“Remember what people need to do”
Αυτά ήταν τα, σχεδόν, τελευταία λόγια του John Cale, πριν αποχωρήσει οριστικά από το αρχαίο θέατρο του Ηρωδείου κατά τη διάρκεια του encore, που στην ουσία δεν ήταν τέτοιο παρά ένας σύντομος και κάπως καταναγκαστικός αποχαιρετισμός. Τόσο κρυπτικά, περίεργα και ίσως άβολα, όσο και σημαντικό μέρος της σχεδόν 2ωρης συναυλίας που έδωσε μαζί με τη τριμελή μπάντα του και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα Αθηνών. Μετά το πέρας αυτής, αναπόφευκτα γεννήθηκαν ερωτήματα, κάποια από τα οποία επιδέχονται εύκολων απαντήσεων, ενώ κάποια άλλα όχι, καθώς έχουν και ένα πιο υποκειμενικό και σύνθετο χαρακτήρα.
Ποιες προσδοκίες πρέπει να κουβαλάει κανείς σε τέτοιες συναντήσεις με θρύλους της μουσικής ιστορίας; Τι έχουν να προσφέρουν πλέον στο συλλογικό βίωμα οι συναυλίες τους; Πόσο προσωπική υπόθεση είναι εν τέλει η live αναμέτρηση μαζί τους, καθώς και η αποτίμηση τους; Γιατί έχει επιλέξει ο John Cale να περιστοιχίζεται από μία τόσο φανερά ασύνδετη και αταίριαστη στο ύφος του μπάντα; Τι πραγματικά προσέθεσε στις συνθέσεις και στη συνολική εμπειρία η πολυμελής Φιλαρμονική Ορχήστρα Αθηνών (και το ανέγγιχτο, παρατημένο στη γωνία, grand piano); Και, εν τέλει, μήπως πρέπει πλέον να γίνει μία σοβαρή συζήτηση για το ποιες συναυλίες είναι πρόσφορο να γίνονται στο Ηρώδειο;
Μερικά λεπτά μετά τις 9, και ενώ το κοινό είχε γεμίσει κάτι περισσότερο από το μισό αριθμό θέσεων του εμβληματικού χώρου, ο John Cale εισήλθε στη σκηνή, περπατώντας προσεκτικά μπροστά και προς το κέντρο της, όπου είχαν στηθεί τα synths του, με τα μαύρα-ασημί παπούτσια του να στραφταλίζουν μέσα στο δροσερό σούρουπο. Ξεκίνησε τη συναυλία του με το “Jumbo In Tha Modernworld” - ένα single από το 2006 - όπως είθισται να κάνει στο φετινό tour του, και γρήγορα έγινε εμφανές πως κάτι δεν λειτουργούσε καθόλου καλά. Κατά το πρώτο μισάωρο, η Ορχήστρα έμοιαζε εντελώς ξεκούρδιστη και περιττή (οριακά και παρεμποδιστική), η μπάντα του βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου, και γενικότερα ο ήχος που έφτανε στα διαζώματα, έμοιαζε να αποτελούνταν μόνο από τη φωνή του Ουαλού και τα drums, με όλα τα υπόλοιπα πολλά όργανα να είναι χαμένα στο βάθος.
Όσο περνούσε η ώρα, η χημεία των διάφορων μερών άρχισε να δένει καλύτερα, τα όποια τεχνικά ζητήματα μερικώς διευθετήθηκαν και το αυτί συνήθιζε στην εξερευνητική, avant φιλοσοφία πίσω από τις εκτελέσεις των συνθέσεων. Ειδικά, η ηχητική αντίστιξη ανάμεσα “Helen Of Troy” και “Half Past France”, ήταν ένα πρώτο highlight, το οποίο διαδέχτηκε λίγο αργότερα η φρενήρης, μα και κάπως άτολμη τελικά, επανερμηνεία του “I’m Waiting For The Man”. Παρέα με το “Sunday Morning” - με τους Γουορχολικούς, πολύχρωμους κύκλους να πέφτουν πάνω στις καμάρες του θεάτρου - ήταν οι μοναδικές επισκέψεις στα χρόνια της «μπανάνας», αν και έγινε σαφές πως δεν είχε και ιδιαίτερη όρεξη γι’ αυτές μέσα από την κάπως διεκπαιρεωτική μεταχείριση που έλαβαν.
Κατά το δεύτερο μισό της συναυλίας, τα πάντα έρρεαν πολύ πιο αβίαστα και αρμονικά: ό,τι δεν έβγαζε νόημα μέχρι τότε, άρχισε να λειτουργεί, με τις ποικιλόμορφες συνθέσεις να προσκαλούν το κοινό να χαθεί εντός τους, τα graphs να κουμπώνουν (επιτέλους) με όσα ακούγαμε και τον John Cale να βροντοφωνάζει πως η ψυχή του ήταν, είναι και θα είναι παραδομένη στην avant και ανήσυχη πλευρά των μουσικών πραγμάτων. Αυτό ήταν μάλλον που ξένισε και τους περισσότερους θεατές, που από ένα σημείο και έπειτα άρχισαν να αποχωρούν: ήρθαν στο αρχαίο θέατρο με μία εσφαλμένη εντύπωση πως ο John Cale ήταν εκεί για να παίξει τα γνωστά του και να τους διασκεδάσει, λες και όλα αυτά τα χρόνια επιδιδόταν σε εύπεπτες κυκλοφορίες που προσφέρονταν για φεστιβαλικό show. Επίσης, μόνο με θετικό πρόσημο προσμετράται πως στον κορμό της setlist ενσωμάτωσε κομμάτια από το εξαιρετικό, φετινό του άλμπουμ, ακόμη και αν η σύνθεση της ορχήστρας δεν ευνοούσε την ηλεκτρονική τους φύση. Το πραγματικό, μουσικό αντίο, ήρθε με τη σκοτεινή, διασκευή στο “Heartbreak Hotel” του Elvis Presley, το οποίο έβαλε σε ένα πλαίσιο κατανόησης και όσα είχαν ακολουθήσει μέχρι στιγμής.
Μπορεί, και δικαιολογημένα ως ένα βαθμό, η εμφάνιση του John Cale στο Ηρώδειο να άφησε παράπονα - για τη setlist, τις πειραματικές ακροβασίες, την αποδιοργανωμένη μπάντα και ορχήστρα - αλλά, μάλλον όλα ξεκινούν από το τι αποζητά κανείς σε αυτές τις περιπτώσεις. Αν το κοινό απογοητεύτηκε, γιατί φαντασιωνόταν ρετρό ροκ ενέργεια, αναβιωτικό υπερθέαμα και όλα τα κλισέ που μπορεί να εμπορεύονται κάποιοι δεινόσαυροι της αγοράς, τότε μάλλον κάτι έκανε λάθος. Ο John Cale σέβεται το παρόν του, όσο και το παρελθόν του, και όσες (αρεκτές) αστοχίες συνέβησαν, ήταν γιατί το μικρόβιο της ηχητικής εξερεύνησης δεν θα πεθάνει ποτέ μέσα του. Σε αυτή τη διαδικασία της αέναης αναζήτησης, όλα επιτρέπονται.