Δύο ημέρες έχουν περάσει από το δεύτερο ραντεβού που δόθηκε για φέτος στο Release Athens και στη φιλόξενη Πλατεία Νερού, και δεν είναι λίγοι αυτοί που παραμιλούν ακόμη για μια από τις πιο μεγαλειώδεις συναυλίες των τελευταίων ετών στη χώρα μας. Και δεν είναι μόνο ο εμβληματικός Nick Cave, ο οποίος χωρίς αμφιβολία υπήρξε ο αστέρας της βραδιάς και που έβαλε τα δυνατά του για να συμβεί αυτό, αλλά στην πραγματικότητα όλα ανεξαιρέτως τα συγκροτήματα αποζημίωσαν το κοινό που συνέρρευσε από νωρίς στο φεστιβάλ, χαρίζοντάς του μια μουσική εμπειρία που θα θυμάται για χρόνια. 

Η δεύτερη μέρα του Release Athens 2022 ξεκίνησε με τους εγχώριους Royal Arch, οι οποίοι βρέθηκαν στο stage της Πλατείας Νερού περίπου στις 17.30 το απόγευμα, έχοντας να φέρουν εις πέρας το παραδοσιακά άβολο για όλες τις μπάντες αυτού του βεληνεκούς άνοιγμα του φεστιβάλ. Και παρότι το κοινό εκείνη τη στιγμή ήταν περιορισμένο εξαιτίας της ώρας και καθόλου εξοικειωμένο με τη μουσική τους, οι Royal Arch κατάφεραν με περίσσεια ευκολία να το βάλουν στο κλίμα, εντυπωσιάζοντας με την άνεσή τους επί σκηνής και τις indie μπασογραμμές τους, που μας θύμισαν μερικές από τις καλύτερες μουσικές στιγμές των βρετανικών ‘90s και του χαρακτηριστικού ήχου του Manchester. Μπορεί η εμφάνισή τους να διήρκεσε μόλις ένα 20 λεπτά, η δυναμική τους, ωστόσο, είμαστε σίγουροι πως θα κάνει τον κόσμο που τους άκουσε για πρώτη φορά στο Release να αναζητήσει τους χαρισματικούς Πειραιώτες και τη μουσική τους περαιτέρω.

2t1a7655

img_9572

Τη σκυτάλη θα έπαιρναν λίγη ώρα μετά οι επίσης εγχώριοι shoegazers, Sugar For The Pill. Έχοντας κυκλοφορήσει μέσα στο 2022 το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο Wanderlust, οι Sugar For The Pill παρουσίασαν στο κοινό κομμάτια του δίσκου τους που χαρακτηρίζονται από dreamy και εξόχως μελαγχολικές συνθέσεις, που στη ζωντανή τους παρουσίαση δεν έχαναν την πυγμή και το ενδιαφέρον τους, παρότι ανήκουν σε ένα είδος που παραδοσιακά «χάνει» στη live εκδοχή του. Το συγκρότημα φάνηκε στην αρχή αισθητά αγχωμένο, η χημεία μεταξύ των μελών του, ωστόσο, ήταν επαρκής ώστε στη συνέχεια να «λυθεί» στο stage και να παρουσιάσει τελικά ένα ενδιαφέρον και άρτιο set.

img_9583

img_9606

Μετά από τους Sugar For The Pill και τις συνθέσεις τους που θύμισαν κάτι από Slowdive, η Πλατεία Νερού ετοιμάστηκε να υποδεχθεί ένα από τα σημαντικότερα live acts εκεί έξω, που, έχοντας στις αποσκευές του έναν από τους κορυφαίους δίσκους της χρονιάς, το Skinty Fia, αποτελούσαν ίσως το σημαντικότερο όνομα της προχθεσινής διοργάνωσης στις κατηγορίες φρεσκάδας και relevance. Γνώριμοι στο εγχώριο κοινό έπειτα από πολλαπλές εμφανίσεις τους στην Αθήνα τα προηγούμενα χρόνια, οι Ιρλανδοί Fontaines D.C. ανέβηκαν στο stage του φεστιβάλ λίγο πριν το σούρουπο, με τον κόσμο από κάτω να έχει πολλαπλασιαστεί αισθητά περιμένοντας να τους απολαύσει -ένα σημαντικό μέρος του κοινού, άλλωστε,  βρέθηκε στη δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ, κυρίως, και ακριβώς για αυτόν τον λόγο. 

Το set τους ξεκίνησε με το απολαυστικό “In ár gCroíthe go deo” από την τελευταία τους δισκογραφική δουλειά, για να συνεχίσουν με τα “A Lucid Dream”, “Sha Sha Sha” και “Roman Holiday”. Ο frontman, Grian Chatten, όπως και οι υπόλοιποι μουσικοί του συγκροτήματος δεν φάνηκαν να έχουν πολλή όρεξη να «συνομιλήσουν» με το κοινό όπως σε προηγούμενες εμφανίσεις τους, παρουσίασαν όμως με δυναμισμό και πυγμή το set τους που καθ’ όλη τη διάρκειά του υπήρξε εξόχως απολαυστικό και ανέβασε για τα καλά την ένταση του φεστιβάλ.

img_9677

img_9720

img_9716

img_9735

Το συγκρότημα ερμήνευσε μεταξύ άλλων τα κομμάτια “Nabokov”, “Big Shot”, “Too Real”, “A Hero's Death”, “Jackie Down the Line” και “Boys in the Better Land”, για να κλείσει ατμοσφαιρικά με το “I Love You”, που ξεχώρισε ως η καλύτερη στιγμή της εμφάνισής του. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς για τους Fontaines D.C. ότι αν συνεχίσουν έτσι ως μπάντα, χαρίζοντας στο κοινό τέτοιους δίσκους όπως και ζωντανές εμφανίσεις, τα επόμενα χρόνια θα είναι τόσο μεγάλοι που πραγματικά ίσως και να είναι δύσκολο να τους απολαύσουμε σε ένα εγχώριο φεστιβάλ όπως τώρα.

img_9694

img_9696

img_9749

img_9701

Μετά τους Fontaines D.C. ένα ακόμη γνώριμο στο ελληνικό κοινό συγκρότημα θα καταλάμβανε το stage του φεστιβάλ, πανέτοιμο να το συνεπάρει για ακόμη μια φορά με τις μαγευτικές post-rock συνθέσεις του. Οι συστάσεις είναι περιττές για τους εμβληματικούς Σκοτσέζους Mogwai, που τις τελευταίες δεκαετίες ηγήθηκαν του συγκεκριμένου ήχου όσο λίγα συγκροτήματα, καθορίζοντας ουσιαστικά οι ίδιοι την post-rock και instrumental σκηνή παγκοσμίως. Αυτός ήταν και ο λόγος που καταχειροκροτήθηκαν με το που εμφανίστηκαν στην Πλατεία Νερού, παίζοντας τις πρώτες νότες του εμβληματικού “I’m Jim Morrison, I’m Dead” και δημιουργώντας άμεσα μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα, σπάνια για φεστιβάλ αυτού του είδους.

Το συγκρότημα παρουσίασε ένα κλιμακούμενο σε ένταση set που κορυφώθηκε προς το τέλος και που περιλάμβανε επιλογές από διάφορες στιγμές της (πλούσιας ομολογουμένως) δισκογραφίας του. Οι ίδιοι μάλιστα στην περιοδεία που πραγματοποιούν αυτήν την περίοδο φαίνεται να το αλλάζουν συνεχώς, παρουσιάζοντας διαφορετικές επιλογές σε κάθε μία από τις στάσεις τους ανά τον κόσμο. Έτσι, το αθηναϊκό κοινό απόλαυσε τους εντυπωσιακά επικοινωνιακούς σε αυτή τους την εμφάνιση Mogwai, να ερμηνεύουν κομμάτια όπως τα “Dry Fantasy”, “Killing All The Flies”, “How To Be A Werewolf”, “Ceiling Granny” και “Drive The Nail”, με το συγκρότημα να κλείνει σε υψηλές εντάσεις και άκρως εντυπωσιακά με τα “Mogwai Fear Satan” και “We’re No Here”.

img_9795

img_9790

img_9803

Το δυναμικό κλείσιμο των Mogwai και η συνολικά άρτια και καταιγιστική ανά περιστάσεις εμφάνισή τους θα αποτελούσε το ιδανικότερο ζέσταμα για αυτό που θα ακολουθούσε στην Πλατεία Νερού στη συνέχεια και που ομολογουμένως όσοι βρεθήκαμε εκεί θα θυμόμαστε για χρόνια. Τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία – και κάπως διεκπεραιωτική κατά την προσωπική μου άποψη – εμφάνισή του στο Release, ο Nick Cave με τους Bad Seeds θα χάριζε στο αθηναϊκό κοινό μια εμπειρία που μόνο ένας γνήσιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να φέρει εις πέρας.

 Η αρχή έγινε με καταιγιστικούς όρους που μας ξάφνιασαν ευχάριστα, με το “Get Ready For Love” και το “There She Goes, My Beautiful World” από τον διπλό δίσκο Αbattoir Blues / The Lyre of Orpheus του 2004. Το ότι ο Nick Cave δεν βρισκόταν στη σκηνή με την κλασική σύνθεση των Seeds (χωρίς τους προ πολλού φευγάτους Mick Harvey και Blixa Bargeld και με τον Toby Dammit να έχει αναλάβει τα drums στη θέση του Thomas Wydler) δεν του  στάθηκε ούτε στιγμή εμπόδιο. Με φοβερή ενέργεια– που εκφραζόταν ασταμάτητα, μέσα από μια διαρκή επικοινωνία με το κοινό, με τη μορφή διαλόγων και ένθερμων αγγιγμάτων – αλλά και συνοδεία ενός gospel trio στα backing vocals, το οποίο και απογείωσε ορισμένα από τα κομμάτια που ο ίδιος παρουσίασε με τους Seeds, ο Nick Cave έδωσε, αδιαμφισβήτητα,  μια από τις καλύτερες συναυλίες του επί ελληνικού εδάφους, σε μια αλησμόνητη εμφάνιση, για την οποία θα μιλάμε για χρόνια. 

img_9876

img_9961

 img_9848

2t1a7804

 Μαυροντυμένος και sleek όπως πάντα, ο Cave συνέχισε το set με ένα εξίσου καταιγιστικό “From Her to Eternity”, για να συνεχίσει με το μαγευτικό “O Children”. “Jubilee Street”, “Bright Horses”, “I Need You” και “Waiting for You” θα έρχονταν στη συνέχεια, για να προχωρήσει μετά στο “Carnage”, που κυκλοφόρησε μαζί με τον χαρισματικό Warren Ellis την προηγούμενη χρονιά και που άφησε όπως πάντα τις καλύτερες εντυπώσεις ως προς την αρτιότητά του και το δημιουργικό μεγαλείο που προκύπτει όταν οι δυο τους αποφασίζουν να παράξουν νέα μουσική. Η συναυλία θα συνέχιζε με το “Tupelo” του 1985, μέχρι να ακουστεί η χαρακτηριστική καμπάνα του “Red Right Hand” και να προχωρήσει στο μεγαλειώδες ερωτικό “The Ship Song”. “The Mercy Seat” και “Higgs Boson Blues” ήρθαν λίγο αργότερα, ενώ στις κορυφαίες εκπλήξεις της βραδιάς, συγκαταλέγεται, το δίχως άλλο,  η εκτέλεση του “City of Refuge” από το Tender Pray, σε μια από τις σπάνιες ζωντανές ερμηνείες του που αποζημίωσαν τους die hard fans του καλλιτέχνη και του συγκροτήματος.

2t1a7771

2t1a7768

img_9864

img_9872

img_9972

Το main set προχώρησε προς το τέλος με το “White Elephant” των Cave και Ellis, ενώ λίγο αργότερα ο Nick Cave ανέβηκε μόνος στη σκηνή για το παραδοσιακό encore, ερμηνεύοντας στο πιάνο το “Into My Arms”. Τα “Vortex” και “Ghosteen Speaks” ήταν τα κομμάτια με τα οποία έκλεισε η συγκλονιστική του εμφάνιση στο Release, με τον ίδιο να συνοδεύεται αυτή τη φορά με το gospel trio που θα προσκαλούσε στο μπροστινό σημείο του stage και το κοινό σε αυτή τη φάση να παραληρεί πραγματικά. Αν και θα ήταν πιο ακριβές να σημειώσουμε ότι στην πραγματικότητα το κοινό παραληρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, ένα κοινό αποτελούμενο τόσο από «βετεράνους» θαυμαστές του Cave και των Seeds, που ίσως να τον θυμούνται από τις εποχές που τριγυρνούσε στα Εξάρχεια και το Decadence, όσο και κοινό νεότερο, που ίσως τον απόλαυσε για πρώτη φορά στο Φάληρο και θα θυμάται για πάντα το βράδυ της Τετάρτης.

2t1a8014

2t1a7802

Αυτό το γενεαλογικό «πάντρεμα» είναι κάτι που μόνο καλλιτέχνες του επιπέδου του Nick Cave μπορούν να πετύχουν, καλλιτέχνες που παρά το γεγονός ότι παράγουν μουσική επί περισσότερα από 40 χρόνια, δεν σταματούν να εξελίσσονται, να έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν παρά το ότι έχουν απωλέσει τη νεότητά τους εδώ και καιρό, αλλά, κυρίως, να έχουν και να βρίσκουν την όρεξη να το κάνουν, με απόλυτο σεβασμό και αγάπη προς το κοινό που τους ακολουθεί ευλαβικά.

2t1a7942

img_9932

Αν υπάρχει ένα πράγμα που πρέπει να κρατήσουμε από την καταιγιστική δεύτερη μέρα του φετινού Release Athens, είναι τα δακρυσμένα μάτια του κοινού κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του Nick Cave και των Bad Seeds. Κι αυτό, γιατί αυτού του είδους οι συλλογικές συγκινήσεις που βιώνουμε μαζί με τους καλλιτέχνες που μας συντροφεύουν ανά τα χρόνια, είναι τελικά και το μόνο που μετρά.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured