Αριθμοί. Ψηφία. Δεδομένα. Άνθρωποι μηχανές. Υπολογιστικές μονάδες. Τεχνολογική αποξένωση. Αγάπη πίσω από τις οθόνες. Ρομπότ.
Το μινιμαλιστικό λεξιλόγιο που αισθητικοποιήσαν και η εικόνα που έπλασαν καθ’ ομοίωσιν τους στα μέσα του 1970 οι Kraftwerk για να ενσωματωθεί σαν μηχανισμός στην μουσική, ηλεκτρονική τους πρωτοπορία και να περιγράψει την μεταπολεμική πραγματικότητα των ευρωπαϊκών πόλεων, φαντάζει σαν ένα prequel επεισόδιο του Black Mirror ή απλώς η απαρχή του τελευταίου κεφαλαίου της ιστορίας τεχνολογικών εξελίξεων, αυτού της ψηφιακής επανάστασης, που μας έχει οδηγήσει σήμερα να αγκαλιάζουμε την αυτοματοποίηση και τη τεχνητή νοημοσύνη όλο και περισσότερο στις ζωές μας υπό τόσο την ελπίδα όσο και το φόβο όσων μπορεί να φέρει.
Στην σχεδόν δίωρη, συγκλονιστική εμφάνισή τους στο κατάμεστο Ηρώδειο υπερχείλισε η αίσθηση πως ο τεχνομουσικός κόσμος που οραματίστηκαν οι Γερμανοί 40-45 χρόνια πριν, είναι αυτός που γέννησε την ηλεκτρονική μουσική διάλεκτο και παραμένει ένα ολοζώντανο, διαδραστικό και ανεξάντλητο μνημείο της σύγχρονης pop κουλτούρας μπροστά στο οποίο μόνο δέος και σεβασμό μπορεί να νιώσει κανείς. Ως εκ τούτου, η επιλογή του Ηρωδείου κρίνεται ως επιτυχημένη στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφενός γιατί η αντίστιξη της ιστορίας του αρχαίου θεάτρου και του κομβικού, μουσικού ριζοσπαστισμού των Kraftwerk δημιούργησε ένα άγριο και γοητευτικό κράμα, και αφετέρου γιατί πρώτη φορά στα χρονικά αξιοποιήθηκε τόσο πειστικά και εντυπωσιακά κάθε σπιθαμή στην πλάτη της σκηνής με τα visuals να είναι ένα πραγματικά αναπόσπαστο μέρος της συνολικής εμπειρίας.
Μετά από ένα τέταρτο αναμονής υπό τον ήχο ακαθόριστων βόμβων, με την εικόνα αχνών σταυρών-φιγούρων να εμφανίζονται στις καμάρες και με τις βεντάλιες να δίνουν και να παίρνουν ως άμυνα του κοινού απέναντι στα φλεγόμενα μάρμαρα, η τετράδα εμφανίστηκε μέσα στις ρομποτικές στολές της (ήρωες!) και στήθηκε πίσω από τις κονσόλες με τον αρχετυπικό, σήμα κατατεθέν τρόπο της. Με τον Ralf Hütter να είναι πλέον το μοναδικό μέλος από την κλασική, live μορφή του γκρουπ, και τους Henning Schmitz, Falk Grieffenhagen και Georg Bongartz να τον συνοδεύουν, η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε κυριολεκτικά: στα “Numbers” και “Computer World”, ένα παλλόμενο πλέγμα από αριθμούς σε αισθητική Matrix απλώθηκε στις καμάρες, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του βάθους και θέτοντας το τεχνοκρατούμενο, ψηφιακό και ψυχότροπο κλίμα από την αρχή.
Αυτό που ακολούθησε ήταν μία σειρά από highlights χωρίς τελειωμό: από την προσγείωση του εικονικού διαστημοπλοίου στην…Αθήνα στο “Spacelab” μέχρι το κομβόι αληθινών δορυφόρων του Elon Musk (!) που πέρασε πάνω από τα κεφάλια μας κατά τη διάρκεια του “Airwaves” και από την συγκινητική, αειθαλή δύναμη του “The Model” μέχρι τον θρυλικό, αντιπυρηνικό ύμνο “Radioactivity”, ένα πραγματικό υπερθέαμα σε ήχο και εικόνα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Το απολαυστικό μπέρδεμα των διάφορων ετάπ του “Tour De France” και στάσεων του “Trans Europe Express” έστρωσαν το δρόμο για το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι της δισκογραφίας τους, “The Robots” με τις εικόνες από τις κλασικές, κούκλες μανεκέν του αυθεντικού line-up του γκρουπ να προκαλούν ανατριχίλα. Το φινάλε, το ευφάνταστο mash-up των “Boing Boom Tschak", "Techno Pop" και "Music Non Stop”, ήταν ένας φόρος τίμης στην αγάπη τους για την μουσική και την ανυπέρβλητη, παντοτινή της δύναμη.
Μπορεί να υπήρχαν στιγμές που το σώμα καταπιεζόταν λόγω της συνθήκης -δεν είναι τόσο απλή υπόθεση να πρέπει να παραμείνεις καθιστός σε ένα live των Kraftwerk-, ωστόσο έτσι έμενε περισσότερος χώρος στο μυαλό για να νιώσει την σπουδαιότητα της στιγμής: έφτανε μέχρι το μεδούλι η αίσθηση πως ενώπιον μας είχαμε τους πρωτεργάτες της «κλασικής μουσικής» του 20ου αιώνα, το σχήμα που απορρόφησε στο ηχητικό της corpus την τεχνολογική εξέλιξη, τους τελευταίους ίσως πραγματικούς, μουσικούς ήρωες που οραματίστηκαν περήφανα και διαμόρφωσαν το μέλλον. Στην άχρονη, μουσική φούσκα που αιωρούμαστε όλοι πλέον, είναι λίγες οι αφορμές που μας υπενθυμίζουν πως υπάρχει χώρος για το καινούριο. Οι Kraftwerk είναι η απόλυτη ενσάρκωση του.