Φωνές της ερήμου και καλιφορνέζικη ψυχεδέλεια, αέρινη house και ανατολίτικη techno, γλυκό, φλώρικο indie και disco χαρτοπόλεμος. Αυτό ήταν σε τίτλους το περιεχόμενο τη 2ης μέρας του Plisskën Festival 2019, το οποίο φιλοδόξησε να επιστρέψει στα καλοκαίρια (από όπου και ξεκίνησε). Κι αν η βραδιά είχε headliner και βαρύ πυροβολικό τον πατέρα–παππού–νονό της italo disco Giovanni Giordio Moroder, πολλά και ενδιαφέροντα παρουσιάστηκαν στις τρεις σκηνές του φεστιβάλ πριν από αυτήν την κορύφωση· μη προσελκύοντας ωστόσο ικανοποιητικό κόσμο, για event τέτοιας κλίμακας. 

Η γκουβάτη psych rock του Glenn Brigman και της υπόλοιπης συντροφιάς των Καλιφορνέζων Tiptides ήταν το μουσικό χαλί της εισόδου των πρώτων φεστιβαλιστών, όσων επέλεξαν να πιουν τον απογευματινό τους καφέ στην  αυλή της Τεχνόπολης, ώστε να μη χάσουν τίποτα από τη 2η ημέρα του Plisskën 2019. Με όμορφες, συμπαθητικές συνθέσεις που μύριζαν Δυτική ακτή και καλοκαίρι, οι Tiptides άνοιξαν ευχάριστα το φεστιβάλ με τις κιθάρες τους, ανανεώνοντας τη συμπάθεια του ελληνικού κοινού για τη νεοψυχεδέλεια του Λος Άντζελες

Η εκπροσώπηση της μουσικής της ερήμου στο φετινό Plisskën ξεκίνησε την 1η μέρα με τους νομάδες Tinariwen και ολοκληρώθηκε τη 2η από ένα ακόμα μουσικό τέκνο της φυλής των Τουαρέγκ, τον κιθαρίστα Bombino και τη μπάντα του. Εκπληκτικά παιξίματα, που τα αδίκησε η ώρα στην οποία ακούστηκαν, αφού ο ελληνικός ήλιος φάνηκε να νικάει αυτόν της ερήμου, ενοχλώντας ακόμα και τον ίδιο τον Bombinο –παρότι είναι συνηθισμένος σε πολύ σκληρότερες θερμοκρασίες. Φαινόταν λοιπόν να δυσφορεί μέσα στην παραδοσιακή του ενδυμασία ο μουσικός από τη Δημοκρατία του Νίγηρα, όμως δεν έχασε το χιούμορ του και τη διάθεσή του, ούτε καν όταν έσπασε μια χορδή από την κιθάρα του. Τουναντίον, φιλοδώρησε το κοινό με ένα απολαυστικό, υψηλού επιπέδου τζαμάρισμα. 

Εν τω μεταξύ ανακούφιση από τη ζέστη έμοιαζε να προσφέρει το σκοτάδι του Tunnel Stage, όπου ο Poldoore εξαργύρωνε για μία ακόμη φορά την αγάπη του ελληνικού κοινού στα remixes του. Με live σαξόφωνο να δίνει πόντους σε tracks όπως το "But I Do", o Βέλγος DJ και παραγωγός παρουσίασε το νέο του άλμπουμ Mosaic και έκλεισε με chill-out διάθεση και την υπεραγαπημένη από τους εγχώριους ραδιοφωνικούς σταθμούς εκδοχή του στο "Ain’t Sunshine".

Οι Kap Bambino, που ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσουν στις 8 το απόγευμα στο main stage της Τεχνόπολης, είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Το hardcore ιδίωμά τους αναμενόταν αρκετό καιρό από τους λάτρεις του είδους στη χώρα μας και το duo από τη Γαλλία φρόντισε να μην απογοητεύσει. Το επίθετο «εκρηκτική» μοιάζει λοιπόν φτωχό για να χαρακτηρίσει τη live δυναμική που επέδειξαν, με την Caroline Martial να αλώνει κυριολεκτικά τη σκηνή –σαν να είχε καταναλώσει ένα τεράστιο κοκτέιλ αδρεναλίνης, προσφέροντας– απολαυστικά στιγμιότυπα σε όποιον φωτογράφο θα προλάβαινε να την απαθανατίσει. Τα ξερά beats που έφτυνε εντωμεταξύ από την κονσόλα του ο Orion Bouvier ενώνονταν με τα σκληρά punk φωνητικά της, σε μια φυσική techno φόρμα, η οποία ενθουσίασε το κοινό, γοητεύοντας και προσελκύοντας ακόμα και όσους δεν είχαν ακούσει ξανά στη ζωή τους για το γκρουπ. 

Μετά τον οδοστρωτήρα Kap Bambino και τις κλεφτές ματιές στα τεκταινόμενα σε Tunnel Stage και Aquarium –όπου ο Jacque Green και η Violet έδιναν πόνο, παίζοντας πολύ νωρίτερα απ’ όσο ενδεχομένως θα τους ταίριαζε– οι ρυθμοί μπροστά στην κεντρική σκηνή καταγράφονταν ιδιαιτέρως χαλαροί, καθώς οι περισσότεροι είχαν σκορπίσει στα μπαρ και στην περιοχή των food trucks. Η  ισορροπία δεν άλλαξε ούτε όταν εμφανίστηκαν οι Peter Bjorn And John λίγο μετά τις 9, κάνοντας ό,τι μπορούσαν για να μεταστρέψουν αυτήν την αδιαφορία υπέρ τους. 

Για 1 και πλέον ώρα επιδόθηκαν λοιπόν τίμια σε μια performance old school pop/rock –ένα είδος αιώνια συμπαθές, μα τόσο δύσκολο πια ν’ ανάψει τα αίματα. Η παρέα από τη Στοκχόλμη ήταν εμφανώς χαρούμενη που έπαιζε για πρώτη φορά στην Ελλάδα: απ' ότι μας είπαν, έχασαν την πτήση τους και παραλίγο να μην τα καταφέρουν καν να έρθουν. Κι αν απογοητεύτηκαν από το λιγοστό κοινό, δεν το έδειξαν. Αφιέρωσαν στην Αθήνα το βολικό "This Town", δοκίμασαν μια δυναμική διασκευή στο "Teenage Kicks" και επιστράτευσαν όλη τη δυναμική του anthem "Young Folks" –με τον Peter Moren να κατεβαίνει στην αρένα και να γίνεται ένα με τους λίγους αλλά έξαλλους νεαρούς, όσους βρήκαν στο indie των Peter Bjorn And John έναν ακόμα καλό λόγο για χορό. 

Όσος κόσμος έλειπε από το main stage του Plisskën είχε στριμωχτεί στο Tunnel, σχηματίζοντας ουρά μέχρι την πόρτα για να απολαύσει το σκοτεινό live set των Boy Harsher. Σε μεγάλη φόρμα και με άψογη ροή, το ντούο από τη Μασαχουσέτη έδωσε ένα στακάτο και στιβαρό synth σόου, αλυχτώντας στοιχειωτικά και παρασέρνοντας άπαντες στον νυκτόβιο, ηλεκτρικό χορό τους. Κομμάτια όπως το "Pain" και το "Lust" αγρίευαν περισσότερο τις διαθέσεις –με την καλή έννοια– ωστόσο όλα τα χαρτιά της setlist των Boy Harsher αποδείχθηκαν εξίσου δυνατά. Δημιουργήθηκε έτσι μια αίσθηση συνέχειας με τα beats, με τα φωνητικά της Jae Matthews να κεντάνε ένα ενιαίο soundtrack μιας νύχτας τόσο 1980s, μα και τόσο σύγχρονης, την ίδια στιγμή.

Στις 11 το βράδυ είχε πια φτάσει η στιγμή που όλοι περίμεναν στην Τεχνόπολη, αυτή του ραντεβού με έναν ακόμα θρύλο. Οι πρώτες νότες και τα ερωτικά επιφωνήματα από το "Love Τo Love You Baby" μας έπιασαν σχεδόν εξαπίνης. Σηκώνοντας το βλέμμα προς τη σκηνή, έβλεπες τον Giorgio Moroder του 2019 με τα ακουστικά, πίσω από την κονσόλα του, να συνομιλεί συγκινητικά με την εικόνα της Donna Summer του 1975 στο video wall από πίσω. 

Όσο για ό,τι ακολούθησε μετά, δύσκολο ήταν να το περιμένει κανείς. Γιατί ποιος θα φανταζόταν το κοινό του Plisskën, το οποίο ήρθε να δει μια ντουζίνα ονόματα που ακόμα και όσοι ασχολούνται χρόνια με τη μουσική ίσως και να μη γνωρίζουν, να χορεύει και να χοροπηδάει εκστασιασμένο με Britney Spears και Rihanna; Αν τo "I Feel Love" ήταν ο ήχος της disco του μέλλοντος (όπως είχε πει ο Brian Eno στον David Bowie, όταν το άκουσε), το set του Moroder ήταν ο ιδανικός γάμος του ήχου του disco παρελθόντος με αυτόν του παρόντος. Με μια σαρωτική επέλαση στα 1970s και στα 1980s, επιστρατεύοντας από Whitney Houston μέχρι Bee Gees, ο Moroder έκανε όλους τους ροκάδες να νιώσουν καρεκλάδες έστω και για λίγο, ενώ τα pop twists του με τα mainstream hits του σήμερα έδωσαν ένα απροσδόκητα διασκεδαστικό χρώμα στη βραδιά, εξαιτίας του οποίου θα τη μνημονεύουμε για αρκετά χρόνια στο μέλλον.  

Και ναι, το set μπορεί να ήταν προπαρασκευασμένο, προηχογραφημένο και ο Moroder να μην έκανε τίποτα ιδιαίτερο, πέρα από το να πατήσει δυο-τρία κουμπιά κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Και ναι, ήταν εμπορικό μέχρι το τελευταίο beat. Την εμπορικότητά του, ωστόσο, ο Ιταλός καλλιτέχνης δεν την έκρυψε ποτέ: είναι ο ένας μεγάλος άξονας της τεράστιας επιτυχίας που γνώρισε και, προς τιμήν του, ποτέ δεν την απαρνήθηκε χάριν της synth πρωτοπορίας, την οποία επίσης εξέφρασε με θαυμάσιο τρόπο. Κι αν το "Tears" δεν ακούστηκε ποτέ σε αυτό το set, του το συγχωρούμε. Το σημαντικότερο ήταν ότι ο Moroder κατάφερε να ενώσει κόσμο κάθε πιθανής μουσικής προέλευσης σε μια συναυλιακή εμπειρία άφατης διασκέδασης και σε έναν αδελφωμένο, απενοχοποιημένο χορό κάτω από μια βροχή μπαλονιών, πολύχρωμων λέιζερ και λαμέ κομφετί. Άλλωστε ποιος άλλος μπορεί να μιξάρει έτσι το "The Chase" (το βασικό θέμα από Το Express Του Μεσονυκτίου) με το "How Deep Ιs Your Love"; Αξία ανεκτίμητη. 

Αφού λοιπόν έκανε ένα πέρασμα από όλες τις ένοχες χορευτικές μας απολαύσεις ο Moroder έκλεισε το main set του το ίδιο συγκινητικά όπως το ξεκίνησε: με Donna Summer και τη συναισθηματική σημειολογία του "Last Dance".  Όσο για το encore, δεν μας κράτησε καθόλου σε αγωνία –μη λέγοντας να αφήσει τη σκηνή παίζοντας «ένα ακόμα τραγούδι», «κι ακόμα ένα» και βάζοντας τη γυναίκα του (και μάνατζέρ του) να τον φωτογραφήσει με τον κόσμο. Έμοιαζε να το χαίρεται τόσο, ώστε τα επίπεδα της εγγενούς συμπάθειας που τρέφουμε για το πρόσωπό του ανέβαιναν όλο και περισσότερο.  

Με ένα εκρηκτικό "Call Me", γεμάτο ιντριγκαδόρικα cut effects και πλάνα από το American Gigolo να πυροδοτούν τα τελευταία κύματα 1980s νοσταλγίας, ο Moroder έριξε τους τίτλους μίας από τις πιο fun εμφανίσεις του φετινού καλοκαιριού, στέλνοντας τον κόσμο που θα απέμενε στην Τεχνόπολη για να ρουφήξει ως το τέλος τη 2η μέρα του φεστιβάλ στο Aquarium, όπου ήδη δρούσαν τα υπόγεια beats του Τούρκου παραγωγού Mehmet Aslan

Η φετινή απόπειρα του Plisskën για επιτυχή επιστροφή στο καλοκαίρι δεν κατάφερε να πείσει απόλυτα το αθηναϊκό κοινό, ώστε να χαρίσει στο φεστιβάλ τις δόξες και την προσέλευση περασμένων ετών. Με ονόματα όμως σαν κι αυτά των Jungle και του Giorgio Moroder κατάφερε να σώσει την παρτίδα, παραμένοντάς στη συνείδησή μας ως μια διοργάνωση που πάντα αξίζει να παρακολουθείς, καθώς όλο και κάποιον άσσο θα κρύβει στο μανίκι της, ανανεώνοντας την πίστη μας σε αυτήν. 

{youtube}25OBeB0yOnc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured