Άλλοι παραπονέθηκαν για την τιμή του εισιτηρίου, άλλοι βρήκαν τεράστιες τις ουρές για μάρκες ή/και τουαλέτες, ενώ στην αποχώρηση από το Terra Vibe υπήρξε πλήρης ακινησία οχημάτων προς πάσα κατεύθυνση. Ένα όμως ήταν το σίγουρο: η συναυλιακή δράση της 1ης μέρας του Rockwave Festival 2018, εξελίχθηκε κατά το αναμενόμενο.
Έτσι, ατελείωτες παρέες από πιτσιρίκια με t-shirts Arctic Monkeys τραγούδησαν, χόρεψαν, άναψαν καπνογόνα και διασκέδασαν με την ψυχή τους στην πολυαναμενόμενη, πειστική και επαγγελματική εμφάνιση του Alex Turner και της συμμορίας του. Αλλά και τα υπόλοιπα τέσσερα σχήματα κατάφεραν να χρωματίσουν τη συνολική εμπειρία με τον δικό τους τρόπο.
Με το ελαφρύ αεράκι να μετριάζει κάπως τη μεσημεριανή δυσφορία, οι εκ Χανίων ορμώμενοι CoreTheBand ξεπρόβαλαν στη σκηνή κατά τις 4:30, ενώπιον αναπάντεχα πυκνού κοινού, που έψαχνε από νωρίς ιδανική θέση για να θαυμάσει τα μούσκουλα του Turner. Στο μισάωρο set τους, κατάφεραν να βγουν θριαμβευτικά από την κλασικά άβολη θέση του εγχώριου opening act σε μεγάλο φεστιβάλ, ανατρέποντας τη συνθήκη υπέρ τους: η πολυποίκιλη, εκρηκτική τους punk pop, προερχόμενη κυρίως από το πρόσφατο ντεμπούτο Ι (Don’t) Know, ξεσήκωσε το συσπειρωμένο πλήθος και κέρδισε θαυμαστές. Στο φινάλε, ο ξυρισμένος, παλαβιάρης frontman Ιάκωβος Gale περπάτησε στον διάδρομο ανάμεσα στο γκαζόν του Terra Vibe και υποδείκνυε στις κοριτσοπαρέες πότε να σηκωθούν και πότε να κάτσουν, επισφραγίζοντας με αυτήν την ξεχωριστή στιγμή την επιτυχημένη τους εμφάνιση.
Ενώ το νεανικό κοινό κατέφθανε με αμείωτη ένταση στο Terra Vibe μέσω πούλμαν, ο Konstantin Gropper και η πενταμελής μπάντα του έκαναν την εμφάνισή τους στην ώρα τους. Παρόλο που το γερμανικό γκρουπ κυκλοφόρησε μόλις το νέο άλμπουμ The Horror, αποφάσισε να χτίσει το Rockwave set πάνω στις σημαντικότερες στιγμές της πλούσιας δισκογραφίας του. Έτσι, οι ανθεμικές μελωδίες και οι γενναιόδωρες συνθέσεις περί αγάπης από τις πρώτες κυκλοφορίες των Get Well Soon σκόρπισαν ένα γλυκόπικρο συναίσθημα στον αέρα και μπερδεύτηκαν απολαυστικά με τις πιο ανάλαφρες πτυχές της μπάντας.
Ο Gropper παρουσιάστηκε ιδιαίτερα επικοινωνιακός καθόλη τη διάρκεια του live, επιχειρώντας μάλιστα ορισμένα αυτοσαρκαστικά αστεία, όπως όταν προλόγισε το “Τoo Μuch Love” ως το καλοκαιρινό τους hit ή όταν αναφέρθηκε στην εντυπωσιακή κιμπορντίστρια του γκρουπ ως τη μοναδική γυναίκα που θα ανέβαινε εκείνη τη μέρα στη σκηνή (κάτι που δεν ίσχυσε). Τελικά, πάντως, μάλλον τράβηξαν την εμφάνισή τους περισσότερο απ' όσο έπρεπε: έπαιξαν σχεδόν 1 ώρα. Ωστόσο υπήρξαν αρκετές στιγμές στις οποίες ο ρομαντισμός, η μελαγχολία και η τρυφερότητα της μουσικής τους βρήκαν τον δρόμο προς τους προσεχτικούς τουλάχιστον ακροατές.
Στη συνέχεια, ο Miles Kane και οι αξιότιμοι συμπαίκτες του προσέφεραν την πιο γραφική ροκ εμφάνιση της ημέρας. Το ξεπερασμένο στυλ και η παρωχημένη αισθητική των κομματιών του, εναρμονίστηκε πλήρως με το είδος της live εμπειρίας την οποία προτείνει. Ντυμένος με στυλ μεταξύ χλιδάτου ναυαγού και παιδιού των λουλουδιών, ο Βρετανός κιθαρίστας έπαιξε τραγούδια από τους 2 προσωπικούς του δίσκους, όπως και τα καινούρια "Cry Οn My Guitar" και "Shavambacu", σερβίροντας το ένα συναυλιακό κλισέ μετά το άλλο: ζητούσε από το κοινό να χτυπήσει παλαμάκια, να σηκώσει τα χέρια ψηλά, να τραγουδήσει μαζί του, σαν να ήταν ο πρώτος στα χρονικά που έπραττε κάτι ανάλογο. Οι κατά κύριο λόγο ανήλικοι fans έμειναν σίγουρα ικανοποιημένοι, αφού τους έκανε το χατίρι να παίξει τα ληγμένα πια «χιτάκια» “Rearrange” και “Come Closer”. Όταν όμως περιμένεις να κάνεις χαμό με τη διασκευή στη διαχρονική disco επιτυχία “Hot Stuff” (της Dona Summer), τότε κάτι πρέπει να πηγαίνει πολύ λάθος με το δικό σου υλικό.
Ενώ ο ουρανός είχε γεμίσει με μαύρα μπαλόνια –προσφορά της μάρκας προφυλακτικών Duo– και ο ήλιος έλουζε με το κόκκινο φως της Δύσης την πευκόφυτη πλαγιά, το πολυπληθές (αν και μάλλον λιγότερο του αναμενόμενου) κοινό εκμεταλλευόταν την ανάπαυλα για να προμηθευτεί μπύρες, burgers και λοιπά αγαθά εν όψει της συνέχειας του φεστιβάλ. Επόμενοι στο πρόγραμμα οι βραβευμένοι με Mercury alt-J, η εμφάνιση των οποίων έκλεψε σε ορισμένες περιπτώσεις τις εντυπώσεις από το μεγάλο όνομα της βραδιάς.
Mπολιασμένο με έθνικ, folk και ηλεκτρονικά στοιχεία, το μελωδικό indie των alt-J κατάφερε να δημιουργήσει γόνιμες συνθήκες για χορό, όπως και πολλές στιγμές με έντονο συναισθηματικό βάρος. Ο πλουραλιστικός αυτός ήχος αναδείχθηκε χάρη στη μίνιμαλ αισθητική των σκηνικών, τον ατμοσφαιρικό φωτισμό και τη συνολικά καλαίσθητη παρουσία του βρετανικού γκρουπ. Επέλεξαν δε μία εξαιρετική setlist, με σχεδόν ισάριθμα τραγούδια από τους 3 ως τώρα δίσκους τους. Το μεθοδικό χτίσιμο του “Gospel Of John Hurt”, η ανατριχιαστική μελωδία του “Ripe And Ruin”, η τρυφερότητα της μπαλάντας “Matilda”, ο τελετουργικός ρυθμός του “Taro” και το μαζικό sing-along στο ρεφρέν του ύμνου “Breezeblocks” («Ι love you so, I love you so/ please don’t go, please don’t’ go»), ήταν όλα στιγμιότυπα που σφράγισαν το τελικό αποτύπωμα του live. Όταν αποχώρησαν μετά από 1 ώρα και 10 λεπτά, δυσκολευόσουν να πιστέψεις πως ένας τόσο γεμάτος και υποβλητικός ήχος, ήταν προϊόν τριών μόνο ατόμων.
«Who the fuck are Arctic Monkeys?”
Να μία πιο επίκαιρη από ποτέ απορία για τη μπάντα, προερχόμενη από το ομότιτλο EP του 2006, την οποία μου θύμισε μία κοπέλα με το αυτοσχέδιο πανό της στο Terra Vibe. Ποιοι στο διάολο είναι οι Arctic Monkeys, το 2018;
Όπως αποδείχθηκε περίτρανα μέσα από τη χορταστική και προσεγμένη τους συναυλία, είναι η μεγαλύτερη ροκ μπάντα του πλανήτη αυτήν τη στιγμή και ο Turner o απόλυτος ροκ σταρ των ημερών μας –τουλάχιστον για τη νεαρότερη και μεγαλύτερη αριθμητικά μερίδα των οπαδών τους. Ωστόσο, ο φετινός δίσκος Tranquility Base Hotel & Casino ναι μεν τους έφερε για πρώτη φορά στην Αθήνα, μπέρδεψε όμως συνάμα τα νερά και γέννησε νέα ερωτήματα: έχουν γίνει οι Arctic Monkeys το προσωπικό όχημα του Turner; Ο τελευταίος παραμένει το ίδιο νάρκισσος επί σκηνής, ακόμη και μετά από ένα φαινομενικά «ώριμο» άλμπουμ; Πώς θα ταιριάξουν live οι νέες μπαλάντες με το παλαιότερο υλικό; Και, τελοσπάντων, γιατί 16 χρόνια μετά τον σχηματισμό τους, συνεχίζουν να απασχολούν τόσο πολύ;
Χωρίς απαραίτητα να απαντήθηκαν όλα τα παραπάνω, το βρετανικό γκρουπ έδωσε στη Μαλακάσα ένα ιστορικό live για τα εγχώρια συναυλιακά χρονικά, το οποίο δεν πρέπει να άφησε παραπονεμένο κανέναν από τις διάφορες τάξεις των fans: η νοσταλγική επίσκεψη της μετα-εφηβικής ορμής των πρώτων ημερών (“View From The Afternoon”), οι γλυκές μπαλάντες της μεσαίας περιόδου (“Cornerstone”), οι ραδιοφωνικώς επιτυχημένοι ερωτικοί ύμνοι για τη γενιά των social media (“R U Mine?”) και η πρόσφατη soft εκδοχή τους (“One Point Perspective”), έδωσαν το παρών στη σκηνή του Terra Vibe και μπερδεύτηκαν μεταξύ τους, συγκινώντας τον κάθε φίλο της μπάντας με διαφορετικό τρόπο.
Όσο για τον Turner, μεταμορφωνόταν σε άλλο άνθρωπο ανάλογα με τις απαιτήσεις της περίστασης: από wanna be Αμερικανάκι με φουσκωμένα μπράτσα, στα οποία κάθε «Τερνερίτσα» θα ήθελε να είναι η κιθάρα («Why’d You Only Call Me When You Are High»?), γινόταν πληγωμένος τροβαδούρος με μεταμοντέρνους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς (“Star Treatment”)· και από τσογλανάκι του High Green που παρατηρεί θαμώνες σε night clubs ("I Bet You Look On The Dancefloor") άλλαζε σε ψωνισμένη ντίβα: δεν δίστασε να βγάλει το αμάνικο γιλέκο, να χτενίσει το μαλλί προς τα πίσω και να κάνει έρωτα με το είδωλό του, προκειμένου να ξετινάξει εγκεφαλικά τις θαυμάστριες (“Pretty Visitors”).
Τα εύσημα για την επιτυχία της εμφάνισης θα πρέπει να πάνε φυσικά σε ολόκληρη τη μπάντα, η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα καλοδουλεμένη, σοβαρή και μετρημένη, παρόλο που δεν έλειψαν και κάποια λαθάκια, όπως όταν άρχισαν να παίζουν εσφαλμένα το “Brianstorm” αντί για το “Do I Wanna Know?” στην εκκίνηση του live. Όχι βέβαια πως αυτά επηρέασαν το εκστασιασμένο κοινό, το οποίο επιδόθηκε χωρίς σταματημό σε μαζικά, εντυπωσιακά sing-alongs, παρατεταμένα ουρλιαχτά και αυθόρμητες συναισθηματικές εκδηλώσεις, δημιουργώντας έτσι ένα αυθεντικό φεστιβαλικό κλίμα, από το οποίο δεν έλειψε και η γνωστή πια θάλασσα από σηκωμένα smartphones. Στο φινάλε, αμέσως μετά το “Arabella”, ο Miles Kane βγήκε στη σκηνή για να παίξει κιθάρα στο θρυλικό πια “505”, αναβιώνοντας έτσι την προ διετίας στιγμή με τους Last Shadow Puppets, στην ίδια σκηνή (δείτε εδώ), με τη φωνή του κόσμου να καλύπτει εκείνη του Turner.
Οι Arctic Monkeys μας αποχαιρέτησαν ακριβώς μεσάνυχτα, με τις ασπρόμαυρες γιγαντοθόνες να ζουμάρουν σε έναν Alex Turner που, για μία στιγμή, κοντοστάθηκε στο τέλος της σκηνής, ευχαριστώντας μας με το χέρι στην καρδιά. Παράλληλα, και σχεδόν συμβολικά, τα μεταλλικά γράμματα «Monkeys» αναβόσβησαν κρεμασμένα στις κουρτίνες για τελευταία φορά, μέσα σε συλλογική παράκρουση εκ μέρους του κοινού.
Και αν τελικά τα περισσότερα ερωτήματα παραμένουν ακόμη ξεκρέμαστα για μελλοντικές απαντήσεις, ένα είναι το σίγουρο: οι Arctic Monkeys απέδειξαν με τη συναυλία στο Rockwave γιατί, μετά από 16 χρόνια ζωής και 6 δίσκους, παραμένουν η πιο επιτυχημένη ροκ μπάντα της δικής τους γενιάς.
{youtube}nh41hiUwGrw{/youtube}