Αν και είχε περάσει η πρεμιέρα και παρά το ότι Σάββατο έπεφτε ο μεγάλος τελικός του φετινού Τσάμπιονς Λιγκ μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Γιουβέντους, το Ηρώδειο ήταν γεμάτο. Είχε μάλιστα και αρκετούς ξένους –τουρίστες, προφανώς– οι οποίοι έσπευσαν να συνδυάσουν τη βόλτα τους στην Αθήνα με την ευκαιρία να δουν μια κοσμαγάπητη όπερα στο περιβάλλον ενός αρχαίου θεάτρου (το έργο παίχτηκε στα ιταλικά βεβαίως, αλλά με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους).
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι επιμένει λοιπόν να συγκινεί, 113 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, όταν ο Τζάκομο Πουτσίνι την παρουσίασε στη Σκάλα του Μιλάνο ως «γιαπωνέζικη τραγωδία».
Ακόμα και σε εποχές Παγκοσμιοποίησης, στις οποίες η Ιαπωνία, οι παραδόσεις της και οι γκέισες μας έχουν γίνει σημαντικά πιο οικείες, ο εξωτισμός της συγκεκριμένης όπερας και η απλότητα του κεντρικού ερωτικού δράματος κάνουν ακόμα τα «μαγικά» τους στο Δυτικό κοινό. Κι ας μην υπάρχει πια το πλεονέκτημα της έκπληξης που είχε η θεατρική παράσταση του 1900, η οποία συγκλόνισε και τον ίδιο τον Πουτσίνι χάρη στην έξυπνη χρήση του ηλεκτρικού φωτός (τελευταία, τότε, λέξη της τεχνολογίας), στη σκηνή όπου η Μπαττερφλάι καρτερά το πλοίο του αγαπημένου της να φτάσει. Κι ας μη μπορούμε να βγάλουμε άκρη, κατά πόσο πρόκειται (ή όχι) για πραγματική ιστορία, αυτήν της γκέισας Maki Gaga, η οποία δούλευε ως Cho-Cho-San στους οίκους ανοχής του Ναγκασάκι τη δεκαετία του 1880 και φαίνεται να γλίτωσε την αυτοκτονία (και τον γιο της) χάρη στην πιστή της υπηρέτρια.
Η Λυρική Σκηνή επέστρεψε λοιπόν φέτος στη Μαντάμα Μπαττερφλάι, παράσταση που είχε παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία και το 2013. Στον βασικό κορμό, μάλιστα, είδαμε εκείνη την παράσταση, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Και πάλι, δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε η σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Αργεντίνου Hugo De Ana, διακεκριμένου για το θέαμα και τους φωτισμούς τους οποίους στήνει.
Είδαμε έτσι τη σκηνή του Ηρωδείου να φιλοξενεί 3 χωριστές κατασκευές, οι οποίες αναπαριστούσαν την κατοικία της Μαντάμα Μπαττερφλάι και του υποπλοίαρχου Φράνκλιν Μπ. Πίνκερτον σε έναν λόφο του Ναγκασάκι –με το δώμα του κήπου, το κυρίως σπίτι και ένα πίσω δώμα, πιο ιδιωτικό για τη Μπαττερφλάι. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι προβολές, που χάρισαν ποικίλλους χρωματισμούς στους τοίχους του Ηρωδείου· αν και ορισμένες λεπτομέρειες ενίοτε θάμπωναν για όσους κάθονταν πιο κοντά στη σκηνή, η απεικόνιση του κήπου με τα άνθη τα οποία έπεφταν από τα διάφορα δέντρα, εκείνη του λιμανιού με τα αφρίζοντα κύματα που παρέπεμπαν απευθείας στο περίφημο γιαπωνέζικο ukiyo-e (χαρακτικό) του Katsushika Hokusai "Το Μεγάλο Κύμα έξω από την Καναζάουα" και ο επιβλητικός εναγκαλισμός της ηρωικής φράσης «Με τιμή πεθαίνει όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή» στην τελευταία σκηνή από τη σημαία με τον Ανατέλλοντα Ήλιο (έμβλημα του στρατού μα και του ναυτικού της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, μέχρι το 1945), ήταν 3 περιπτώσεις όπου πραγματικά θαύμαζες τα αποτελέσματα.
Ωραία στο μάτι ήταν βέβαια και τα διάφορα κοστούμια, ειδικά στις σκηνές όπου συμμετείχε και το πλήθος των κομπάρσων, αν και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι παρέπεμπαν όλα στην Ιαπωνία: ο θείος Μπόνζο, ας πούμε (ταιριαστός στον ρόλο ο Δημήτρης Κασιούμης), έπειθε ως γιαπωνέζικη φιγούρα, όχι όμως και ο πρίγκιπας Γιαμαντόρι (Χαράλαμπος Βελισσάριος) με τους ...νίντζα(;) που τον συνόδευαν. Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πουκάμισο με το οποίο επιλέχθηκε να εμφανιστεί ο Πίνκερτον. Μια αδικαιολόγητα «μοντέρνα» νότα, που δεν κόλλαγε πουθενά με τα υπόλοιπα κοστούμια και σκηνικά και τον έκανε να φαίνεται όχι ως Γιάνκης υποπλοίαρχος, μα ως Αμερικανός τουρίστας στην Καραϊβική της εποχής μας.
Σημαντικότερο βέβαια της σκηνοθεσίας στοιχείο ήταν η μουσική, καθώς (όπως εύστοχα έχει ειπωθεί και στο παρελθόν) η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι όπερα η οποία αναπληρώνει ό,τι της λείπει σε υπόθεση με τα μελωδικά της μέρη και τις λεπτομέρειες των ενορχηστρώσεών της. Αν παραβλέψουμε δηλαδή την «εξωτική» γοητεία της Άπω Ανατολής, είναι αλήθεια πως δεν μένουμε παρά με ένα κοινότοπο ρομάντσο, που σε περιπτώσεις, μάλιστα, διασώζεται χάρη στην εμπειρία την οποία ήδη τότε είχε αποκτήσει ο Πουτσίνι στο να «ντύνει» με τις κατάλληλες άριες και οργανικές εξάρσεις τις ευάλωτες γυναικείες φιγούρες που αρεσκόταν να ορίζει ως επί σκηνής πρωταγωνίστριες.
Υπό την έμπειρη λοιπόν μπαγκέτα του Λουκά Καρυτινού, η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πέτυχε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, δείχνοντας επίγνωση ότι, πέρα από την τυπικά σωστή απόδοση της παρτιτούρας, χρειαζόταν και μια ανάγνωση της λειτουργίας που ο Πουτσίνι ήθελε να έχουν τα διάφορα θέματά του (για την οποία έκανε μάλιστα τεράστιους για την εποχή του κόπους, συμβουλευόμενος π.χ. τον τότε Ιάπωνα πρέσβη στη Ρώμη, τον ειδικό στην Άπω Ανατολή μουσικολόγο Gustav Knopf, αλλά και το ρεπερτόριο που ήταν διαθέσιμο σε εκείνα τα πρώιμα δισκογραφικά χρόνια από την περίφημη Sada Yacco). Η απόδοση, τέλος πάντων, του συμφωνικού μέρους που προηγείται της Δεύτερης Πράξης, ήταν πραγματικά εύστοχη, δίνοντας ένα άριστο προοίμιο των ελπίδων –φευ, και της αυταπάτης– της Μπαττερφλάι.
Όπως και το 2013, η Ρουμάνα υψίφωνος Cellia Costea έλαμψε στον πρωταγωνιστικό ρόλο, παρέχοντας ένα ελκυστικό πορτραίτο της Μπαττερφλάι, με όλη δηλαδή την κινησιολογία και τη θεατρικότητα που απαιτεί ο ρόλος. Ως προς το τραγούδι δε, αρκεί να σημειώσουμε το αυθόρμητα ενθουσιώδες χειροκρότημα του Ηρωδείου και τα «μπράβο!» όταν είπε το "Un Bel Dì Vedremo" –μια άρια που κουβαλάει τα όνειρα της Μπαττερφλάι με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα που, κάποια χρόνια αργότερα, θα περιγράφονταν τα όσα βρίσκονταν "Over The Rainbow" (στον Μάγο του Οζ)· η απόδοσή της έδειξε πόσο καλά είχε αφομοιώσει το παράδειγμα της Μαρίας Κάλλας (1955), έφερε όμως και έναν αέρα από τη Renata Scotto, περίφημη κι εκείνη Μπαττερφλάι πίσω στο 1966.
Δίπλα της, στάθηκε επάξια η Μολδαβή μεσόφωνος Elena Cassian ως Σουτζούκι, όχι όμως και ο Ιταλός τενόρος Stefano Secco, που σε σημεία «σκεπαζόταν» από τον ήχο της ορχήστρας και έδωσε συνολικά έναν μέτριο Πίνκερτον. Διόλου τυχαία, στο τέλος το κοινό χειροκρότησε θερμότερα τον βαρύτονο Διονύση Σούρμπη, ο οποίος απέδωσε πράγματι εξαιρετικά τον Αμερικανό πρόξενο Sarpless.
Αρκετά καλή λοιπόν η συνολική εντύπωση, αφήνονται όμως σημαντικά περιθώρια που επιμένουν να μένουν ανεκμετάλλευτα, ώστε να φτάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή σε μια Μαντάμα Μπαττερφλάι που να μπορούμε να πούμε ότι είναι όντως «αναφοράς» για τα δικά μας χρόνια και για τα ελληνικά μας δεδομένα.
{youtube}NfueTn2AwMA{/youtube}