Μια ενδιαφέρουσα βραδιά βασισμένη στον πειραματισμό χάρισε στο αθηναϊκό κοινό ο καλλιτέχνης που με το όνομα Actress πρωτοπορεί εδώ και χρόνια στο τερέν της ηλεκτρονικής μουσικής.

Στις πιο ιδιαίτερες στιγμές του set που παρουσίασε, ο (κατά κόσμον) Darren Cunningham έμοιαζε με διακριτικό προσκυνητή της ψηφιακής κουλτούρας, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από ένα μέχρι πρότινος ανεξερεύνητο virtual οικοδόμημα, θέλοντας να μας μυήσει όλους στις αρετές του. Στις πιο αδιάφορες στιγμές, πάλι, έμοιαζε με τεχνοκράτη που βρέθηκε σε συνέδριο γύρω από τον «νέο ήχο» και έκανε μια οπτικοακουστική παρουσίαση στους αγοραστές των apps σχετικά με τον οικιακό πειραματισμό της ρυθμολογίας.

Προτιμώ βέβαια να αντιμετωπίζω τον Actress στην πρώτη του εκδοχή, γιατί ξέρω ότι το έργο του έχει ενδιαφέρον –δεν είναι τυχαίος παραγωγός. Δεν μπορώ όμως να μην καταλάβω και όσους το περασμένο Σάββατο εισέπραξαν τη δεύτερη εκδοχή στην αίθουσα Banquet του Μεγάρου Μουσικής. Άλλωστε η μουσική που παρουσίασε σε αυτήν την performance δεν ανήκει σε εκείνες που μπορείς να μοιραστείς με άλλους ή που νιώθεις ότι σε κάνουν να συμμετέχεις σε μια κοινή συναυλιακή εμπειρία.

Στη μεγαλύτερη από τις δυο οθόνες της σκηνής, παρακολουθούσαμε την περσόνα που ο Actress ονομάζει «Young Paint». Πρόκειται για την προσωποποίηση ενός προγράμματος λογισμικού, που μοιάζει εγκλωβισμένο σε μια virtual πραγματικότητα. Στην ουσία, ο Young Paint ζει σε ένα δωμάτιο (κανονικό, με κρεβάτι, κομοδίνο κτλ.), το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από το εσωτερικό ενός υπολογιστή –ή, μάλλον, από τον ίδιο τον εγκέφαλο του Cunningham. Ο performer προσπαθεί να έρθει σε επαφή με το πρόγραμμα μέσα από το οποίο παράγει και συνθέτει μουσική και να αρχίσει έτσι έναν διάλογο μαζί του.

Μέσα από τους ασπόνδυλους ήχους και τις θρυμματισμένες μελωδίες, ατενίζει τις δυνατότητες της ψηφιακής του εσωτερικής φωνής, στοχάζεται πάνω στο πού βρίσκονται τα όρια της ανθρώπινης δημιουργίας και της παρέμβασης του λογισμικού, αυθυποβάλλεται από τα βάρη της συνύπαρξης του εγκεφάλου του με τις προηγμένες μηχανές· και, στο αποκορύφωμα της παράστασης, αφήνει ολοκληρωτικά τη σκυτάλη στην ψηφιακή του inner voice, χρίζοντάς τη ως το alter ego του. Η τεχνητή νοημοσύνη αναλαμβάνει λοιπόν ισάξιο credit συνθέτη με την ανθρώπινη νοημοσύνη.

Ωραία και διαβασμένη είναι η κατάθεση αυτή του Cunningham, όμως τα μοτίβα δεν είναι καθόλου μαλακά και εύληπτα. Ποιο ήταν λοιπόν το ζητούμενο; Μια μέθοδος αυτοβελτίωσης για τους σκεπτόμενους δημιουργούς της electronica των επόμενων δεκαετιών, οι οποίοι θα είναι ολότελα παραδομένοι σε προηγμένα προγράμματα; Ελπίζω όχι. Μια άσκηση ύφους, με αφετηρία τη σκέψη του κατά πόσο είναι συνειδητή η σύλληψη μιας καλής ηλεκτρονικής μελωδίας, όταν ο συνθέτης πατάει απλώς δυο κουμπιά και βρίσκεται ανάμεσα σε πανάκριβο εξοπλισμό και χιλιάδες καλώδια; Ελπίζω ναι.

Σε κάθε περίπτωση, ο Actress πειραματίστηκε πάνω σε πραγματικούς, ωφέλιμους χρόνους και είχε στιγμές αληθινής ευφυΐας. Προσωπικά θα ήθελα να στόχευε λίγο παραπάνω στην ψυχή, παρακάμπτοντας το δέλεαρ των εντυπώσεων που θα κέρδιζε το corprate κοινό σε συνέδρια για το μέλλον της ψηφιακής κουλτούρας στις τέχνες. Ίσως έτσι να ενίσχυε το 100% αναλογικό συναίσθημα του να μοιράζεσαι την εμπειρία μιας συναυλίας, με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες ανησυχίες με εσένα πάνω στην ηλεκτρονική μουσική –ακόμη κι αν αυτές είναι απόλυτα θεωρητικές.

Όσο για το αν είναι απαραίτητο ένα τέτοιο συναίσθημα συμμετοχής; Νομίζω ότι μέχρι και ο Young Paint, ο οποίος ζει κλεισμένος κάπου μέσα στο PC του Actress, θα έγνεφε με κατάφαση.

{youtube}2OG5jixc3ts{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured