Κλείνεις τα μάτια. Νιώθεις τις συχνότητες να μπαίνουν μέσα σου, μία προς μία, ένα ολόκληρο πλέγμα από δαύτες. Τις αισθάνεσαι να συντονίζονται με τον βιορυθμό σου ή καλύτερα να τον καταλαμβάνουν, να τον οικειοποιούνται. Σε κρατάνε μετέωρο, in limbo που λένε οι Εγγλέζοι: «in a transient, indefinite, or uncertain state or condition», όπως συμπληρώνουν τα λεξικά.
Μέσα σ' αυτή την απροσδιοριστία, οι συχνότητες διαγράφουν κύκλους που εξελίσσονται περισσότερο σαν ένα σπιράλ· τις νιώθεις να μπήγονται όλο και πιο βαθιά μέσα σου –σωματικά, συνειδησιακά, υπαρξιακά. Σε κάποια φάση, μια συχνότητα «σκάει»: η συνεχόμενη γραμμή της γίνεται ξαφνικά διακεκομμένη ή χάνεται μεμιάς μέσα σε έναν στρόβιλο τον οποίον αισθάνεσαι να έχει διαπεράσει όλο σου το κρανίο μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και να σκάει στον σβέρκο σου. Ανοίγεις τα μάτια απορημένος που μια μουσική μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Iδίως μια μουσική τόσο γυμνή, όσο η συγκεκριμένη.
Δεν ξέρω αν όντως αυτή η μουσική «σε θεραπεύει από τον χρόνο», όπως το ήθελε ένα από τα σλόγκαν που είχαν σκαρφιστεί οι Coil όταν κυκλοφορούσαν το Time Machines, τον Γενάρη του 1998. Δεν ξέρω, δηλαδή, αν μπορεί να σε κάνει να ξεφύγεις από την Ιστορία, δεδομένου ότι εδώ δεν μιλάμε για εξωσωματική εμπειρία, δεν εγκαταλείπεις τον εαυτό σου· η εμπειρία είναι αντιθέτως ενδοσωματική, σε βάζει τόσο βαθιά μέσα στον εαυτό σου, ώστε δεν μπορείς να ξεφύγεις από τίποτα. Είσαι εκεί, αντιμέτωπος με όλα, κι όμως δεν αισθάνεσαι το βάρος της αναμέτρησης. Φαίνεται ότι, σε τέτοια βάθη, η βαρύτητα εξασθενεί ή και εξαφανίζεται τελείως.
Ο σκοπός των Coil στη συνεργασία με τον Drew McDowall, στα μέσα περίπου της θητείας του τελευταίου ως «επίσημου» μέλους τους, ήταν να δημιουργήσουν έναν ηχητικό χώρο ο οποίος θα εμφάνιζε αυτήν ακριβώς την εξασθένιση της βαρύτητας. Μια μουσική που θα δημιουργούσε στους ίδιους και στους ακροατές την επίδραση που έχουν (ή μπορούν να έχουν) διάφορες ψυχεδελικές και ψυχοτρόπες ουσίες.
Πολλοί έχουν προσπαθήσει κατά καιρούς να μιμηθούν αυτή την επίδραση· έχω την αίσθηση, όμως, ότι κανείς δεν το έχει καταφέρει τόσο καλά. Κανείς δηλαδή δεν έχει εντοπίσει με τέτοια ακρίβεια την τεχνολογία των εν λόγω ουσιών, το πώς επηρεάζουν τη συνείδηση, βρίσκοντας ύστερα όσες συχνότητες μπορούν να κάνουν το ίδιο. Οι πειραματισμοί των ίδιων των Coil με τέτοιες ουσίες έπαιξαν σίγουρα τον ρόλο τους, αλλά από μόνοι τους δεν είναι ούτε στο ελάχιστο αρκετοί για να εξηγήσουν τα πράγματα.
Διότι το ζήτημα δεν είναι στις ουσίες. Βρίσκεται στην προδιάθεση να αναμετρηθείς με την ίδια σου την ύπαρξη, να βουτήξεις στις αβύσσους της, όντας αποφασισμένος να μην κάνεις καν την προσπάθεια να εξευμενίσεις τους όποιους δαίμονες βρεις εκεί, αλλά να τους αγκαλιάσεις και να χορέψεις μαζί τους. Είναι ένας μαγικός χορός αυτός των Χρονομηχανών· είναι, όμως, και ένας από τους λίγους που μπορεί να ισχυριστεί ότι σε φέρνει σε τέτοια συνάφεια με ό,τι ο Ζακ Λακάν θα ονόμαζε, φαντάζομαι, «πραγματικό» (ή προ-γλωσσικό), αντιδιαστέλλοντάς το με το «συμβολικό», με ό,τι μπαίνει υπό την εποπτεία του Λόγου.
Όσες φορές κι αν είχα ακούσει το Time Machines σε οικιακό περιβάλλον, η εκδοχή την οποία είχαμε την τύχη να ακούσουμε το Σάββατο το βράδυ ήταν 10 φορές ισχυρότερη. Ήταν μια μουσική την οποία αντιλαμβανόσουν ψυχοσωματικά, δεν την άκουγες απλώς με τα αυτιά σου. Και νομίζω πως αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν οι παρευρισκόμενοι (καμιά 150 νοματαίοι) με τους οποίους βιώσαμε το όλο συμβάν πραγματικά σαν υπνωτισμένοι.
Η διάκριση μεταξύ του προ-γλωσσικού και εκείνου που εμπίπτει στην εποπτεία του Λόγου είχε πάντως τεθεί νωρίτερα στο τραπέζι. Την είχε θέσει ο Πάνος Αλεξιάδης με το εξαιρετικό του support set. Ιδίως με ένα μέρος του, όπου μπορούσε κανείς να συναγάγει ένα ενδιαφέρον δίπολο: από τη μία μεριά, μία αυστηρή ανθρώπινη φωνή, η οποία άρθρωνε ακατανόητες λέξεις (λέξεις, παρόλα αυτά, δηλαδή Λόγο)· από την άλλη, ένας τόνος στις μεσαίες προς υψηλές συχνότητες, που έμοιαζε να επιμένει απέναντι στην κυριαρχία του Λόγου, να αμφισβητεί τη δυνατότητά του να επικρίνει, να νουθετεί, να ταξινομεί και να περιορίζει. Ο τόνος έμοιαζε κάποιες φορές να αργοσβήνει, να υποτάσσεται σ' αυτή την κυριαρχία, όπως πολλές φορές η επιθυμία του σώματος ή του πνεύματος μοιάζει να παραδίδεται στην εξουσία του νου.
Όπως όμως αυτή η επιθυμία, έτσι και ο τόνος δεν εξαφανιζόταν· σε πείσμα του Λόγου, σιγόκαιγε κάτω από τον επιτακτικό τόνο των λέξεων και ξαναέβγαινε για λίγο στο προσκήνιο, θαρρείς παρά τη θέληση του υποκειμένου να τον πειθαρχήσει· ύστερα κρυβόταν και πάλι, για να ανασυρθεί ξανά στην επιφάνεια, σε μία μάχη που θα μπορούσε δυνητικά να συνεχίζεται επ’ άπειρον και που, τελικά, ολοκληρώθηκε με την επικράτησή του απέναντι στον Λόγο, ο οποίος χάθηκε στις ομίχλες του. Ήταν εκείνος ο τόνος που έφερε τη μουσική στο επόμενο στάδιο, μια μικρή νίκη για όλες εμάς τις ρομαντικές ψυχές…
Η τελετή στο Temple είχε εντωμεταξύ εκκινήσει ακόμη νωρίτερα, γύρω στις 10 παρά, με τον Γιώργο Καραμανωλάκη –γνωστό στους περισσότερους από τους Οδός 55. Έπαιζε κι εκείνος με modular synthesizers, έχοντας όμως πλάτη στο κοινό και όντας σε γενικές γραμμές αρκετά πιο επιθετικός ηχητικά σε σχέση με ό,τι ακολούθησε. Υπήρχε βέβαια κι εδώ ένας μετεωρισμός, όταν π.χ. ο Καραμανωλάκης αφαιρούσε από το συχνοτικό πεδίο κάποιο στοιχείο έντασης, αλλά νομίζω πως το point ήταν περισσότερο στο χτίσιμο αυτής της έντασης. Και το οξύ noise με το οποίο κατέληξε (και άφησε να δονεί την ατμόσφαιρα για κάνα 10λεπτο) τον δικαίωσε απολύτως, καθώς ήταν όπως έπρεπε: πυκνό, αιχμηρό και ανυποχώρητο.
{youtube}xopFe4dUOzU{/youtube}