Ποιος θα σώσει το rock‘n’roll επιτέλους; Να μία ερώτηση (δίχως νόημα) που επανέρχεται κυρίως από ανθρώπους των music media που αναζητούν διακαώς τους εκλεκτούς αυτής της ιερής αποστολής για να γεμίσουν με content τα κανάλια τους. Τα μαζικά μέσα έχρισαν τους Måneskin ως σωτήρες και αυτοί φυσικά είπαν “grazie mille”: μετά την επεισοδιακή τους νίκη στην Eurovision του 2021 με το ιταλόφωνο “Zitti e Buoni" όλα πηγαίνουν πρίμα για την σέξι τετράδα με τον αλητήριο νάρκισσο περφόρμερ τους Damiano David να εξελίσσεται στην αντιπρόταση της Μεσογείου ως Alex Turner των φτωχών. Αμέτρητα εμπορικά επιτυχημένα singles, αμέτρητα βραβεία και αμέτρητοι gen zers που λατρεύουν σαν Θεούς αυτή την παρέα που μπήκε απρόσμενα στο παιχνίδι της μουσικής βιομηχανίας και φαίνεται πως ξέρει να το παίζει άριστα.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο σήμερα και την βραδιά που, επιτέλους, οι Ιταλοί είχαν δώσει ραντεβού με το πολυπληθές κοινό τους στη χώρα μας, η αδυναμία του οποίου προς την μπάντα αποτυπώνεται και εμπορικά με την Panik Records να βραβεύει την τετράδα για τις υψηλά νούμερα πωλήσεων και streaming που έχει πετύχει, πριν από το live. Αξίζει να σημειωθεί πως εμπορικά και οι τρεις headliners του φεστιβάλ ήταν πολύ έξυπνες και φρέσκες επιλογές που φάνηκε πως επιβραβεύτηκαν από τον κόσμο. Προτού, όμως, φτάσουμε στους πρωταγωνιστές αυτής της βραδιας, ας ξεδιπλώσουμε την ιστορία της δεύτερης ημέρας του Ejekt festival από την αρχή.
Έχοντας την απογευματινή συννεφιά από την μακρινή βροχή ως σύμμαχο απέναντι στην ατελείωτη ζέστη του φετινού Ιουλίου, ο κόσμος ακολουθούσε τη διαδρομή από τον σταθμό του ηλεκτρικού προς τον χώρο P50 των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων του ΟΑΚΑ που δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που θα αντίκριζε κανείς 20 χρόνια πριν. Το τεράστιο parking που μετατράπηκε σε συναυλιακό πιτ για τις ανάγκες του Ejekt φάνηκε από την αρχή πως προσφέρει απλωσιά και άνεση που λείπει από άλλους φεστιβαλικούς χώρους της πόλης.
Οι «δικοί μας» (αν και βρίσκω την έκφραση απωθητική) Bonnie Nettles είχαν μόλις ξεκινήσει να παίζουν μπροστά ήδη σε εκατοντάδες πιτσιρίκια που το ρεπορτάζ λέει οτι είχαν κατασκηνώσει από νωρίς το πρωί στον περιβάλλοντα χώρο για να προλάβουν πρώτοι κάγκελο. Η γκρουβάτη, κιθαριστική νεοψυχεδέλεια τους και η καλώς ενοούμενη τρέλα του frontman βρήκε πρόσφορο έδαφος στη διψασμένη νεολαία που συμμετείχε μαζικά και φάνηκε να καταευχαριστιέται το μισάωρο set του γκρουπ. Ήταν μία τιμιότατη, αεράτη εμφάνιση που θα στεκόταν άνετα σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού.
Με το κοινό να καταφθάνει με αργούς ρυθμούς στο χώρο, επόμενη στη σκηνή ανέβηκε η γερμανοιρλανδή Alice Merton η οποία εξαργυρώνει την μεγάλη της επιτυχία “No Roots” η οποία μεσουρανούσε στα εγχώρια, εναλλακτικά (και όχι μόνο) ερτζιανά στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και στο Tik Tok εν καιρώ πανδημίας. Το συγκεκριμένο κομμάτι ακούστηκε προτελευταίο στο set, αλλά πριν από αυτό έδωσε μία ευχάριστη και ανάλαφρη alt pop-rock εμφάνιση η οποία είχε μερικές όμορφες στιγμές, όπως αυτή πριν από το “Pick Me Up” που ζήτησε να σηκωθούν σε ώμους φίλους τουλάχιστον 5 άτομα για να ξεκινήσει να παίζει με το κοινό να συμμετέχει στο κάλεσμά της και με το παραπάνω. Είναι μία εκφραστική και δυναμική performer με σχετικά καλή μπάντα (χωρίς μπάσο παρακαλώ) που, ωστόσο, δεν διαθέτει ούτε αρκετά δυνατό υλικό για την ώρα ούτε το εκτόπισμα για να μπορέσει να κάνει το κάτι παραπάνω.
Και ενώ άρχισε να αχνοφαίνεται ο ήλιος γύρω από το Ολυμπιακό Στάδιο, η πεντάδα των Palaye Royale ανέβηκε στη σκηνή με το “Back In Black” να ακούγεται από τα ηχεία. Κατευθείαν έγινε σαφές πως τόσο ο στιλιστικός κώδικας όσο και η μουσική πρόταση των Αμερικάνων είναι ένα ρετρό και κιτς κολάζ στοιχείων της ροκ ιστορίας περασμένα από ινσταγκραμικό φίλτρο. Όλη την δουλειά την έκανε ο φοβερός και τρομερός Remington Leith - ένας εκ των τριών αδερφών που δημιούργησαν το γκρουπ - ο οποίος όργωνε ασταμάτητα τη σκηνή, ανέβαινοκατέβαινε τις τράσες και έριχνε με νεροπίστολο στο κοινό πάνω σε μία πλαστική βάρκα. Η ενέργεια που έβγαζε η μπάντα ήταν μεταδοτική, παίζοντας κυρίως κομμάτια από το πιο πετυχημένο εμπορικά της άλμπουμ The Bastards (2020) και το Fever Dream (2022), αλλά δεν ήταν εύκολο να αγνοήσει κανείς πως ακούγονταν σαν cover band χαμένων κομματιών της δεκαετίας του 1970 που είχαν ντυθεί όσο πιο πειστικά γινόταν για τον ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις όποιες ενστάσεις, έδωσαν ένα χορταστικό και πληθωρικό show ιδρώνοντας την φανέλα στην τελευταία εμφάνιση της περιοδείας τους, κάτω από έναν πανέμορφο απογευματινό ουρανό.
Πλέον σχεδόν όλο το κοινό βρισκόταν στο P50 για τους μεγάλους πρωταγωνιστές της βραδιάς: οικογένειες ελλήνων, όπως και αρκετών τουριστών, με τα παιδιά τους, 16χρονες κοριτσοπαρέες με γκλίτερ, μαγιό και T-shirts Ramones από brands γρήγορης μόδας , και ωραία queer τυπάκια που ζουν το brat summer τους, ήταν όλα εκεί μαζί για να δουν από κοντά την αγαπημένη τους μπάντα. Και είμαι βέβαιος πως οι Damiano David στα φωνητικά, Victoria De Angelis στο μπάσο, Thomas Raggi στην ηλεκτρική κιθάρα και Ethan Torchio στα drums, δεν πρέπει να απογοήτευσαν σχεδόν κανέναν από τους 15 χιλιάδες fans που συγκεντρώθηκαν για μία ομαδική πράξη λατρείας και θαυμασμού προς τα είδωλα τους. Στην 1 ώρα και 30 λεπτά που διήρκεσε το show έπαιξαν όλες τους τις επιτυχίες σε ακατάπαυστη ροή, ο Damiano έπαιζε με την κάμερα επαρκώς για να προκαλέσει παραλήρημα, κορίτσια από το κοινό ανέβηκαν στη σκηνή για το “Kool Kids” στο φινάλε για τα δικά τους 5 λεπτά δημοσιότητας και γενικά γονείς, πιτσιρίκια και λοιποί παρευρισκόμενοι έμοιαζαν τρισευτυχισμένοι από το show που παρακολουθούσαν (πίσω από τις κάμερες των κινητών τους, επί το πλείστον).
Ήταν δηλαδή μία καλή συναυλία; Αν με το καλή εννοούμε ένα αβασάνιστο pop πανηγυράκι για όλη την οικογένεια επιπέδου Eurovision, ναι ήταν μια χαρά και με το παραπάνω. Αν με το καλή εννοούμε μία δυνατή pop-rock συναυλία στα στάνταρ που θέτουν άλλοι μεγάλοι παίκτες της μουσικής βιομηχανίας στο είδος τους (γιατί εκεί έχει θέσει τον πήχη το ίδιο το γκρουπ), τότε ήταν μία απογοητευτική εμφάνιση. Η τετράδα φάνηκε κουρασμένη από την περιοδεία της διεκπαιρεώνοντας στα γρήγορα τα κομμάτια χωρίς πολλά πολλά και παίζοντας στο μίνιμουμ των δυνατοτήτων τους για να ικανοποιήσουν (έτσι και αλλιώς) τους οπαδούς τους.
Ο Damiano, ενώ είναι ένας χαρισματικός ερμηνευτής, υστερεί αρκετά στο κομμάτι performing, εκπέμποντας μία άκρως τοξική και εκνευριστική εγωπάθεια επιπέδου Alex Turner (με τη διαφορά οτι ο τελευταίος έχει γράψει και καμιά ντουζίνα σπουδαία κομμάτια). Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του ανάμεσα στις παύσεις ακουγόταν οπωσδήποτε η λέξη “fucking” και “fuck” σε faux, βρετανική προφορά, λες και κάποιος του ψιθύρισε πριν από το live οτι αυτό είναι πολύ cool ροκ σταρ attitude.
Επίσης, μέσα στη ροή της συναυλίας, φωτίστηκε ακόμη περισσότερο η συνθετική ένδεια του γκρουπ: ας μην γελιόμαστε, από το “Gossip” μέχρι το “Mammamia” και από το “Supermodel” μέχρι το “Bla bla bla” τα στιχουργικά και μουσικά κλισέ έκαναν παρέλαση, με τα “Beggin’ και “I Wanna Be Your Slave” να σώθηκαν κάπως μέσα στο χάος ( στα οποία μαζί με το “Honey, are u coming?” έγινε ο κακός χαμός). Στα μείον επίσης το γεγονός πως ακούσαμε μόνο δύο κομμάτια στη γλώσσα τους, παρόλο που όπως φάνηκε τα πιτσιρίκια είχαν ακούσει και το ντεμπούτο τους. Όλα αυτά έχουν λίγη σημασία από τη στιγμή που οι Ιταλοί ξέρουν να παίζουν με το πιο δυνατό όπλο που διαθέτουν: την εικόνα τους. Είναι τέσσερα πολύ σέξι ανδρόγυνα πλάσματα που έχουν καταλάβει πως ζουν σε μία εποχή που τα πάντα είναι «ρευστά» και το αξιοποιούν αναλόγως. Έμοιαζαν τόσο όμορφα ψεύτικοι ορισμένες φορές πίσω από τα όργανα τους που αναρωτιόμουν αν όλο αυτό που βλέπουμε είναι αληθινό ή προϊόν κάποιας προηγμένης VR τεχνολογίας (πάντως μόνο ο Thomas Raggi σωζόταν παικτικά, αν και το σόλο του στο encore ήταν μόνο εντυπωσιασμός).
Η συναυλία τελείωσε με το κάπως αχρείαστο encore (το φινάλε με το “Kool Kids” ήταν πολύ πιο φανταχτερό) και είμαι βέβαιος πως οι Måneskin έκαναν χαρούμενα πολλά πιτσιρίκια που το είχαν ανάγκη σε μία εποχή που οι πηγές ευτυχίας και αγνής χαράς για όλους σπανίζουν και μία συναυλία μπορεί να αποτελέσει μία γερή ένεση ψυχικής υγείας. Δεν μπορώ όμως να αγνοήσω την σκέψη πως ο Damiano και η μπάντα του, ως είδωλα που είναι, καθρεπτίζουν την εικόνα της κοινωνίας μας: επιφανειακή, επίπλαστη και εμμονική με το εγώ και την αυτοεικόνα της όσο ποτέ άλλοτε.