Σχεδόν 15 χρόνια πάνε από τότε που η Florence Welch και η μπάντα της βρέθηκαν για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο διήμερο Synch Festival στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων το 2009. Ήταν λίγο αφότου η ίδια είχε κυκλοφορήσει τον ντεμπούτο δίσκο της, το Lungs, για τον οποίο ο βρετανικός μουσικός Τύπος έγραφε τότε τα καλύτερα, τοποθετώντας την σταδιακά στα ερτζιανά της indie sleaze εποχής, το εξώφυλλο του τότε trendy Nylon magazine και στα εγχώρια free press έντυπα, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Τα τελευταία 24ωρα, το εγχώριο μουσικόφιλο κοινό θυμήθηκε για τα καλά στα social media και στην αντίστοιχη αρθρογραφία αυτή την εμφάνιση: από τη μια οι die-hard θαυμαστές της Florence – που έχουν να παινεύονται ότι ήταν καμιά 300αριά και αν στο τότε set της – και από την άλλη οι haters – που δεν θα χάσουν την ευκαιρία να δηλώσουν ότι εκείνη «δεν ακουγόταν από τότε». Θα είχε πλάκα αν μπορούσε με κάποιον τρόπο η χαμηλότατων τόνων 36χρονη σήμερα Welch να μάθει ότι αποτελεί το μήλον της έριδος της μουσικής κοινότητας της Ελλάδας – μέχρι φυσικά να βρεθεί το επόμενο. Το σίγουρο βέβαια είναι στο ότι η ίδια μοιάζει να απολαμβάνει για τα καλά κάθε φορά που επιστρέφει σε αθηναϊκό έδαφος, πράγμα που νιώσαμε και με το παραπάνω το βράδυ της Κυριακής στην κατάμεστη Πλατεία Νερού. Ιδού λοιπόν όσα συνέβησαν στο Ejekt Festival 2023, σε μια από τις πιο επιτυχημένες μουσικές διοργανώσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
Η μέρα θα ξεκινούσε από πολύ νωρίς, όταν οι εγχώριοι Royal Arch θα άνοιγαν το φεστιβάλ στις 17.30 το απόγευμα, σε μια ώρα ιδιαίτερα απαιτητική λόγω της ζέστης στην Πλατεία Νερού. Καθόλου δεν πτόησε φυσικά ο ήλιος τη μπάντα που αποτελείται από τους Ηλία Κόκκινο στα τύμπανα, Νίκο Κόκκινο στην κιθάρα, Βασίλη Δούση επίσης στην κιθάρα, Ορέστη Λουκά στο μπάσο και τον Ηλία Μασρί στα φωνητικά, με το indie-rock και shoegaze ύφος και ήθος τους να ξεχωρίζει ως μια από τις πλέον ελπιδοφόρες προσθήκες της Αθηναϊκής σκηνής τα τελευταία τρία μόλις χρόνια. Εμφανώς επηρεασμένο από μπάντες όπως οι Diiv, οι Fontaines DC και οι Wolf Alice, το πενταμελές συγκρότημα ζέστανε ή μάλλον… δρόσισε τους λίγους τολμηρούς που βρέθηκαν στο φεστιβάλ με το που άνοιξαν οι πόρτες της Πλατείας Νερού, ερμηνεύοντας κομμάτια τους όπως τα “Night After Night”, “Glittering Light On Water” και “La Nuit”. Με μπόλικη, φρέσκια ενέργεια και εμφανώς βελτιωμένοι από την τελευταία φορά που τους είδαμε ζωντανά (στο περσινό date του Release Athens, με headliners τους Nick Cave & The Bad Seeds), κάτι μας λέει ότι θα δούμε πολύ όμορφα πράγματα στο μέλλον από αυτά τα παιδιά.
Τη σκυτάλη θα έπαιρνε στη συνέχεια το πότε psych-rock, πότε post-punk, πότε ακόμη και grunge σχήμα των Goat Girl, στην παρθενική τους εμφάνιση στη χώρα μας και με μπόλικη διάθεση για να μας μείνει αυτή αξέχαστη. Ο κόσμος είχε ήδη πολλαπλασιαστεί κάτω από το stage εκείνη την ώρα, αναμένοντας το συγκρότημα που αναδείχθηκε πριν καν καλά καλά τα μέλη του τελειώσουν το σχολείο, υπογράφοντας ένα συμβόλαιο στη Rough Trade και με έναν Dan Carey (Foals, Fontaines D.C., Wet Leg, κλπ.) παραγωγό να εξασφαλίζει το καλύτερο πάντρεμα των διαφορετικών επιρροών και ακουσμάτων τους.
Φρέσκιες και νεανικές, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι δεν επιδέχονται στοιχεία βελτίωσης στο μέλλον ως προς το δέσιμό τους onstage, οι Goat Girl παρουσίασαν ένα τιμιότατο set περίπου 40 λεπτών, με κομμάτια όπως τα “The Crack”, “Cracker Drool” και “Country Sleaze”, με το πιο αναγνωρίσιμο στο κοινό “Sad Cowboy” να κλέβει την παράσταση στο κλείσιμο. Το μέλλον του σχήματος που αποτελείται αποκλειστικά από θηλυκότητες και non binary υποκείμενα διαφαίνεται λαμπρό αν συνεχίσουν έτσι.
19.35 και το φεστιβάλ αρχίζει να γεμίζει για τα καλά με νεανικά πρόσωπα με στεφάνια λουλουδιών στα μαλλιά τους, μπόλικο glitter (πραγματικά έχουμε δει τόσο φέτος το καλοκαίρι στα φεστιβάλ, που οριακά θα κατηγορηθούν αυτά για την αύξηση μικροπλαστικών στις θάλασσες!) και – κυριότερα – χαμόγελα ενθουσιασμού. Έναν ενθουσιασμό που συμμεριζόμαστε κι εμείς όταν οι αγαπημένες Warpaint καταλαμβάνουν το stage στη συνέχεια. Παρθενική εμφάνιση και για τις ίδιες στην Αθήνα, εμφάνιση που πήρε πολύ περισσότερο χρόνο από όσο θα έπρεπε για το εν λόγω χαρισματικό σχήμα που ακροβατεί ανάμεσα στο indie και τη dream pop, έχοντας ωστόσο δημιουργήσει έναν πραγματικά signature ήχο στη σχεδόν εικοσαετή πορεία του στη μουσική. Κλέβοντας την παράσταση από την πρώτη κιόλας στιγμή που εμφανίστηκαν, οι effortlessly cool Warpaint από το Los Angeles ερμήνευσαν μερικά από τα πιο αγαπημένα κομμάτια της δισκογραφίας τους, όπως τα “Intro”, “Bees”, “Love Is To Die”, “Undertow” και “Disco//Very”, ενθουσιάζοντας το κοινό που είτε τις γνώριζε για τα καλά από παλιά, είτε τις ανακάλυπτε για πρώτη φορά το απόγευμα της Κυριακής.
Emily Kokal και Theresa Wayman στα φωνητικά έδωσαν πραγματικά ρέστα, με ερμηνείες άρτιες και γεμάτες συναίσθημα (κάτω από έναν ήλιο που ομολογουμένως θα μπορούσε να το σκοτώσει εύκολα), την εντύπωση όμως δεν θα μπορούσε να μην κλέψει η φοβερή drummer του συγκροτήματος, η Αυστραλιανή Stella Mozgawa, η οποία πραγματικά απογείωσε όλο τους το performance με τα επικά skills της. Διόλου τυχαίο άλλωστε ότι η ίδια διατηρεί παράλληλα με τις Warpaint καθήκοντα session μουσικού, σε acts όπως οι Kurt Vile, Cate Le Bon, the xx, Kim Gordon και Regina Spektor. Μακάρι η πρώτη αυτή εμφάνιση των Warpaint να ανοίξει τον δρόμο για ακόμη περισσότερες στη χώρα μας, ιδανικά σε χειμερινό venue και με τη διασκευή του “Ashes To Ashes” του David Bowie να περιλαμβάνεται στο setlist. Είναι άλλωστε και η πιο αγαπημένη που έχουμε ακούσει στο εν λόγω κομμάτι.
Ο ήλιος πέφτει (AMEN!) και ώρα για τους Εditors να αναλάβουν στη συνέχεια. Προσπαθούσαμε με έναν φίλο και μια φίλη που βρεθήκαμε μαζί στο φετινό Ejekt να υπολογίσουμε πόσες φορές έχουμε δει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (ηθελημένα και μη) το συγκρότημα του Tom Smith από το Birmingham της Αγγλίας, πράγμα τελικά αδύνατο. Καθόλου όμως παράξενο, μιας και εκείνοι έχουν αγαπηθεί από το εγχώριο κοινό όσο λίγα acts μιας πιο dark indie (αν θέλετε) σκηνής, που παραπέμπει σε βαρύτονα μεγαθήρια όπως οι Joy Division και οι πιο σύγχρονοι Interpol. Τι κι αν οι Εditors ξεπεράστηκαν με το τέλος της εφηβείας (μου), πάντα ήταν μια ευχάριστη πνοή στα μετέπειτα φεστιβάλ που θα τους βλέπαμε ζωντανά. Έτσι ήταν λοιπόν και την Κυριακή, όπου και παρουσίασαν ένα εκπληκτικό setlist με τις καλύτερες στιγμές της δισκογραφίας τους.
“Strange Intimacy” για το ξεκίνημα, που θα συνεχιζόταν με τα “An End Hast a Start” και “Bones”, κάνοντας την καρδιά των indie kids του κοινού να σκιρτήσει σαν να έχουμε 2007. “Sugar” για να μεταφερθούμε στο πιο πρόσφατο παρελθόν, αλλά μετά ξανά “The Racing Rats” και “Munich” μεταξύ πολλών άλλων, με τη μπάντα να δημιουργεί ένα πολύ όμορφο κλίμα παρά τα κάποια τεχνικά θέματα στον ήχο (τα πρώτα λεπτά), αλλά και τη φωνή του Tom Smith να «χάνει» σε ορισμένα σημεία. Ο ίδιος έμοιαζε βέβαια από την αρχή να υποφέρει από τη ζέστη, γι’ αυτό και σίγουρα συγχωρείται.
Το τέλος της εμφάνισης των Εditors θα σηματοδοτούσε η ερμηνεία του “Papillon” – θυμάστε που κάποτε ακουγόταν περίπου 40 φορές την ημέρα στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Αθήνας; – με ένα κοινό να μη σταματά να χορεύει και να απολαμβάνει το μεγαλύτερο hit της καριέρας τους, ένδειξη μιας πολύ πετυχημένης, τίμιας και ταιριαστής με το συνολικό line-up εμφάνισης.
Καιρός λοιπόν για τη Florence + the Machine να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος. Αυτή τη φορά βέβαια με ακόμη ισχυρότερο fanbase κι από το 2019, όταν και πραγματοποιήθηκαν τα απανωτά sold-out της στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού (που θα ανάγκαζαν τη διοργανώτρια εταιρεία να προσθέσει και τρίτη εμφάνιση σε κλειστό venue). Ας μην γελιόμαστε άλλωστε: οι σχεδόν 20.000 άνθρωποι που κατέκλυσαν την Πλατεία Νερού το έκαναν αποκλειστικά για να αφεθούν ξανά στη μαγεία της μουσικής της, της αιθέριας σκηνικής παρουσίας της, των κρυστάλλινων φωνητικών της και της ευγενικής και εύθραυστης φυσιογνωμίας της, που μόνο ένας άνθρωπος λίγο πριν τον παραλογισμό αδυνατεί να παραδεχθεί και να συμπαθήσει.
Δεν είναι πολλοί οι καλλιτέχνες που μπορούν να συνεπάρουν το κοινό που δεν δείχνει ιδιαίτερη (ή και καμία) προτίμηση προς το είδος μουσικής που αυτοί εκφράζουν και υπηρετούν. Η Florence Welch είναι όμως για μένα το κατεξοχήν παράδειγμα αυτού του ανθρωπότυπου – γεγονός που είχε ήδη διαφανεί από τη φορά που την είδα στο Ηρώδειο, συνοδεύοντας έναν φίλο που έτυχε να του περισσέψει ένα επιπλέον εισιτήριο. Αυτός ήταν φυσικά και ο λόγος που δεν έχασα την ευκαιρία να την ξαναδώ στο Ejekt, με την εμπειρία αυτή τη φορά να αναβαθμίζεται ακόμη περισσότερο για έναν και μοναδικό λόγο: το υπέροχο κοινό της Flo που αυτή τη φορά θα ήταν πραγματικά κοντά της. Ένα κοινό που είχε τη χαρά να απολαύσει για τα καλά την εγγύτητα που επεδίωξε η ίδια η Florence Welch μαζί του, κατεβαίνοντας δίπλα του για τρία ολόκληρα κομμάτια (“Dream Girl Evil”, “Prayer Factory”, “Big God”), τραγουδώντας μαζί του, κρατώντας σφιχτά τα χέρια του, φιλώντας γλυκά στο μάγουλο ένα έφηβο κορίτσι που έμοιασε έτοιμο να λιποθυμήσει με ό,τι συνέβαινε. Happy times.
Ήδη βέβαια από την αρχή φαινόταν το πώς θα πάει η βραδιά, όταν τα ουρλιαχτά (και για μερικούς τα κλάματα) ενθουσιασμού θα διαδεχόταν το εκκωφαντικό sing along σε κομμάτια όπως το “Ship to Wreck” και με την πυκνότητα του κόσμου μπροστά από τη σκηνή τόσο μεγάλη, που δεν έλειψαν οι λιποθυμίες. Η παρουσία της Florence Welch αέρινη όπως πάντα – με ένα φόρεμα εμπνευσμένο από απεικονίσεις των Παναθήναιων σε αρχαίους αμφορείς – και η ίδια ξυπόλητη, να χορεύει και να τρέχει πάνω κάτω στη σκηνή σαν ξωτικό. Δεν έχασε μάλιστα την ευκαιρία να αναφερθεί στις «δυνατές Ελληνίδες», σαν τη manager της, Hannah Giannoulis, την οποία ευχαρίστησε για την συναυλιακή της επιστροφή στην Αθήνα.
“You Got the Love”, “Choreomania”, “Kiss With a Fist”, “Dog Days Are Over” και “Cosmic Love” θα αποτελούσαν συλλογικό έργο στο τραγούδι, με τις φωνές του κοινού της Πλατείας Νερού να δημιουργούν ένα πραγματικά συγκινητικό κλίμα, που θα μπλεκόταν όμως και με μπόλικο χορό που η ίδια η Florence Welch θα ενθάρρυνε. Η ίδια θα ενθάρρυνε μάλιστα και το να κατέβουν όλα (μα όλα!) τα κινητά τηλέφωνα που παραδοσιακά μένουν υψωμένα και καταγράφουν τις συναυλίες της, με το κοινό να υπακούει και να ζει τη στιγμή όπως της άξιζε. Παίζοντας μαζί του, η Florence θα του ζητούσε στη συνέχεια να τα υψώσει στον αέρα με ανοιχτούς φακούς, δημιουργώντας λίγο πριν το τέλος μια θάλασσα φωτός που όσο cheesy κι αν φαντάζει σε ένα γραπτό κείμενο, διόλου δεν ήταν το να ζει και να το χαζεύει κανείς με soundtrack την αψεγάδιαστη φωνή της.
“My Love” και “Restraint” στη συνέχεια, για να ακολουθήσει ένα επικό encore, με το τρυφερό “Never Let Me Go” να ακούγεται ζωντανά για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία και την ίδια να επανανοηματοδοτεί ένα κομμάτι που της θύμιζε μια πολύ σκοτεινή περίοδο της ζωής της. Το “Shake It Out” θα ακουγόταν αμέσως μετά, ενώ το τέλος θα μας έβρισκε με το “Rabbit Heart (Raise It Up)” να γεμίζει την Πλατεία με «ανθρωποθυσίες» στη θεά Αθηνά στο κλίμα του κομματιού και στους ώμους όσων είχαν το κουράγιο να σηκώσουν τους δικούς τους ανθρώπους ψηλά για να χορέψουν με την ψυχή τους.
Η Florence + the Machine κατάφερε το βράδυ της Κυριακής να πείσει και τους πιο δύσπιστους για την καλλιτεχνική της αξία, σε ένα εκρηκτικό live-εμπειρία και ταυτόχρονα μάθημα φωνητικής, σκηνικής παρουσίας και επικοινωνίας με το κοινό. Σαν μια σύγχρονη Kate Bush (μεγάλη κουβέντα, το γνωρίζουμε), ζέστανε την καρδιά 20.000 ανθρώπων με «κοσμική αγάπη», τους ζήτησε να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον και έκλεισε το Ejekt του 2023 με χαμόγελα ευτυχίας που σπανίζουν. Της το χρωστάμε και την περιμένουμε ξανά σύντομα.