Το Fuzz μύριζε έντονα στυφό κρασί και τσιγάρα, την Παρασκευή. Εν μέρει έφταιγαν γι' αυτό οι καπνίζοντες της αίθουσας και οι νταλκαδιασμένοι αρκοατές, κυρίως όμως έφταιγε η μουσική της πρώην Chinawoman, Michelle Gurevich (μιας και έχει πλέον αποποιηθεί το moniker της), που αναταράσσει τις αισθήσεις και ανασύρει από το ασυνείδητο μυρωδιές και γεύσεις χαρακτηριστικές του πόθου και του πόνου.
Η Chinawoman είναι αρχιτέκτονας ενός ήχου με χρώματα ανατολικής Ευρώπης και Καναδά, δύσθυμου και αριστοκρατικού. Βαθιά κινηματογραφικός, φέρνει στο μυαλό πλούσια χαλιά, τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα, βουλιαγμένους δανέζικους καναπέδες, μισοφαγωμένο ασιατικό take out και χαμηλό φωτισμό επιδαπέδιου φωτιστικού, σε ένα αόριστα (upper) middle class διαμέρισμα ανθρώπου της διανόησης. Ή πολύ απλά της Michelle Gurevich.
Εμφανίστηκε στη σκηνή άνευ διατυπώσεων, κάνοντάς μας να περιμένουμε μέχρι τις 22:30, κάτι που φάνηκε να δυσφορεί τους 30+ του κοινού. Η Καναδή περπατά τον δρόμο της λιτότητας με τέτοια υπερβολή, ώστε κάνει την παρουσία της σχεδόν δραματική. Το μεγάλο της ταλέντο στην τραγουδοποιία τη φέρνει να υποστηρίξει ένα υλικό που απαιτεί παρουσία πληθωρικότερη ή έστω περισσότερο μεταδοτική. Αντιθέτως, εκείνη έμοιαζε να θέλει να βρίσκεται οπουδήποτε πέραν της σκηνής του Fuzz, με την εκφραστικότητά της να ξεκινά από την απόλυτη δωρικότητα της στάσης της και να φτάνει –στο (ταπεινό) άκρο της υπερβολής της– στο άπλωμα των χεριών με τις παλάμες ανοιχτές, σε ένδειξη θαρρείς διακριτικής παραίτησης.
Η αρχή της συναυλίας υπήρξε κατατονική, δημιουργώντας ένα σιδερωμένο κλίμα ευθείας γραμμής, κάτι που ταιριάζει παρόλαυτα στο προφίλ της μουσικού. Ο φωτισμός συνδύαζε μωβ και πορτοκαλί αποχρώσεις, προκαλώντας τροπικούς συνειρμούς και αποσυντονίζοντάς μας από το αφέγγιστο αφήγημα της Gurevich. Η υποδοχή πάντως που επεφύλαξε το σχετικά γεμάτο μαγαζί ήταν θερμή και ανταποκρινόταν στις προσμονές μας, μιας και η τραγουδοποιός έχει δώσει γη και ύδωρ ώστε να εδραιώσει κοινό στην Ελλάδα, με τις πολύ συχνές της εμφανίσεις.
Επί σκηνής συνοδευόταν από δύο μουσικούς και αρκετά προηχογραφημένα beats. Κατά τη διάρκεια δε της συναυλίας, η ίδια πέρασε από τα χέρια της το keyboard και την κιθάρα, πλέκοντας ερωτικές ιστορίες συντροφευόμενες από τη φωνή/προσωποποιημένο Tavor –το σήμα κατατεθέν της– που δονεί τις βαθύτερες πληγές των ακροατών. Έχοντας ασημένιες λεπτομέρειες στους ώμους, η Gurevich φόρεσε έτσι τα σιρίτια του μουσικού αξιωματικού, στέλνοντας τις νότες της σε μία θέση παθητικής επίθεσης, με τη γνωστή, τρομερά καλαίσθητη ειρωνεία των στίχων της να υπογραμμίζει το αφήγημά της.
Περίπου στη μέση του live, η μουσικός έσπασε τη δωρικότητα και τα υπνωτικά της παραμύθια με το (σχεδόν) ανεβαστικό beat του "Russian Romance" (από τον τελευταίο της δίσκο), υψώνοντας κάπως τους τόνους. Παράλληλα, όσο περνούσε μέσα από τη setlist, μάς οδήγησε να αναρωτιόμαστε αν γίνεται κανείς να απολαύσει το έργο της δίχως να καταλαβαίνει τους στίχους, μιας και αποτελούν τεράστια και αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία του «υφάσματος» που πλέκει η Καναδή.
Η Michelle Gurevich τραγουδάει με τη ζέση ενός ανθρώπου που παρακολουθεί την πόλη του να καίγεται, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Τα τραγούδια της μας έχουν κάνει δηλαδή σαφές πως ο κόσμος της πυρπολείται από το πάθος του έρωτα, αλλά κατά τη ζωντανή της εμφάνιση την Παρασκευή η εκπατρισμένη Καναδή έμοιαζε (όπως πάντα) να κοιτάει τις φλόγες από ψηλά. Τραγουδώντας, σαν άλλος Νέρωνας, αποστασιοποιημένη και μουδιασμένη.
{youtube}CxLE9GPv5K8{/youtube}