Το καλύτερο συναυλιακό κοινό που θυμάμαι να έχω δει τα τελευταία χρόνια, υποδέχτηκε τους Omen με ιαχές ενθουσιασμού και υψωμένες γροθιές, με το που πάτησαν το σανίδι του An Club, ερχόμενοι ξανά στα μέρη μας για να παίξουν στα «προεόρτια» του Up The Hammers Festival 2017. Από εκεί και πέρα, ήταν πραγματικά δύσκολο να πάει κάτι στραβά.
Πριν τους Αμερικανούς πρωταγωνιστές, όμως, είδαμε δύο εγχώρια support σχήματα.
Πρώτοι παρουσιάστηκαν οι Madrake, την ώρα που ο κόσμος ακόμα μαζευόταν στο ιστορικό υπόγειο των Εξαρχείων –καθώς αρκετοί βρίσκονταν έξω, χαζεύοντας στις οθόνες του γειτονικού καφέ τις δηλώσεις του Μαρίνου Ουζουνίδη για την ισοπαλία του Παναθηναϊκού στη Νέα Σμύρνη. Οι Θεσσαλονικείς είναι μπάντα με δισκογραφία και με εμπειρία κι αυτό φάνηκε στη σφιχτή τους performance. Το υλικό τους ωστόσο ήχησε υπερβολικά ομοιογενές κι αυτό κούρασε από ένα σημείο κι έπειτα, παρά τα συχνά ωραία κιθαριστικά μέρη και τη δύναμη των παιξιμάτων τους. Δύναμη που συχνά σκέπασε τα φωνητικά του Νίκου Γκάρα και δεν άφησε να φανεί η ιδιαίτερη μαγκιά με την οποία αποδίδει τα φωνήεντα. Αλλά και ο ίδιος τον πρόδωσε τον κώδικα, όταν μας μίλησε: δεν αρμόζει στον frontman μιας μπάντας τέτοιου ύφους να λέει στον κόσμο ότι πιο 'κει έχει «μερικά σιντάκια» για όσους τους άρεσε «η μουσικούλα»...
Ακολούθησαν οι Fyrecross, σε ένα πραγματικά εκρηκτικό set, που προετοίμασε με τον καλύτερο τρόπο το έδαφος για τους Omen. Ο ήχος της αθηναϊκής μπάντας έμοιαζε πολλές φορές με καταληψιακό punk το οποίο ξέδιδε με μεταλλικές ιαχές και ξέφευγε σε speed metal σολίδια. Στη ζωντανή του εκδοχή το στυλ αυτό παρουσιάστηκε ωμό και «άτεχνο», τα ίδια όμως χαρακτηριστικά του πρόσδωσαν ανά στιγμές μια πωρωμένη αμεσότητα, αλλά και μια ολόδικιά του, ιδρωμένη ηρωικότητα. Ό,τι λοιπόν τους λείπει σε εμπειρία, φαίνεται να περισσεύει σε προσωπικότητα. Με ένα τέτοιο ατού, μόνο μπροστά μπορούν να πάνε.
Οι Omen, τώρα, τα ξέρουν καλά τα αθηναϊκά κατατόπια. Ήρθαν στο An Club αισθανόμενοι σαν στο σπίτι τους, κάτι που τους επιβεβαιώθηκε δια βοής, αφού –με το που βγήκαν μπροστά μας– ο κατάμεστος χώρος τους υποδέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό και με ρυθμικές «Omen-Omen» κραυγές. Ε, δεν χρειάζονταν πολλά παραπάνω. Το μάτι του frontman Kevin Goocher γυάλισε πιο πολύ και από τις επωμίδες ...μεσαιωνικού ιππότη με τις οποίες εμφανίστηκε και το live ξεκίνησε καλπάζοντας με το "Death Rider" και τον κόσμο να τραγουδάει με ζέση και ορμή.
Ήταν τέτοια η χημεία «πλατείας» και σκηνής, ήταν τόση η προσήλωση του κοινού, που στο τέλος πια της βραδιάς άκουγες πολλούς να το λένε, ότι ήταν η μέχρι στιγμής καλύτερη συναυλία των Αμερικανών στη χώρα μας. Ήξεραν βεβαίως κι εκείνοι τι έκαναν, καθώς, αν και έχουν καινούριο δίσκο, στήριξαν τη setlist στα παλιά κι αγαπημένα. Έτσι, το μεν "Hammer Damage" (από τα νέα τραγούδια) μπορεί να ταίριαξε γάντι στο δοξασμένο 1980s υλικό, όμως η μερίδα του λέοντος όσων ακούσαμε στο An Club προερχόταν από εκείνα τα χρόνια, όταν η heavy αισθητική ακόμα ανδρωνόταν και οι Omen άφησαν μια παρακαταθήκη που δεν έπαψε να αποτιμάται ως σημαντική για τον αμερικάνικο ήχο και το fantasy metal εν γένει. Ως εκ τούτου, ήταν στο "Warning Of Danger" (από το ομώνυμο άλμπουμ του 1985) όπου σημειώθηκε η μεγάλη κορύφωση της βραδιάς, με μπάντα και πρώτες σειρές σχεδόν να γίνονται ένα και όλο το An Club να τραγουδάει δυνατά το ρεφρέν.
Η «ψυχή» της μπάντας, εντωμεταξύ, ήταν διπλή: από τη μία ο ημίγυμνος Kenny Powell να δίνει ρέστα στην κιθάρα, από την άλλη ο Goocher να δίνει ρέστα στο μικρόφωνο –με τους Andy Haas (μπάσο) και Steve Wittig (τύμπανα) να στέκονται πανάξιοι συμπαραστάτες. Το επόμενο highlight της βραδιάς, για όσους τουλάχιστον μπόρεσαν να προσέξουν τι έγινε, σημειώθηκε στο φινάλε, στην αλληλουχία "Battle Cry" και "Die By The Blade", όταν ο γιος Powell ανέλαβε την κιθάρα ώστε να μπορέσει ο πατέρας να περάσει ένα γύρω από όλους τους fans των πρώτων σειρών, ανάμεσα στους οποίους τα έσπαγαν οι κόρες, αλλά και οι ...εγγονές του! Τέτοιες στιγμές, είναι αληθινά μοναδικές.
Όσοι πάμε τώρα και σε συναυλίες διαφορετικού ήχου, ας κάνουμε τις συγκρίσεις των παραπάνω με βραδιές πιο «καθαγιασμένων» ονομάτων, που βρίθουν από μπλαζέ, βαριεστημένους εναλλακτικούς, οι οποίοι συγκεντρώνονται σε πηγαδάκια και δεν βάζουν γλώσσα μέσα. Στους Omen, όμως, ο κόσμος –ένας κόσμος που συχνά αντιμετωπίζεται με μισοσηκωμένο φρύδι και χαμογελάκι συγκατάβασης– ήταν εκεί για να δει τους ήρωές του και να τραγουδήσει μαζί τους, όχι για να χτυπήσει κάρτα παρουσίας κάπου όπου θεωρείται cool να βρίσκεσαι.
{youtube}gWay5NBttDk{/youtube}