Το φαντασιακό αλλά και πραγματικό κλισέ για μια μεγάλη καλοκαιρινή συναυλία τη θέλει κάπου έξω: σε αλάνες ή γήπεδα, σε τεράστια στάδια, χωράφια ή κάπου δίπλα στη θάλασσα, σε αρχαία ή νέα ανοιχτά θέατρα. Γρασίδια, κιόσκια, σκηνές, κι άλλα γρασίδια, ο καλοκαιρινός να αλλάζει χρώματα όσο οι μπάντες διαδέχονται η μια την άλλη στη σκηνή – όλο το πακέτο.
Οι Parkway Drive, η metalcore μπάντα από το Byron Bay της Αυστραλίας που τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχτισαν διακριτικά αλλά πολύ σταθερά το οικοδόμημα ενός από τα καλύτερα live acts του σύγχρονου metal εκεί έξω, ξέρουν πολύ καλά πώς να δίνουν κορυφαία καλοκαιρινά live, κατακτώντας με το pyro show τους και με την απίστευτη σκηνική τους ενέργεια, όποιο στάδιο, πάρκο και φεστιβαλικό venue βρεθεί στο διάβα τους, παίζοντας κανόνα στα μεγαλύτερα ροκ και metal φεστιβάλ του κόσμου. Μια ματιά μόνο στις ημερομηνίες της φετινής τους περιοδείας τα λέει όλα: Rock Fest, Rock for People, Rock am Ring, Nova Rock. Μία και μόνη εξαίρεση στον κανόνα των τεράστιων υπαίθριων venues, μία και μόνη ημερομηνία σε κλειστό χώρο, Δευτέρα 10 Ιουνίου, Αθήνα, Floyd. Και κάπως έτσι όλα τα κλισέ για τις μεγάλες καλοκαιρινές συναυλίες πήγαν κι επισήμως περίπατο.
Αυτό το βράδυ ενός απελπιστικά ζεστού Ιουνίου, στο κέντρο μιας Αθήνας που όδευε ολοταχώς προς το πρόωρο status: καμίνι της ο Winston McCall και η παρέα επέστρεψαν στην Αθήνα κι έβαλαν φωτιά στη σκηνή του live venue της Πειραιώς (ο κλιματισμός και εξαερισμός του οποίου απέδειξε υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες ότι είναι μάλλον ό,τι καλύτερο διαθέτει σε κλειστό venue αυτή η πόλη) -κι ας έλειπε η πραγματική φωτιά του μη ενδεδειγμένου για κλειστό χώρο pyro show που είχε σαρώσει απόλυτα δίκαια τις εντυπώσεις στην περσινή τους σπουδαία εμφάνιση στο Release Athens. Μια ιαχή δύο χιλιάδων φωνών υποδέχτηκε την μπάντα στη σκηνή ακριβώς στις 10 με το “Glitch” να δίνει το σήμα της εκκίνησης και δεν σταμάτησε κυριολεκτικά ούτε λεπτό εναλλασσόμενη μεταξύ της ρυθμικής κλήτευσης του ονόματος των Parkway Drive, τoυ πορωμένου sing along που μετέτρεπε όλα τα γνωστά, καυτά Parkway Drive riffs σε αλληλουχία φωνηέντων και το απολαυστικό, οπαδικό, συναυλιακό σύνθημα «Είναι τρελός ο Αυστραλός». Και όντως έτσι ήταν. Είναι τρελοί αυτοί οι Αυστραλοί.
Η ενέργεια του Winston McCall και όλης της μπάντας έχει εκείνη τη σπάνια, χρυσή ποιότητα που βασίζεται στο αστείρευτο πάθος για τη μουσική, το live, τη σκηνή αλλά χτίζεται όπως πρέπει στα συναλιακά γυμναστήρια με ατελείωτες ώρες δουλειάς, πειθαρχίας και «ξύλου» – όσες χρειάζεται για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για το καλό, απολαυστικό αλλά και υπεύθυνο συναυλιακό «ξύλο» την ώρα της κρίσης. Από αυτό μας κέρασαν άφθονο οι Parkway Drive που έγιναν χωρίς καμία χρονοτριβή ένα με τον ενθουσιασμό του κοινού τους, σε ένα απολαυστικό, ασταμάτητο πάρε-δώσε καλής ενέργειας υψηλής τάσης. Ιδρώτας ποτάμι, topless κορμιά, mosh pit, stage diving, χέρια ψηλά, πιο ψηλά, ανάταση και αποθέωση. “Wishing Wells”, “Karma”, “Sleepwalker” παραλήρημα διαρκείας.
Ο Winston McCall πότε ως μαέστρος (Χριστόφορε πάρε μαθήματα) πότε ως sui generis χορευτής, πότε ως personal trainer (αλλά και πάντα αφοπλιστικά χαμογελαστός μεταξύ των tracks) απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι έχει ό,τι χρειάζεται για να βγάλει κάρτα μέλους για το κλειστό club των πραγματικά κορυφαίων και εκλεκτών frontmen, ο Jeff Ling ήταν κάτι παραπάνω από άψογος κάνοντας την top tier κιθάρα σε συνθήκες metal μάχης να μοιάζει με παιχνιδάκι (κάτι που φυσικά δεν είναι), ο Ben Gordon πίσω απ’ τα ντραμς δεν έχασε ανάσα. Ίσως γι’ αυτό οι Parkway Drive να είναι αυτό που είναι. Όχι μόνο γιατί με τον τρόπο που διαμόρφωσαν τον ήχο τους, με κλασικές μεταλλικές βάσεις αλλά και μεγάλες δόσεις DIY και σκεϊτάδικης αισθητικής κατάφεραν να ανοίξουν ένα crossover μονοπάτι που ενώνει το heavy metal όχι μόνο με τις πιο «ήπιες» τυπολογίες του σκληρού ήχου αλλά ακόμα και με τις indie κιθάρες. Αλλά και γιατί παρότι έφτιαξαν το όνομά τους σε εποχές που οι ευκολίες της τεχνολογίας κατέφεραν μεγάλο πλήγμα στη συναυλιακή ποιτότητα εκείνοι δεν έχουν αποποιηθεί την ευθύνη και τη σημασία του κουρδίσματος, γιατί ξέρουν, θέλουν και μπορούν να είναι κορυφαίοι επαγγελματίες χωρίς να θυσιάζουν ούτε σταγόνα από το πάθος και τη χαρά μιας μπάντας που ζει για να παίζει live, με όλη την ενέργεια και τα όνειρα της νεότητας – αυτά τα όνειρα που έκαναν και οι ίδιοι όταν έπαιζαν στα γκαράζ των σπιτιών τους.
To “Idols and Anchors” μας φιλοδώρησε με το αγαπημένο Winston-on-crowd highlight με το stage diving του MacCall να προκαλεί παροξυσμό χεριών που προσπαθούσαν είτε να πάρουν ένα μερίδιο συμμετοχής της περιφοράς και μεταφοράς του πίσω στη σκηνή είτε να απαθανατίσουν τη στιγμή ενώ το σαρωτικό encore με τα «χρωστούμενα» hits “Crushed” και “Wild Eyes” μας έστειλαν σπίτια μας ευτυχισμένους ενωμένους σε ένα μελωδικό φωνήεν, τραγουδώντας το χαρακτηριστικό, εθιστικό chorus riff του τελευταίου. Και ξέρεις ότι ένα live έχει πάει παραπάνω από καλά όταν γυρνάς στο σπίτι τραγουδώντας, όταν οι ουρές στο merch μετά το live φτάνουν μέχρι την πόρτα, όταν στο περίπτερο απέναντι σχηματίζονται ουρές για μια τελευταία μπίρα από όλους όσους χρειάζονται «ένα για τον δρόμο», λίγα λεπτά και αλκοόλ ακόμη για να αφομοιώσουν τη συναυλιακή εμπειρία που μόλις έζησαν. Και το περίπτερο της Πειραιώς το βράδυ της Δευτέρας μάλλον πρέπει να ξέμεινε από μπίρες.