου το «δικό μας» αίμα στην trap έβαλε στη θέση τους, τους haters, γιατί στην τελική haters gonna hate. Κι ο Yung Lean δε μασάει.

Μετά από μια σύντομη βόλτα στο κρυμμένο stage Lost In Trancellation, για να δω αν «στη trance είναι η φάση», όπως ειπώθηκε στην παρέα μου και λίγα δυνατά vibes από τη psy trance του Deedrah που προκαλούσε σώματα να πάλλονται με την ίδια ακριβώς συχνότητα, βρέθηκα και πάλι στο Aquarium, όπου οι Βρετανίδες Lambrini Girlz, με τη Phobe Lunny στα φωνητικά/κιθάρα και την Lilly Macieira στο μπάσο, είχαν στήσει ένα ρεσιτάλ παροξυσμού. Το queer punk των κοριτσιών, η λυσσαλέα ενέργεια, κι η απίστευτη Phoebe Lunny, η οποία άλωνε το stage απ΄ άκρη αφού σε κλάσματα δευτερολέπτου πηδούσε κάτω απ’ την σκηνή κι έτρεχε μέχρι τις απέναντι κερκίδες μες στην τσίτα, μουρμουρίζοντας αιχμηρούς στίχους από κομμάτια διαποτισμένα με όλα αυτά τα θέματα που μας τσουρουφλίζουν, όπως η τοξική αρρενωπότητα, οι σεξουαλικές επιθέσεις, οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις, με βρήκαν να προσπαθώ να συγχρονιστώ μαζί τους κοιτώντας μια εδώ και μια εκεί, με το στόμα ανοιχτό. Απ’ το “Lads, Lads, Lads” μέχρι το “Help Me I’m Gay”, παράγουν αυθεντική punk, και όχι απλά δε φοβούνται να υπερασπιστούν τις πεποιθήσεις τους, αλλά απαιτούν κι απ’ το ίδιο το κοινό να πάρει θέση γιατί μόνο τότε το show τους θα έχει πραγματώσει το σκοπό του. Κάπου στη μέση του live, η Phoebe, έδωσε το μικρόφωνο σε μια σειρά ατόμων για να φωνάξουν «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», όποτε δεν φώναζε η ίδια για την Παλαιστίνη που τόσα έχει υποφέρει ή δεν έτρεχε πέρα δώθε μας ρωτώντας μας “Do you like Mitsotakis?” για να της απαντήσουμε πως όχι και να ανταπαντήσει ένα ηχηρό “Fuck Mitsotakis!”, ατάκα που σε έκανε να νιώθεις πως βρίσκεσαι σε κάποιο παραληρηματικό panel του Zougla TV. Γέμισαν ένα δωμάτιο με λίγους αλλά καλούς, που στηθήκαμε σε ένα μεγάλο κύκλο, για να τις αφήσουμε να φτιάξουν ένα safe space παράνοιας και λατρείας και να μας παρασύρουν μαζί τους. Βλέποντάς τες για πρώτη φορά live, δεν αναρωτήθηκα στιγμή για τον πρόσφατο ντόρο γύρω απ’ το όνομά τους. Κυκλοφορούν punk bangers όλο νόημα, διασπείρουν σθεναρά τις απόψεις τους, και στα live τους είναι έτοιμες για όλα. Αν κάτι ακόμα χρειαζόταν η σύγχρονη μουσική βιομηχανία, αυτό είναι η φρενίτιδα των Lambrini Girlz. Κι αν αυτή η πρώτη τους εμφάνιση σε αθηναϊκό έδαφος υστέρησε λιγάκι απ’ την άποψη ύπαρξης κατάλληλου και πολυπληθούς κοινού, αφού ναι μεν ουρλιάξαμε, χειροκροτήσαμε, φωνάξαμε αλλά όλα σε ένα λίγο πιο διακριτικό βαθμό λες και μας παρακολουθούσε κανένας «Μεγάλος Αδελφός», τα ίδια αυτά τρελαμένα κορίτσια σε ένα υπόγειο, γεμάτο venue στο Brighton ή στο Λονδίνο θα τα είχαν σαρώσει όλα. Φεύγοντας, από το Aquarium, ένιωσα ανακουφισμένη κι απελευθερωμένη. Ανυπομονώ ήδη να τις ξαναδώ.

Η δική μου δεύτερη ημέρα, έκλεισε με τους αγαπημένους 2manydjs, που αν και οι στυλιστικές επιλογές του ντουέτου παραπέμπουν σε αναχρονιστικούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (για να απαντήσω εδώ και στην ερώτηση της δικής μας Εύης Χουρσανίδη «Αν δεν ήταν οι 2manydjs ποιοι θα ήταν…»), τη μουσική τους ωστόσο μόνο πασοκική δεν τη λες. Δεν τους είχα δει στο EDEN, οπότε ήταν η ευκαιρία μου να εκτονωθώ και να χορέψω αδιάκοπα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, αφού συνήθως τέτοιες ώρες βρίσκομαι ήδη στο κρεβάτι μου (29 χρονών σου λέει μετά). Πηγαίνοντας προς το Tunnel Stage, πέτυχα τη Sherelle που μέσα από drum n’ bass υβρίδια, μας βύθισε σε μια ντόπα ηδονής κι άπλετου χορού, σαν να βρισκόμασταν σε κάποιο secret rave party.

Το κλείσιμο της βραδιάς με βρήκε στο Republic Stage, έχοντας πλέον πιει γύρω στα 6-7 ποτά να χορεύω απτόητη μέχρι τελικώς να νυστάξω ακραία και μη μπορώντας να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά ούτε και να αρθρώσω ολοκληρωμένες προτάσεις για διάλογο (oh yes, τα τσούξαμε λιγάκι), πήρα το δρόμο της επιστροφής. (να ‘ναι καλά ο Αργύρης που με γύρισε σπίτι μου).

Συνολικά, η δεύτερη μέρα του Plisskën κέρδισε μια μερίδα ανθρώπων που θέλησαν να βγουν για λίγο απ’ τo safe zone τους, να πετάξουν το προσωπείο του workaholic και να ξεσαλώσουν με την ψυχή τους.

Διαβάστε επίσης:
Plisskën Festival Day 1: Από την punk ως την trance μισή μπύρα δρόμος

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured