Ο κύριος William Basinski ήταν ο εκλεκτός προσκεκλημένος των St Paul’s Sessions της προηγούμενης Πέμπτης (και της Τετάρτης, η οποία προστέθηκε εκ των υστέρων και έγινε επίσης sold-out μέσα σε λίγες μέρες). Μιας διοργάνωσης που, αν μη τι άλλο, φαίνεται πως ξέρει να διαλέγει από τον αφρό της διεθνούς avant-garde, με τη συγκεκριμένη συναυλία να είναι η κορύφωση ενός άτυπου κύκλου, ο οποίος ξεκίνησε με τον Tim Hecker και συνεχίστηκε με τον Christian Fennesz.
Μιλώντας για κύκλους, τυπικούς και άτυπους, ο Basinski είναι φυσικά στο στοιχείο του, καθώς η μουσική του αρνείται πεισματικά τις ευθείες και προτιμά να προχωρά γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό της· αενάως και απροκαλύπτως. 3-4 μπομπινόφωνα στριφογύριζαν κι αυτά τις ταινίες τους, δίνοντας το σήμα, ενώ ο Basinski χειριζόταν μαεστρικά το συχνοτικό τοπίο μέσω κονσόλας και υπολογιστή ή απλώς απολάμβανε τις μικρές στιγμές της αδράνειας που του χάριζαν οι απλωμένοι χρόνοι της μουσικής του. Η κατάμεστη εκκλησία καλοδέχτηκε κι αυτή τους απλωμένους χρόνους, έχοντας και όλη τη χωρική ευχέρεια να κάνει τις ανακλάσεις του ήχου το ίδιο σημαντικές με τις πρωταρχικές πηγές του.
Το τελευταίο, ίσως έχει μια σημασία παραπάνω, γιατί συντονιζόταν ιδανικά με μία συγκεκριμένη ηχοτροπία του Basinski. Με το πέπλο, δηλαδή, πίσω από το οποίο προβάλλει νότες και συχνότητες και δίνει στη μουσική του μια γλυκιά θολούρα παραμόρφωσης, παρόμοια πιθανώς με εκείνη μιας ανάμνησης ή ενός ονείρου. Η μουσική, δηλαδή, ενώ σαφώς συνέβαινε εκεί, έμοιαζε να έχει απλώς αφήσει το φάντασμά της· μια παρουσία που ήταν μαζί και απουσία, λούπες πάνω στις λούπες, το reverb του reverb, κι άντε μετά βγάλε άκρη τι ήταν κανονικά η μουσική, τι ήταν εκεί μέσα και τι ήταν στο κεφάλι σου.
Στα σκληρά δεδομένα, πάντως, το όλο συμβάν κράτησε σκάρτη μία ώρα, χωρίστηκε σε 3 μέρη και οι μεταβάσεις, μετά από εξαντλητικώς λεπτομερή fade-out, δεν συνοδεύτηκαν από το συνηθισμένο χειροκρότημα (υπήρξε τέτοιο και μάλιστα ζεστό, ένα, στο φινάλε), αλλά από μία ιαματική σιωπή. Ήταν όμορφη αυτή η στιγμή, με τον ήχο να αδυνατίζει λίγο-λίγο, μέχρι να φτάνει για λίγα δευτερόλεπτα στο αντίθετό του, στον μη ήχο (ευπρόσδεκτος όσο και ο ήχος, κάτι σίγουρα όχι αυτονόητο), και να ξαναρχίζει ύστερα να γεμίζει όσο σταδιακά άδειαζε.
Τούτων λεχθέντων, ο Basinski κατάφερνε με χαρακτηριστική ευκολία να μας κάνει κοινωνούς της μουσικής του, να αιχμαλωτίσει την προσοχή μας κι ύστερα να μας αφήσει να μετεωριζόμαστε νοητώς σε αυτούς τους θολούς κύκλους, οι οποίοι, παρότι όντως κύκλοι, άφηναν πάντοτε μια αμυδρή μα κρίσιμη έλλειψη στον σχηματισμό ή/και την αναπαραγωγή τους (σχεδόν ελπιδοφόρα, μέσα στο γενικώς αναπόδραστο μουσικό περιβάλλον).
Στα λίγο λιγότερο σκληρά δεδομένα, ο Basinski μάλλον αναφέρθηκε στην πιο πρόσφατη κυκλοφορία του, το αφιερωμένο στον εκλιπόντα David Bowie Shadow Ιn Time (α προπό, θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος νεκρός, αν κάποιος έγραφε ένα κομμάτι σαν το “For David Robert Jones” για να με αποχαιρετήσει). Δεν παίρνω και όρκο, βέβαια, σπανίως προσέχω τέτοιες λεπτομέρειες και μπορείτε άνετα να με λοιδορήσετε για αυτό, αλλά, όπως και να το κάνουμε, κάτι τέτοια ωχριούν σημαντικά μπροστά στον χρόνο που στάθηκε μπροστά μας διεσταλμένος και σχετικώς ακίνδυνος. Έστω και για μόνο 60 λεπτά της ώρας.
{youtube}stp7C7L9dCE{/youtube}