Ομολογώ από την αρχή δύο πράγματα και συνεχίζετε εσείς την ανάγνωση, με δική σας ευθύνη.
Πρώτον, σέβομαι και εκτιμώ τους Grails έτσι όπως παρουσιάζονται στα άλμπουμ τους, κυρίως γιατί έχουν αποδείξει μέσα στη 15ετία στην οποία δισκογραφούν πως μπορούν να μεταβολίσουν διάφορες όψεις της ροκ ιστορίας (από τα ψυχεδελικά ή τα πιο βαριά 1970s, μέχρι το post-rock) με έναν αρκετά ιδιαίτερο τρόπο. Κι όσο κι αν αλλάζει κατά καιρούς ο εν λόγω τρόπος, καταφέρνει πάντα να βρίσκει εκείνο το κάτι που δικαιωματικά μπορούν οι Grails να διεκδικήσουν ως «δικό τους». Δεύτερον, η λάιβ απεικόνιση όλου αυτού, τουλάχιστον όπως παρουσιάστηκε στο Κύτταρο, με έκανε λιγάκι να βαριέμαι· όσα χειροκροτήματα κι αν άκουσα τριγύρω, η γνώμη μου δεν θα άλλαζε ιδιαίτερα στην πορεία.
Κατανοώ ότι είναι άλλο πράγμα το στούντιο και άλλο η σκηνή, όμως η σύγκριση μου φαινόταν, περιέργως, αυτονόητη. Και τα αποτελέσματά της σαφώς δεν ευνοούσαν ό,τι ακούγαμε. Πρώτα-πρώτα ο ήχος, αν και εδώ δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος αν φταίει ο ηχητικός εξοπλισμός του συναυλιάδικου, οι χειρισμοί του ηχολήπτη, το ίδιο το γκρουπ ή ένας συνδυασμός των τριών παραγόντων. Γεγονός είναι, πάντως, ότι ξεκίνησε με αρκετά προβλήματα, π.χ. στις ψηλές συχνότητες που έπιανε η lap steel κιθάρα και σου τρυπούσαν τα αυτιά· ή με ένα γενικό μπούκωμα, που έκανε τα πράγματα να ακούγονται κάπως συγκεχυμένα. Βελτιώθηκε βέβαια στην πορεία ή μπορεί απλώς να τον συνήθισαν τα αυτιά μου. Θα σας γελάσω.
Πάντως το συγκεχυμένο του πράγματος καταδεικνύεται και από τα πιο ουσιαστικά. Μέσα στους δίσκους των Grails, βρίσκει κανείς αρκετές αποχρώσεις του γκρίζου ή του μαύρου, πολλές διαβαθμίσεις και διακυμάνσεις στη χρήση των –συναισθηματικών, ηχητικών ή συνθετικών– εντάσεων. Έναν γενικώς πλούσιο ήχο, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν βρήκε αντίστοιχο στη σκηνή.
Οι Grails πιθανώς να έκαναν καλά διάφορα πράγματα (τα περισσότερα από το οποία, παρόλα αυτά, εξακολουθώ να μην αντιλαμβάνομαι), αλλά δεν μπόρεσαν να εκφράσουν το εύρος των δυναμικών που χαρακτηρίζει τις ηχογραφήσεις τους (τη λεπτομέρεια π.χ. στις κιθαριστικές τους συνέργειες). Έτσι, δεν μπόρεσαν να δώσουν στο βασικό τους αφήγημα την ισχύ ενός «καθεστώτος αλήθειας» –ένα αφήγημα στο οποίο κεντρική θέση έχει μια κάποια συναισθηματική βύθιση και μια μελαγχολία που, παρότι λεπτή, φτάνει στα όρια ενός μάλλον αναπόδραστου πεσιμισμού. Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει το κολάζ κινούμενων εικόνων που έτρεχε από πίσω, νομίζω πως η μουσική το ακολουθούσε ασθμαίνοντας (η εκτέλεση του “Pelham” στάθηκε χαρακτηριστικό παράδειγμα) και σπανίως μπορούσε να το υποστηρίξει πειστικά.
Θα συμφωνήσω ίσως πως αυτή η «πιο ροκ» εκδοχή των Grails βρήκε κάποιες επιπλέον αιχμές στα κομμάτια τα οποία απέδιδε, κάτι που φυσικά έχει τη σημασία του σε μια λάιβ συνθήκη. Και πάλι, όμως, θα αντιτείνω τις μανιέρες του Emil Amos στα τύμπανα, τους πανομοιότυπους τρόπους με τους οποίους έδινε ένταση στο εκάστοτε κομμάτι, όπως και την επιμονή να βγαίνει διαρκώς λιγάκι πιο «πάνω» από τους υπολοίπους, καλύπτοντας έναν ηχητικό χώρο που θα μπορούσε (μπαίνω στον πειρασμό να γράψω «θα έπρεπε») να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά. Και μάλλον δεν ήταν τυχαίο ότι κάπως αναθάρρησα όταν ο Amos έπιασε για ένα-δυο κομμάτια την ηλεκτρική κιθάρα (αφήνοντας τον μπασίστα να αναλάβει χρέη ντράμερ), σημείο στο οποίο συν τοις άλλοις οι Grails παρήγαγαν μέρος της κιθαριστικής ευφυΐας τους (κάτι που επανέλαβαν, εξίσου προσωρινά, και αργότερα). Λέω μέρος, γιατί εκείνος που ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της ευφυΐας, ο μεσιέ Zak Riles, έλειπε από την περιοδεύουσα εκδοχή των Grails, όπως έλειπαν και οι επιλογές που θα έδινε η 12χορδη ακουστική την οποία συνήθως χρησιμοποιεί –απώλειες που αμφότερες αποδείχτηκαν σημαντικές.
Οι Grails μού φάνηκαν αρκετά μονοκόμματοι στις μουσικές τους εκφράσεις, εξέλισσαν τα όσα ερμήνευαν (παρμένα κυρίως από το πρόσφατο Chalice Hymnal, αλλά και από το παρελθόν –μας άφησαν π.χ. με ένα κομμάτι από το ντεμπούτο The Burden Οf Hope) χωρίς καμιά φοβερή σπίθα, χωρίς να τα εκθέτουν σε περιπέτειες και αμφιβολίες. Εξ ου και η σύγκριση με το στούντιο έγινε σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη, εφόσον δεν επιχειρούσαν καμία ουσιαστική αναδόμηση των συνθέσεων, μόνο μια αναγκαστική προσαρμογή στα δεδομένα της περιορισμένης ενορχήστρωσης. Και επαναλαμβάνω ότι μια τέτοια σύγκριση δεν λειτουργούσε υπέρ της πεντάδας που εμφανίστηκε λάιβ. Ο κόσμος πάντως στο σχετικά γεμάτο Κύτταρο φάνηκε πως αποκόμισε διαφορετική εντύπωση, την οποία και εξέφρασε διά βοής· γεγονός που οφείλω να καταθέσω στα πρακτικά.
Κατά τα λοιπά, ο κύριος Ilyas Ahmed, ο ένας εκ των κιθαριστών των περιοδεύοντων Grails (ο άλλος φυσικά ήταν ο Alex John Hall), είχε αναλάβει να προλογίσει τη βραδιά. Στάθηκε, καθώς έμαθα, με την κιθάρα του και είπε 5-6 τραγούδια, η συνολική διάρκεια των οποίων δεν ξεπέρασε τα 25 λεπτά (το set των Grails θα πρέπει να έφτασε τα 80-90). Οι χρόνοι της συναυλίας τηρήθηκαν εκ μέρους της διοργάνωσης με θρησκευτική ευλάβεια και με ακρίβεια λεπτού: ο Ahmed βγήκε δηλαδή όντως στις 8.30 κι οι Grails στις 9.15, ενώ αρκετοί κι αρκετές έμπαιναν χαλαροί/ές στο Κύτταρο κατά τις 10 παρά, για να διαπιστώσουν ότι είχαν χάσει το μισό λάιβ. Του λόγου μου πάντως δεν κατάφερα (Πέμπτη γαρ) να φτάσω πριν τις 8.55, κάτι που σημαίνει ότι δεν άκουσα ούτε μία από τις νότες που άρπισε ο συμπαθής κιθαρίστας στη σόλο εμφάνισή του. Απολογούμαι.
{youtube}xCF8P6rJwPQ{/youtube}