Η βροχή είναι ο εφιάλτης του συναυλιακού καλοκαιριού. Στην περίπτωση όμως της πολυαναμενόμενης εμφάνισης των Depeche Mode στην Αθήνα, αποτέλεσε production value και αισθητικό πλεονέκτημα, ώστε να ακουστούν στίχοι όπως το «Let Me See You Stripped Down To The Bone» σε όλη τους την καταραμένη μεγαλοπρέπεια. Έστω κι αν ορισμένοι, πηγαίνοντας στη Μαλακάσα, αγωνιούσαν, φέρνοντας ίσως στον νου τους το φιάσκο του 2009.
Όπως και στην εποχή του Τοuring The Angel (2006), την εμφάνισή τους άνοιξαν οι Raveonettes, οι οποίοι ακόμα και σε ανοιχτή αρένα έδειξαν ότι συνδυάζουν τη shoegaze κατήφεια και τους μπλαζέ, παχύρρευστους pop κιθαρισμούς. Η υποτονική αλλά εθιστική μανιέρα τους έστρωσε λοιπόν κόκκινο χαλί για την επέλαση ενός συγκροτήματος που περίμενα με τρόμο ψυχής ότι θα με απογοητεύσει οικτρά, σαν σκιά του εαυτού του που βγαίνει στη γύρα για αρπαχτή. Αυτή η αμήχανη αίσθηση που συνοδεύει πλέον τους Depeche Mode, έχει χτιστεί με τις απανωτές μετριότητες τις οποίες έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία 10-12 χρόνια.
Εν τέλει, όμως –έστω και με τα βαρίδια των αδιάφορων νέων τους τραγουδιών να τους κρατάνε στο έδαφος, αλλά και με το πέρασμα χρόνων από τότε που είχαν τη δύναμη να αλλάξουν ζωές και να διαμορφώσουν ανθρώπους (κυριολεκτικά) με τα live της εποχής του 101– οι θρύλοι της synth pop έκαναν καλά που ήρθαν, καθώς μας υπενθύμισαν τι είναι αυτό που τους καθιστά σπουδαίους. Ακούγοντας ξανά τις ηλεκτρονικές «πλάτες» των τραγουδιών τους, χάρη στον υπέροχο ήχο στο Terra Vibe, καταλάβαινες ξανά γιατί το συγκρότημα αυτό κατάφερε να τετραγωνίσει των κύκλο των πρωτόλειων αναπτύξεων των Kraftwerk. Καταλάβαινες επίσης γιατί ο Dave Gahan υπήρξε ανέκαθεν ιδανικός εκφραστής, ικανός να μπολιάσει με νατουραλισμό και άψογη σωματική κίνηση τη σκοτεινιά και την περιρρέουσα λαγνεία της δαιμόνιας μουσικής αρχιτεκτονικής του Martin Gore.
Ο Gahan υπήρξε ο πρώτος που απενοχοποίησε τους «άντρες», κάνοντάς τους να χορέψουν πραγματικά, αντί να κουνιούνται ρυθμικά σαν να κατάπιαν κρεμάστρα. Και στο Terra Vibe όργωσε τη σκηνή συμπεριφερόμενος σαν έκφυλη θεότητα του περιθωρίου, με look νταβατζή ύστερα από οργιώδες clubbing ή λάγνου τροβαδούρου σε μόνιμα «βρώμικη» διάθεση, ο οποίος ξανάνιωσε αφού πρώτα κατάπιε όλα τα παραισθησιογόνα χάπια. Έβλεπες ξεκάθαρα σε τραγούδια όπως το αριστουργηματικό “Stripped» τον τρόπο με τον οποίον μπορούσε να δαμάσει τις αισθήσεις των περίπου 15.000 θεατών χάρη στο αψεγάδιαστο, ερμηνευτικό του εκτόπισμα –αμέσως δε μετά, λίκνισε περήφανα τα οπίσθιά του. Για 2 λοιπόν ώρες, ο Gahan δεν πάτησε σε λάθος νότα (δεν μπορεί, και να θέλει), ενώ ο Gore ενορχήστρωνε όλο το στιβαρό doom & gloom που άστραψε και βρόντηξε στο ξεσηκωτικό “Everything Counts” ή στο αγωνιώδες “In Your Room”, το οποίο συνοδεύτηκε μάλιστα από ένα υπέροχο video.
Οι μεγάλες οθόνες εστίαζαν στις λάγνες ματιές του frontman όταν επικοινωνούσε το transgender δράμα του “Try Walking In My Shoes” σε κάθε φθόγγο ή στην τρυφερή προσήλωση στη μελωδία που δείχνει πάντα ο Gore όταν παίρνει το μικρόφωνο –ειδικά όταν τραγούδησε την υπέροχα εξομολογητική καντάδα “Home” ή το αφοπλιστικό “Question Of A Lust” σε μια πιανιστική, απογυμνωμένη εκδοχή, με ταπεινότητα που έφερνε δάκρυα στα μάτια. Το κοινό τον επιβράβευσε με ένα παρατεταμένο sing-along.
Το μετα-βιομηχανικό ύφος του “I Feel You”, έδεσε με την άβουλη οργή του “Wrong”. Τα πύρινα synths του “World In My Eyes” κόλλησαν με τα σκονισμένα φετίχ του “Barrel Of A Gun”. Η «αιώνια» μελωδία του “Enjoy The Silence” με τη δερμάτινη αυτολύπηση του “Pain That I’m Used To”. Και το “Never Let Me Down Again” ξεσήκωσε (όπως ήταν αναμενόμενο) τα πλήθη που αναζητούσαν ένα καλό best of, ενώ το tribute στον David Bowie με τη διασκευή στο “Heroes” ήταν αξιοπρεπέστατο.
To ψιλόβροχο δεν ένοιαξε κανέναν και θεωρώ πως ακόμα και να άνοιγαν οι ουρανοί, δεν θα έφευγε άνθρωπος. Ας όψεται ο ντελικάτος ρυθμικός μανδύας του καταλόγου του συγκροτήματος και το έκφυλο tour de force του Gahan να φτύνει «σαλιωμένους» στίχους όπως το «Ι’ve Got Sooooo Much Loooove In Meeeee». Πραγματικά δεν περίμενα να απολαύσω αυτό το τραγούδι, όπως και το “Going Backwards” και το “Cover Me” από τον καινούριο δίσκο. Βρήκα όμως όλον τον αρρενωπό δυναμισμό στις αναπτύξεις αυτών των τραγουδιών, που, αν και δεν είναι σπουδαία, τα χαντάκωσε η παραγωγή του James Ford στο άλμπουμ.
Με το “Personal Jesus” που έκλεισε το encore να βουίζει στα αυτιά κατά την έξοδο από το Terra Vibe, αναλογιζόμουν ότι, ενώ μέχρι πρότινος ευχόμουν να διαλυθεί το συγκρότημα παρά να εκτίθεται με αναιμικά ανά τετραετία άλμπουμ, τώρα πια θέλω να μην πάψουν να βγαίνουν σε περιοδείες. Αν αυτή η κάθετη αλλαγή σκέψης δεν είναι αποτέλεσμα πετυχημένης συναυλίας, τότε τι στο διάολο είναι;
{youtube}S56TRLZdtAI{/youtube}