Τη στιγμή που όλοι ψάχνουν τη σωτήρια μυστική φόρμουλα για να ακουστούν επίκαιροι, η Courntney Barnett επανέρχεται στην ιερή εξίσωση: μια κιθάρα, ένα μπάσο και τύμπανα. Τη στιγμή που όλοι οι ροκ καλλιτέχνες ψάχνουν τρόπους για να μας ξανασερβίρουν την ίδια συνταγή –προσπαθώντας μάλλον να μας ξεγελάσουν– η Αυστραλέζα τραγουδοποιός εμπιστεύεται τον ατόφιο, καθαρό, αγνό ήχο της κιθάρας. Δεν περίμενα ότι θα είχε τόση ενέργεια η ζωντανή της εμφάνιση στη σκηνή του Fuzz.
Την ατμόσφαιρα ζέστανε ικανοποιητικά η Αμαλία Μουχταρίδη (Amalia). Μια φρέσκια παρουσία, που ψάχνει να βρει τη φωνή της, η οποία λοξοκοιτάζει (καλά κάνει) στον αμερικάνικο ήχο. Δείχνει να έχει αυτοπεποίθηση, ενώ παράλληλα ξέρει να γράφει μελωδίες: το "Ophelia", λ.χ., είναι ένα πολύ όμορφο τραγούδι.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η Courtney Barnett εξαπέλυσε κατόπιν μια μετωπική επίθεση παχύρρευστου ροκ. Παρουσίασε έναν καλά οργανωμένο κιθαριστικό πάταγο, με μινιμαλιστική προσέγγιση και ζουμερό αποτέλεσμα.
Η κοπέλα ήξερε πότε να πλησιάσει το κοινό ("City Looks Pretty"), πότε να ποζάρει ("Avant Gardener"), πότε να τραγουδήσει καλά ("Depreston"), πότε να ουρλιάξει («I'm not your mother, I'm not your BIIITCHHH»), πότε να ανακοινώσει το τραγούδι ("Everybody Here Hates You") και πότε να χρησιμοποιήσει την κιθάρα της ως μέρος της όλης performance ("Nameless, Faceless"). Αλάνθαστη. Και με ωραία τριγωνική χημεία με τους μουσικούς της.
Προφανώς, η υπέροχη Αυστραλέζα διαθέτει την εγγενή ικανότητα να αγγίζει περισσότερο το κοινό όταν βρίσκεται στη σκηνή. Επικοινωνεί δηλαδή καλύτερα τις ιδέες της έξω από το στούντιο, με τα τραγούδια να «αναπνέουν» μπροστά σε θεατές. Επιπλέον, κατάφερε να κλιμακώσει το γνώριμο υλικό της, προσδίδοντάς του μια ύπουλη δυναμική· η οποία σε έπιανε απροετοίμαστο, ακόμη κι αν ήξερες απ' έξω τον (μικρό, ακόμη) κατάλογό της.
Δεν μπορείς να περιγράψεις αυτή τη συναυλία χωρίς να στάζει μέλι το στόμα σου για την Courtney Barnett. Κυρίως γιατί σπάνια βλέπουμε στους συναυλιακούς χώρους της Αθήνας τόσο γνήσιες κιθαριστικές αυτοψίες των grunge αρχέτυπων και του indie rock (κυρίως εκείνου που έλαμψε στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1980), που να έχουν τα διαπιστευτήρια του επίκαιρου ή, αν θέλετε, του διαχρονικού. Τελικά, όσο τρυφερά και ρυθμικά ακούγονται στους δίσκους τραγούδια όπως το "Pedestrian At Best" και το "Need Α Little Time", χρειάζονταν μια τέτοια έξτρα live ενέργεια για να αποδώσουν τα δέοντα.
Αυτή η κομψή punk αισθητική, η οποία δεν χαρίζεται και δεν αγκαλιάζει το mainstream για κανέναν λόγο, ακουγόταν πιο χορταστική στη σκηνή. Πράγμα που με κάνει να σκέφτομαι ότι, στον επόμενο δίσκο της, η συμπαθέστατη τραγουδοποιός πρέπει να «σκληρύνει» στην παραγωγή και να πυκνώσει τις κιθάρες. Και φυσικά να μας ξανάρθει πολύ σύντομα, ίσως με τον φίλο της τον Kurt Vile παρέα. Δεν θα έχουμε καμιά αντίρρηση.
{youtube}CGfWX0Tp5nY{/youtube}