Ο έφηβος δίπλα μου μπορεί και να είχε την ίδια ηλικία με εμένα όταν τους είδα για πρώτη φορά ζωντανά τον χειμώνα του 1990 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Σηκωνόταν, καθόταν, άπλωνε χέρια, ξανασηκωνόταν και αδημονούσε να ξεκινήσει το show. Οι Scorpions είχαν καθυστερήσει σύμφωνα με το πρόγραμμα, είχε έρθει το σκοτάδι και όλοι ψιλοβλέπαμε το στήσιμο ενός επικείμενου φαντασμαγορικού show. Πόδια κουνιούνταν ακόμα και στα άβολα καρεκλάκια του Ολυμπιακού Σταδίου. Πιο προπονημένος μπροστά ο Γιάννης Αλεξίου, συντονιζόταν μαζί μας στους ήχους του "Whole Lotta Love" των Led Zeppelin που ζέσταινε το κοινό. Ο πιτσιρίκος δίπλα μου μόνο quiz δεν έκανε για το εναρκτήριο τραγούδι του set και η νευρικότητα συνεχιζόταν. Είχα χρόνια να θρονιαστώ σε μια καρέκλα μόνος και χωρίς τον πειρασμό του κινητού. Είχα την περιέργεια να ρουφήξω λίγες από τις αντιδράσεις αυτού του κοινού και να προσπαθήσω να ζήσω μια συναυλία λίγο διαφορετικά. Ακριβώς δίπλα, οι γονείς σαφώς πιο αδιάφοροι, αλλά εν μέρει γνώστες, ο ίδιος, όμως, φαίνεται να είχε λιώσει το τελευταίο τους άλμπουμ στο Spotify, σε μια προσπάθεια να είναι προετοιμασμένος.
Τότε ήταν η tour για το ίσως τελευταίο καλό άλμπουμ τους, το Crazy World. Έστω κι αν αποχωρούσαν από τις πιο glam metal στιγμές του Savage Amusement προσπαθώντας να ηχήσουν ακόμα πιο σύγχρονοι, είχαν παραδώσει ένα άλμπουμ γεμάτο catchy rockers και μάλιστα ήταν και το τελευταίο με τον παραγωγό Dieter Dierks, ο οποίος ήταν μαζί τους σταθερά από το In Trance του 1975. Ήταν ένα άλμπουμ που τότε κι εγώ είχα ακούσει πολύ, με τον δικό μου μπαμπά επίσης να με συνοδεύει στη συναυλία. Τώρα πια οι ίδιοι είναι οριακά στα τελευταία τους - δημιουργικά. Αλλά δεν έχουν αλλάξει φαινομενικά και πολλά στην ψυχολογία ενός fan από την πρώτη συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, παρά τις τρεις δεκαετίες απόσταση. Το κοινό σίγουρα δεν είναι το ίδιο, ή στα δικά μου μάτια το Στάδιο τότε είχε πάρει φωτιά. Το κοινό πια, 30.000 αυτή τη βραδιά, είναι πολύ μεγαλύτερο στην πλειοψηφία του, αν και συμπεριλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος ηλικιών και γούστων. Έχει και περαστικούς και ακροατές του ραδιοφώνου των playlist που επιμένουν ότι «αυτά θέλει ο κόσμος». Έχει ανθρώπους που ασχολήθηκαν μόνο στις μπαλάντες, αλλά έχει και fans και νοσταλγούς που θαυμάζεις. Όλο αυτό, όμως, δεν βοηθάει ούτε το group, ούτε και την εμπειρία που -ανεξαρτήτως γούστων- μπορεί να σου φέρει μια συναυλία. Την ψυχή της συναυλίας.
Έχουμε κάτι να προσάψουμε στους Scorpions γι' αυτό; Απολύτως τίποτα, ακόμα κι αν έχουν καμιά 30ριά χρόνια (τουλάχιστον) να μας δώσουν ένα πραγματικά καλό δίσκο, αλλά στο μεταξύ έχουν έρθει εδώ 27 φορές. Με μισό αιώνα στην πλάτη τους να το διασκεδάζουν τόσο πολύ, δεν είναι απλά σπάνια περίπτωση, είναι μοναδική. Η μπάντα, που αποτελείται πλέον από τον Rudolf Schenker, τον Matthias Jabs (κιθάρες), τον μπασίστα Pawel Maciwoda και τον ελληνοσουηδό drummer και πολυοργανίστα Mikkey Dee (Micael Kiriakos Delaoglou, ο τελευταίος drummer των Motörhead, από το 1991 μέχρι τη διάλυσή τους μετά τον θάνατο του Lemmy το 2015 - για ένα φεγγάρι και στους Helloween) μοιάζει να το διασκεδάζει ίσως και περισσότερο από το κοινό της. Ειδικά ο Mikkey Dee. Ο Klaus Meine στα 73 του δεν οργώνει βέβαια πια τη σκηνή, είναι σχετικά στατικός, συγκρατεί δυνάμεις (όπως και όλη η μπάντα, με τρόπο που δεν φαίνεται, πλην του drummer, που είναι γνωστός για τα τεράστια σόλο μέρη του και τις δυνάμεις του). Αλλά η φωνή του είναι μια χαρά για το σύνολο των τραγουδιών, με ελάχιστες αλλοιώσεις από τον χρόνο, έστω και χωρίς extreme λαρυγγισμούς και ultra-falsetto επιδείξεις. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έχασε τη φωνή του πριν 40 χρόνια, κατά την ηχογράφηση του Blackout, και χρειαζόταν εγχείρηση για να επανέλθει.
Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι για τους πιο dedicated fans, δεν υπήρχαν εκπλήξεις. Δεν υπήρξε κάτι από τη '70s περίοδο ή κάποιο κομμάτι που δεν είναι στα πολύ αναμενόμενα. Φαντάζομαι ότι όταν ετοιμάζεις ένα σφικτό και μικρό set μιάμισης ώρας (μαζί με τα σολο) και θέλεις να συμπεριλάβεις και τέσσερα νέα κομμάτια, τα περιθώρια στενεύουν. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ήταν άδικοι με το κοινό τους. Με τέσσερα κομμάτια από το Love at First Sting (ίσως το πιο γεμάτο άλμπουμ τους τη δεκαετία του '80, ένα σχεδόν greatest hits, party άλμπουμ με ένα πιο clean ήχο και την αμερικανική αγορά στο μυαλό), δεν μπορούμε να έχουμε παράπονο. Παραβλέπουμε και την απουσία κομματιών από το Savage Amusement που προσωπικά αγαπώ για αρκετά από τα κομμάτια του και όχι μόνο για το ότι προσπάθησαν τότε να πειραματιστούν με ηλεκτρονικά και άλλα στοιχεία στον ήχο τους.
Συνολικά έπαιξαν κομμάτια που άφησαν το αποτύπωμά τους στον χρόνο: το σκοτεινό "The Zoo" με τις κιθάρες τους να ουρλιάζουν στον γνωστό mid-tempo ρυθμό, το "Make It Real", που έχει ένα από τα πιο δυνατά κουπλέ που έχουν γράψει, το "Coast to Coast", το anthem "Bad Boys Running Wild", αλλά και πιο αδιάφορα όπως το "Tease Me Please Me", παρότι για πολλούς από εμάς ήταν και αυτό που μας τους σύστησε συναυλιακά πριν 32 χρόνια. Προφανώς και δεν έλειψαν οι μπαλάντες που μάλλον ξεθώριασαν στον χρόνο, όπως το "Send Me an Angel", ενώ έπαιξαν και τέσσερα νέα κομμάτια που μάλλον θα κάνουν το ίδιο όταν έρθει η ώρα τους, αλλά η μεγάλη στιγμή της βραδιάς ήταν (αναμενόμενα) το "Big City Nights". Σε κομμάτια όπως αυτό αποτυπώνεται η μοναδικότητα αυτής της μπάντας: μοναδική μελωδική φλέβα που με ένα opening riff και ένα εκπληκτικό κουπλέ απαξιώνει εντελώς την ανάγκη του ρεφρέν. Ήταν η κομβική στιγμή του Love at First Sting, αλλά και αυτή της εμφάνισής τους: τέσσερις δεκαετίες μετά μπορεί να συγκινεί εξίσου ένα ολόκληρο στάδιο. Προφανώς, βέβαια, και το set περιλάμβανε και το "Wind Of Change", με αλλαγμένους στίχους ώστε να προσαρμοστεί σε ένα είδος συμπαράστασης στον «γενναίο ουκρανικό λαό», όπως σημείωσε ο Klaus Meine.
Τι κι αν το encore περιελάμβανε "Still Loving You" και "Rock You Like a Hurricane"; Η βραδιά είχε για εμένα από πριν κορυφωθεί. Αλλά και ταυτόχρονα ένιωθα ότι (αναπόφευκτα) κλείνει ένας κύκλος, ακόμα κι αν συνεχίσουν να έρχονται στη χώρα μας. Κι αυτό που ήδη μας δίνουν στα 73 τους, άρτιο επαγγελματικά και από τα μεγαλύτερα show σε στήσιμο και εντυπωσιακό σκηνικό που έχουν παρουσιάσει ποτέ, είναι ήδη αρκετό, αλλά μοιάζει να φθίνει. Ίσως όχι για τους περιστασιακούς επισκέπτες των συναυλιών ή τα νέα παιδιά, όπως αυτό που καθόταν δίπλα μου. Θα χαιρόμουν, όμως, περισσότερο, αν και το ίδιο παρακολουθούσε τη συναυλία και δεν την κατέγραφε απλώς (σχεδόν ολόκληρη) από ένα κινητό, αν εκτόνωνε όλη αυτή τη χαρά και την προσμονή στην πραγματική επικοινωνία μαζί τους. Αλλά εδώ συνέβαινε σε συγκλονιστικές συναυλιακές στιγμές γύρω μας φέτος, δεν μπορεί να το απαιτήσει κανείς εδώ.
Σίγουρα πάντως ένας μεγάλος αριθμός εκ του κοινού είχε έρθει για τον Alice Cooper. Κι εγώ μαζί, μιας και επίσης ήταν μία από τις συναυλίες (στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας) στις οποίες πήγα - επίσης με τη συνοδεία του μπαμπά μου. Σαφώς αδικημένος από την ώρα και τις συνθήκες που βγήκε (στις 19:30, με ντάλα ήλιο), προσπάθησε να το αγνοήσει με ένα show που είχε όλα τα θεατρικά στοιχεία που έβαλαν τη στάμπα τους για να χαρακτηριστεί ως ο νονός του shock rock.
Πετάχτηκε έξω από το spooky κάστρο του ορεξάτος, με πανύψηλα Frankestein θηρία στο "Feed My Frankenstein", χρησιμοποίησε τεράστια φουσκωτά μωρά, πολλές δόσεις ψεύτικου αίματος, ζουρλομανδύες, κοστούμια βγαλμένα από το γνωστό στυλ του και έφτασε να αποκεφαλιστεί επί σκηνής σε μια μεταλλική γκιλοτίνα, με το κεφάλι του να κάνει βόλτα στη σκηνή.
Αν παρακολουθήσει ένας σημερινός νέος το show και αρκεστεί στο θεατρικό storytelling ίσως να μην σοκαριστεί, με μοναδική εξαίρεση αυτή του «ζωντανού αποκεφαλισμού», στην οποία κάποιοι από εμάς τα χρειάστηκαν. Αλλά ξέρουμε ότι ο ίδιος δεν αρκείται διαχρονικά εκεί. Φρόντισε να το συνδυάσει με rock'n'roll καύσιμο και μάλιστα από τα παλιά, όχι αυτά που τον σύστησαν σε ένα νέο κοινό με το Trash. Αν αφήσει κανείς στην άκρη το (όχι και τόσο ενδιαφέρον) νέο υλικό, το setlist του είχε αρκετά classics, όπως τα κλασικά και αγαπημένα σε όλους από τα '70s “Under My Wheels”, “No More, Mr. Nice Guy” και “I’m Eighteen”. Αλλά και τα “Steven”, “Escape”, με το φανατικό κοινό του να ανταποδίδει την τιμή για τις μη αναμενόμενες επιλογές. Όπως, όμως, και να δόμησε το setlist αυτό, στα κομμάτια του Trash ("Bed Of Nails", "Poison", "House of Fire") ήταν αυτά στα οποία το κοινό στο σύνολό του τραγούδησε - άντε και στο τελευταίο "School’s Out", το οποίο συνδυάστηκε με το "Another Brick In The Wall" των Pink Floyd.
Όσο για τη μπάντα, ξέρουμε ότι πάντα διάλεγε τους καλύτερους μουσικούς να τον συνοδεύσουν, κι ο drummer Glen Sobel (έχει δουλέψει με Rob Halford και Steven Tyler, μεταξύ άλλων) είναι ένας από αυτούς, όπως και οι κιθαρίστες. Η χαρισματική Nita Strauss το πάλευε οδηγώντας την κούρσα, αλλά ο Alice ήταν αυτός που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην απογείωση. Κι αυτή, λόγω ώρας εμφάνισης, λόγω συνθηκών, λόγω των πολλών solo που βοηθούσαν βέβαια και τον ίδιο να πάρει ανάσες και να αλλάξει κοστούμια αλλά κούρασαν, λόγω και της ίδιας του της φωνής που στα 73 πια έχει κάποια θέματα, ίσως δεν ήρθε ποτέ. Ήταν όμως μια επαγγελματική και απολύτως τίμια εμφάνιση, δεδομένων των 50 ετών που κουβαλάει πλέον στην πλάτη και μιας μπάντας που είναι φτιαγμένη γι' αυτήν.