Ένα Steinway & Sons στέκεται μονήρες στη σκηνή της αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής, ενώ επαναληπτικούς ηλεκτρονικούς βόμβους διαδέχεται μία ambient μουσική, λειτουργώντας σαν αλλόκοτο πρελούδιο στην contra naturam λιτανεία των ήχων της avant-garde πρωθιέρειας Diamanda Galás.
Μέσα στα τελευταία 35 χρόνια, η Galás αναστρέφει τις κοινωνικές δομές που θέλουν τους ανθρώπους να κρατάνε τα απαγορευμένα ζωώδη συναισθήματα υπό έλεγχο, υπό τη σκιά της επιδοκιμασίας μιας συνθήκης τύπου «έσο στωικός». Αντιθέτως, η κλασικά εκπαιδευμένη τραγουδίστρια επιστρατεύει το όπλο μαζικής καταστροφής –τη φωνή της– και γίνεται εκφραστής μίας ακραίας κατάστασης οδύνης, η οποία δανείζεται συναισθήματα από κάθε κατάσταση που βάλλει τον κόσμο των ανθρώπων: από γενοκτονίες μέχρι την κατάρρευση ενός έρωτα και από την επιδημία του HIV, μέχρι το πένθος για τον χαμό κάποιου αγαπημένου προσώπου.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, δεν με ξάφνιασε καθόλου το κοινό της Ελληνοαμερικανίδας που συναθροίστηκε στο Μέγαρο· ένα ανομοιογενές σύμπλεγμα από παρήλικα art kids των 1980s, γκοθάδες που αισθάνονται οικεία στο σκοτάδι της τραγουδίστριας, μέλη της ΛΟΑΤ κοινότητας τα οποία έχουν βρει λύτρωση στον κοπετό της και φιλόμουσοι που εκτιμούν τη μουσική της επιτηδειότητα.
Με αυτόν τον κόσμο να επευφημεί τον ερχομό της, η Galás βγήκε στη σκηνή στις 20:15 ακριβώς, ντυμένη με ένα από τα καθιερωμένα πλέον μαύρα φορέματά της, με τα μακριά μαύρα μαλλιά της μακριά από το πρόσωπό της. Χωρίς περιστροφές κάθισε στο πιάνο, άνοιξε το βιβλίο με τις παρτιτούρες, πήρε βαθιά ανάσα και χτύπησε τα δάχτυλά της στα πλήκτρα σα να μπήγει τα νύχια της στο χώμα· θαρρείς σε πρωτοπαγανιστική επίκληση της Φύσης.
Και η Φύση εισακούει τις προσευχές της Galás. Η γη αναταράσσεται από τις προσταγές της, τα κλαδιά συστρέφονται σαν σκελετωμένα άκρα και τριζομανούν στον αέρα των πνευμόνων της, ενώ τα σύννεφα συρρέουν πάνω από το κεφάλι της ως προάγγελος αυτής της dies irae, της βιβλικής καταστροφής που ετοιμάζεται να εξαπολύσει. Μετά από τόσα έτη, η τραγουδίστρια αντιμετωπίζει ακόμα την Τέχνη της σαν βιαιοπραγία. Παρόλαυτα, η Diamanda Galás δεν είναι μόνο μία χθόνια θεότητα, αλλά χρησιμοποιεί τα δώρα της και σαν εξορκιστής, βουτώντας σε θεματικές του πόνου, του θανάτου και της προσφυγιάς και τραγουδώντας σε προσπάθεια να απαλύνει κάπως την αβάσταχτη φρικωδία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το set άνοιξε με το “Fernard” του Jacques Brell και την τραγουδίστρια να επιβεβαιώνει τα κλασικά της μουσικά σπάργανα, με τις νότες του πιάνου να στριφογυρνάνε και να τρεμουλιάζουν, λες και σε αντίδραση για το πόσο κοντά έρχονταν η μία με την άλλη. Κι όλα αυτά υπό μπλε/μαύρο φως, που θύμιζε τη στιλπνότητα φτερών κορακιού. Η φωνή της Galás, με σαφείς αναφορές σε μία στρυφνή, σκοταδερή Edith Piaf, εξερευνά τη στηθική περιοχή της τραγουδίστριας, η οποία έχει ωριμάσει αποκτώντας βάθος και όγκο σε αντάλλαγμα για τη λεπτότητα και τη διαπεραστικότητά της.
Αυτό όμως γρήγορα αλλάζει, για να πάρει τη θέση του το “Shakwoman” (από συνεργασία της με τον τζαζίστα Booby Bradford), με εκείνη να εξερευνά τη χαμηλότερη περιοχή του πιάνου στην αρχή του τραγουδιού, όσο το φως άλλαζε σε ένα βαθύ, κριματισμένο, αιμάτινο κόκκινο: μία υπνωτική συνθήκη, που έσπασε με τη διαπεραστική οιμωγή της Galás να κρατάει ένα ανατριχιαστικό ίσο με υπεράνθρωπη, αφύσικη διάρκεια και διαύγεια. Η αοιδός γεύεται τα φωνήεντα γυρνώντας τα στο στόμα της σαν κοφτερά χαλίκια που την πληγιάζουν, μεταφέροντας έτσι τον πόνο της με τετράγωνα κύματα ήχου, τα οποία τεντώνουν ακόμα και τα πιο απαίδευτα αυτιά της αίθουσας.
Τα κομμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο, αγγίζοντας διαφορετικές κουλτούρες και ιστορίες δαντικών κολάσεων. Η Galás αντιμετωπίζει κάθε πολιτισμό που άπτεται με τον απόλυτο σεβασμό, χωρίς να σφετερίζεται τον πλούτο του, αλλά δανειζόμενη των φωνών του, ώστε να διηγηθεί τις παγκόσμιες υπόγειες ραφές οι οποίες συνδέουν την ανθρώπινη δυστυχία. Όταν έρχεται έτσι η σειρά του “La Llorona” –πέρα από τις μνημειώδεις δυνατότητές της– η σοπράνο εκθέτει και το πολιτιστικό χρυσάφι της μεξικάνικης κουλτούρας, ενσαρκώνοντας κάθε βασανισμένη γυναίκα. Αντίστοιχα, η εκτέλεση του ρεμπέτικου “Πρόσφυγας” έγινε μία πολιτική θέση, ένας κοινωνικός σχολιασμός που καταγράφηκε πυρωμένος στα μυαλά των ακροατών από την ανατριχιαστική εκτέλεση.
Το Steinway κλαυθμίζει, ολολύζει και βρυχάται κάτω από τα δάχτυλά της στις εκτελέσεις του “A Soul That’s Been Abused” και του συγκλονιστικού “O Death”. Αντίστοιχα, η εκδοχή του “Die Stunde Kommt” (σε μουσική του Liszt και ποίηση του Ferdinand Freiligrath) αντηχεί σε κάθε γωνιά της αίθουσας, μόλις η Galás ανασύρει από το φωνητικό της οπλοστάσιο τραγούδισμα σε overtones, με το πρίσμα του λαιμού της να αναλύει το φως της φωνής της σε δύο διαφορετικές μελωδίες ταυτόχρονα. Όταν δε έρχεται η ώρα για το “Άνοιξε Πέτρα” του Μίμη Πλέσσα, ξεπερνά το μοιρολόι που ξέρουμε όλοι μας και μεταμορφώνει το τραγούδι σε μία πραγματική επίκληση της μαύρης νύχτας. Κι αν η μαυροφορούσα νύχτα θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα κάποιου, τότε θα είναι σίγουρα στην Ερινύα συγγενή της.
Η setlist της Galás είναι βαριά σε διασκευές. Όμως η προσέγγισή της αποδείχθηκε ό,τι άλλο πέραν αυτού που έχουμε στο μυαλό μας σαν διασκευή. Από τη μία, η ίδια είναι μία πραγματική μαθήτρια των ειδών, κρατώντας ανοιχτά αυτιά και αποδεικνύοντας την αριστοτεχνία της διαρκώς. Παράλληλα, βουτάει μέσα στη δομή κάθε τραγουδιού, το ξεχαρβαλώνει με χειρουργική ακρίβεια και σιγουριά, επεξεργάζεται κάθε κομμάτι του εσωτερικού μηχανισμού και –αφού το κατανοήσει στο βάθος του– συνθέτει τα εξαρθρωμένα τμήματα σε μία διαστρεβλωμένη εικόνα του πρώτου ήχου, καταραμένου να άδει τη δυστυχία του εσαεί.
Υπήρξαν πολυάριθμες στιγμές υψηλής έντασης και συναισθηματικής διέγερσης στο Μέγαρο Μουσικής. Τη μία στιγμή η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι και τα φωτιστικά κανόνια σπάνε τη μαυρίλα, όσο η Galás κροταλίζει ρυθμικά και επιθετικά τα χέρια της στο πιάνο –με τη φωνή της να ρεκάζει σαν banshee ιρλανδέζικου παραμυθιού, προφητεύοντας την επικείμενη καταστροφή. Λίγο πριν, ευχαριστεί το κοινό σε γουργουριστά, αργά, μα σίγουρα ελληνικά. Λίγο μετά, το κοινό την καλεί σε 3 απανωτά encores για τα “Artemis”, “I’ve Got Someone To Kill” και “Let My People Go”. Αμέσως μετά η ίδια υποκλίνεται, μνημειώδης πάνω στη σκηνή κι εμφανώς συγκινημένη από τον θυελλώδη εκθειασμό της πλατείας. Η ώρα χάνει την υπόστασή της και τα λεπτά γίνονται μακρόσυρτα και νωχελικά, θυμίζοντας ονειρικές σεκάνς.
Στη φορτωμένη εποχή μας, είναι δύσκολο να αποτιμήσεις με ακρίβεια κάποιον καλλιτέχνη. Στην περίπτωση της Diamanda Galás, μπορείς μόνο να πεις πως είναι απαράμιλλη στο πόσο βαθιά έχει κόψει την ομορφιά του ήχου και έχει αμφισβητήσει τις συμβατικές παραμέτρους της μουσικής performance. Δανειζόμενος τα λόγια μιας ομότεχνής της, αυτό που καταφέρνει να φέρει τόσο αποτελεσματικά μέσα στα χρόνια, είναι διαμάντια και σκουριά.
{youtube}tDmf_ui5SxA{/youtube}