Με τους Arctic Monkeys στο «απέναντι» τερέν του Rockwave και με την αποπνικτική ζέστη του κέντρου της Αθήνας να λειτουργεί μόνο αποθαρρυντικά για όσους ζύγιζαν την έξοδο της Παρασκευής, ο Richie Kotzen κατάφερε να γεμίσει αμφότερους τους ορόφους του Κυττάρου στην πρώτη του συναυλία στην Ελλάδα. Η οποία όχι μόνο κράτησε πατημένα τα γκάζια μέχρι περασμένα μεσάνυχτα, αλλά είχε και μια τεχνική και ηχητική αρτιότητα που θα ζήλευαν πολλά live του φετινού καλοκαιριού.
Η ειρωνεία, ωστόσο, είναι ότι αυτή η αρτιότητα δεν ήρθε ευθύς εξαρχής, αφού ο ηχητικός Αρμαγεδδών στα πρώτα λεπτά του "Losing My Mind" –με το οποίο και ξεκίνησε ο Αμερικανός κιθαρίστας το πρόγραμμα– ήταν σχεδόν πολύ κακός για να είναι αληθινός. Ευτυχώς όλα αποκαταστάθηκαν σύντομα, χάρη στα γρήγορα αντανακλαστικά της ηχοληψίας, και όλο το υπόλοιπο βράδυ ο ήχος ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσαμε να φανταστούμε για την κιθαριστική πομπή του Kotzen.
Μπροστά λοιπόν σε ένα Κύτταρο γεμάτο με ηλικίες κυρίως 40+, ο Αμερικανός κιθαρίστας και τραγουδιστής έστησε το πιο minimal μουσικό σκηνικό, με τον Dylan Wilson στο μπάσο και τον Mike Bennett στα ντραμς. Με αυτά τα λίγα και θαυματουργά συστατικά ξεκίνησε γύρω στις 22:30 τη διαδρομή στην προσωπική του δισκογραφία, χωρίς να χάσει στιγμή τη δυναμική του και χωρίς να παίξει ούτε μια νότα μετριοπάθειας σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας.
Όσον αφορά στις επιλογές από την προσωπική του δισκογραφία, με περισσότερα από 20 άλμπουμ στο ενεργητικό του ο Richie Kotzen είχε αναμφίβολα μεγάλη γκάμα τραγουδιών για τη σύνθεση της setlist. Έτσι, ενώ ξεκίνησε με το “Losing My Mind” από το Get Up (2004) –τον πιο επιτυχημένο ίσως δίσκο της καριέρας του, στο οποίο κατάφερε να ισορροπήσει άψογα τις rock, soul, funk και fusion συνιστώσες της μουσικής του– στη συνέχεια ακολούθησαν τα “Walk With Me” και “Love Ιs Blind” από το 24 Hours (2011), καθώς και το “High” από το Change (2003).
Η ώρα ήρθε ακόμη και για το Mother Head’s Family Reunion (1994), από το οποίο «ξέθαψε» το “Socialite”, οπότε σαφώς και σκλήρυνε ο ήχος, παραπέμποντας στην πιο τραχιά περίοδο του Richie Kotzen. Κι ενώ το rock 'n' roll είχε παραμερίσει για λίγο τα funky slides, o Kotzen και o Wilson αντάλλαξαν δύο ύποπτα χαμόγελα, από αυτά που προδίδουν τα «κακά παιδιά» λίγο πριν το μεγάλο κόλπο. Έτσι, με σταθερό το μπάσο από τον Wilson, η κιθάρα του Kotzen πήρε φωτιά για τα επόμενα 4 λεπτά, σε ένα αυτοσχεδιαστικό σολάρισμα με αβίαστες εναλλαγές κλίμακας και εκστατική δραματικότητα, που έφερναν στο μυαλό τον μύθο του Robert Johnson.
Κι ενώ ο Kotzen συνέχιζε να δίνει απλόχερα highlights στη ροή της βραδιάς, το πρόγραμμα άγγιξε και πιο ευαίσθητες χορδές, με μπαλάντες όπως το “The Road” από το The Essential (2014) και το “Meds” από το πιο πρόσφατο Salting Earth (2017). Η μπαλάντα ωστόσο που κέρδισε το κοινό, το οποίο και την τραγούδησε μαζί με τον Αμερικανό καλλιτέχνη, ήταν το “Remember”, πάλι από το εξέχον Get Up.
Η πρώτη εμφάνιση του Richie Kotzen στην Αθήνα ήταν λοιπόν αυτό που λέμε ένα καλό και αντιπροσωπευτικό live, με τα όλα του: εξαιρετικό ήχο, παικτική δεινότητα, ένταση, ροή. Όλα μπροστά σε ένα αφοσιωμένο και ασυνήθιστα διακριτικό κοινό, το οποίο όχι μόνο σεβάστηκε την παράκληση του Kotzen να μην καπνίσει, αλλά παρακολούθησε το live όντας πραγματικά παρόν και όχι πίσω από τις οθόνες του. Για την ακρίβεια, μόλις ένα κινητό βιντεοσκόπησε δύο ή τρία στιγμιότυπα ολόκληρο το βράδυ.
{youtube}6GVc9HB2ZDs{/youtube}