House Of Broken Promises
του Δημήτρη Μεντέ
Στη μικρή σκηνή (stage 2), στο Palmitas του Gazi Music Hall στον 4ο όροφο του κτηρίου απέναντι από την Ιερά Οδό, οι Καλιφορνέζοι House Οf Broken Promises έμοιαζαν να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Ο απαίσιος ήχος, σε συνδυασμό με τη ντάγκλα του απογεύματος –ξεκίνησαν να παίζουν λίγο πριν τις 6– προκάλεσαν χλιαρές αντιδράσεις ανάμεσα στους συγκεντρωμένους.
Έτσι, η desert/stoner αισθητική που προσπάθησε να μας παρουσιάσει η μπάντα χάθηκε σε μονότονα, κλισέ φωνητικά και σε περιττό layering στις δεύτερες από τον ντράμερ Miguel Cancino. To (ακόμα ολιγάριθμο) κοινό φάνηκε λοιπόν να κουράζεται στη μικρή διάρκεια ενός set, μέσα από το οποίο οι Αμερικάνοι πέρασαν με τη χάρη τυφλού ιπποπόταμου.
Beggars
του Άγγελου Κλειτσίκα
Για όσους άτυχους βρέθηκαν στο απαράδεκτο ηχητικά set των House Of Broken Promises στη stage 2, ο γλυκός, back-to-basics ροκ εν ρολ ήχος των Beggars που έφθανε στα αυτιά με την έλευσή τους στη βασική σκηνή, θα πρέπει να είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
Κατά τα λοιπά, η έμπειρη και δραστήρια αθηναϊκή τριάδα μπορεί να μην έσπειρε πανικό, αλλά μας έπιασε απροετοίμαστους και μας έβαλε με αιφνίδιο τρόπο σε ρυθμούς φεστιβάλ. Αν εξαιρέσουμε την κάπως αχρείαστη και παράταιρη παρουσία του σαξόφωνου σε ορισμένα κομμάτια, οι hard rock δυναμίτες και τα χαμόφερτα ηλεκτρισμένα blues (όλα προερχόμενα από τις 4 μέχρι σήμερα δουλειές τους), ήταν οι πρώτοι υπαίτιοι για το ατελείωτο headbanging της βραδιάς που θα ακολουθούσε.
Sadhus
του Άγγελου Κλειτσίκα
Χωρίς πολλά-πολλά, όποιος έχασε την επική εμφάνιση των «δικών μας» sludge μεταλλάδων Sadhus, έχασε τη μισή 1η μέρα του Desertfest Athens. Πριν ξεκινήσουν να μας πνίγουν χωρίς έλεος στον τοξικό τους βούρκο, η stage 2 έμοιαζε ακίνδυνη: μέχρι και παιδικό πάρτι θα μπορούσε να φιλοξενήσει, με δύο-τρεις αλλαγούλες.
Από τις 19:15 όμως και για τα επόμενα τρία τέταρτα, μετατράπηκε σε μία βρώμικη δίνη, η οποία μας ρουφούσε αθόρυβα στα ενδότερά της, μέσα από τα απόκοσμα ουρλιαχτά του Veldamor Vockill (προέρχονταν λες από ένα μέρος που δεν θέλω καν να φανταστώ) και τις αδιάκοπες εναλλαγές ρυθμού και δυναμικής: από ανατολικά ψυχεδελικά μοτίβα, οι Sadhus περνούσαν άνετα σε gloom 'n' doom τύπου εκτονώσεις, με άψογο timing εκτέλεσης. Γενικά, δημιουργήθηκε μία ατμόσφαιρα εθιστικά αποπνικτική χάρη στον πυκνό κόσμο και το όλο κολασμένο θέαμα. Θέρισαν δε τόσο πολύ τα πάντα, ώστε μας έκαναν να σκεφτούμε πως, αν μία ακόμη μπάντα κατάφερνε να ξεπεράσει αυτό που είδαμε, θα ήταν κατόρθωμα.
Torche
του Δημήτρη Μεντέ
Με την ψυχή στο στόμα και το μυαλό ακόμα σε ντελίριο από τους Sadhus, περάσαμε ξανά στη stage 1 για να παρακολουθήσουμε την ιδιαίτερη metal βερσιόν που κοινωνούν οι Torche. Οι τύποι από το Μαϊάμι είναι διάσημοι γιατί καταφέρνουν να δέσουν σε συνοχικό αφήγημα τη βαριά, επιθετική και δυναμική metal μουσική τους, μαζί με έναν παράδοξα φωτεινό και μεταδοτικό ήχο –πράγμα που οφείλεται σε μεγάλο μέρος στα φωνητικά του Steve Brooks, τα οποία μοιάζουν σαν να αιωρούνται πάνω από τον κιθαριστικό πανικό. Kι αυτό ακριβώς έφεραν και στο αθηναϊκό Desertfest.
Σε ένα –σχετικά– γεμάτο μαγαζί, με –σχετικά– κακό ήχο, οι Torche επιδόθηκαν στο χτίσιμο ηχητικών τοίχων («τήχων», θα έλεγε κανείς) από το κάθε όργανο, οι οποίοι έσπαγαν ο ένας πάνω στον άλλον, δημιουργώντας μία μελωδικότατη κακοφωνία με ειρμό και σαφή σκοπό· κάτι που μεταφράστηκε σε θερμότατη αποδοχή εκ μέρους του κόσμου. Όσο μάλιστα προχωρούσε το set, τόσο ευκολότερο γινόταν να ακολουθήσεις τα μουσικά κύματα των Αμερικάνων, μιας και συντονιζόσουν ευκολότερα στο ξεχωριστό μείγμα της αλλόκοτα ευμετάδοτης αισθητικής τους.
We.Own.The.Sky
του Άγγελου Κλειτσίκα
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις ζωντανές εμφανίσεις της αθηναϊκής post-rock/instumental metal πεντάδας, γνωρίζουν πως τα τεχνικά θεματάκια είναι σχεδόν πάντα αναπόσπαστο μέρος αυτών. Για τη συγκεκριμένη τους πάντως προσπάθεια, ομολογώ πως οι We.Own.The.Sky προετοιμάστηκαν πολύ καλά και πάλεψαν να τα εξαλείψουν. Δυστυχώς, ακόμη κι έτσι, μέσα στην πολυπλοκότητα της live αποτύπωσης χάθηκαν τελικά πολλές σημαντικές λεπτομέρειες, ικανές να ανεβάσουν τις συνθέσεις αρκετά επίπεδα πάνω.
Ειδικά στο εναρκτήριο “Transmissions Of Static”, οι κιθάρες βρίσκονταν σε χαμηλότερη ένταση από την πρέπουσα, με αποτέλεσμα το κομμάτι να μοιάζει πολύ διαφορετικό από ότι στον δίσκο –τουλάχιστον στα κομβικά του σημεία. Τα πράγματα έφτιαξαν κάπως στο τρομερό “Muzzle”, αλλά από εκεί κι έπειτα άρχισε η προβλεψιμότητα να διαδραματίζει τον δικό της αρνητικό ρόλο. Το κλείσιμο με “Penny For Your Thoughts” ήταν μακράν η κορυφαία τους στιγμή, όμως ως τελικό συμπέρασμα έμεινε πως η ιδιωτική ακρόαση των δίσκων τους είναι πολύ πιο ανταποδοτική εμπειρία από τις συναυλίες τους. Κάτι βεβαίως ιδιαίτερα παράδοξο, ειδικά για ένα post-rock γκρουπ.
Truckfighters
του Δημήτρη Μεντέ
Στη μέση περίπου της βραδιάς, βρεθήκαμε να παρακολουθούμε τους Truckfighters, το τρίο δηλαδή που κατάφερε να δώσει το πρώτο φρενήρες στίγμα του Desertfest Athens, με τους stoner ήχους και την ιδιότυπη προσέγγισή του στην εκτέλεση. Παρόλο που οι Σουηδοί επιστρατεύουν επιμέρους στοιχεία τα οποία έχουν οπωσδήποτε ξαναπαιχτεί (και φαντάζουν συνηθισμένα), τα συνθέτουν με έναν τρομερά πρωτότυπο τρόπο, φτάνοντας έτσι στη δημιουργία ενός κλίματος που σε κρατάει αφοσιωμένο και προσκολλημένο στον ήχο τους.
Τα εξαιρετικα accents, backbeats και blast beats του ντράμερ με έκαναν να περάσω ώρες έπειτα να ψάχνω να ταυτοποιήσω τον μικροσκοπικό Σουηδό με τις μπαγκέτες, κάτι που απεδείχθη δύσκολο μιας κι απ’ ό,τι φαίνεται οι Truckfighters αλλάζουν περισσότερους ντράμερ από ό,τι μέλη οι Jethro Tull –με τον τωρινό αριστοτέχνη να μην αναφέρεται πουθενά. Ο αεικίνητος Dango (Niklas Källgren) υπήρξε επίσης χαρακτηριστικότατο θέαμα, με τα αυτιστικά χοροπηδητά και kicks του να μην επηρεάζουν την επίδοσή του στα (παραδόξως proggy) riffs της κιθάρας του. Ο τραγουδιστής και μπασίστας Ozo (Oskar Cedermalm), πάλι, υπήρξε το πιο «στατικό» μέλος της μπάντας, με τη φωνή του να φέρνει κάτι από τις moody grunge εποχές, αλλά με μία εξαιρετική ευρποσαρμοστικότητα.
Στα θετικά προσμετράται και ο πολύ γεμάτος ήχος (και η πολύ γεμάτη σκηνή) που κατάφεραν να παράγουν 3 μόλις νοματαίοι, με build-ups τα οποία οδηγούσαν σε εφαπτόμενες από διαφορετικό μέλος κάθε φορά, καθώς και με ενότητες σχεδιασμένες να δείχνουν την τεχνική δεινότητα του κάθε μουσικού· με τρόπο που παράσερνε το κοινό, επιβεβαιώνοντας ότι οι Truckfighters δίνουν πράγματι το 100% επί σκηνής. Μεγάλο ατού υπήρξε επίσης η χρήση των distortion/sustain pedals του Dango και οι μεταβολές στον ήχο, που έφερναν πολύ σε τζαμάρισμα. Παράλληλα, η μπάντα απέδειξε την αφοσίωσή της στο κοινό, φτιάχνοντας μπλουζάκια με το όνομα τους stylised στα Ελληνικά. Αν κατάφεραν εμένα να αγοράσω merch τους, κάτι κάνουν πολύ σωστά.
Black Rainbows
του Δημήτρη Μεντέ
Tελευταία επίσκεψη στο stage 2 για την 1η μέρα του Desertfest Athens, όπου οι Ιταλοί Black Rainbows δικαιολόγησαν την παρουσία των πολυάριθμων συμπατριωτών τους στην Αθήνα (καθ' όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ ως τότε, ακούγαμε γύρω μας ιταλικά).
Η μπάντα είχε θορυβώδη παρουσία, με μελωδικούς υπότονους που έφερναν σε 1970s αναφορές. Αν και ό,τι παρουσίασαν ήταν σίγουρα καλοεκτελεσμένο και συνοχικό, το υλικό των Ιταλών είναι μάλλον τετριμμένο και δεν κατάφερε έτσι να μεταφραστεί τόσο επιτυχημένα σε ζωντανό χρόνο. Το set κινήθηκε σε χαμηλοκουρδισμένους, «βρώμικους», fuzzy ρυθμούς, με τα τραγούδια να γίνονται πιο upbeat προς το πέρας της εμφάνισης.
1000mods
του Δημήτρη Μεντέ
Προφανώς και ήταν ασφυκτικά γεμάτο το stage 1 σε αναμονή της εμφάνισης των «δικών μας» 1000mods, οι οποίοι έχουν αναδειχθεί σε μία από τις δημοφιλέστερες μπάντες στην Ελλάδα. Τα παιδιά από το Χιλιομόδι, που έχουν ήδη κάνει κι ένα πολύ δυνατό άνοιγμα στη διεθνή αγορά, επιδόθηκαν σε έναν πολύ προσβάσιμο –σχεδόν ποπ– stoner ήχο, με το κοινό να αποδεικνύεται τρομερά ανταποδοτικό σε κάθε κλιμάκωση (ήταν και πολλές) των κομματιών.
Ο ντράμερ τους Λάμπρος Γερολυμάτος, υπήρξε καταλυτικός στην εκτέλεση των μεγαλύτερων crowd pleasers, όπως το "Vidage" και το "Low", στιγμές στις οποίες ο κόσμος έμεινε έρμαιο των ρυθμών του. Βέβαια, τα ατίθασα νιάτα του πλήθους μπορούν να κατηγορηθούν για τα πιο αμήχανα, θλιβερά mosh pits της εγχώριας σκηνής –στιγμιότυπα μιας πώρωσης χωρίς ουσιαστικό νόημα και τσαγανό.
Οι 1000mods παρουσίασαν και υλικό από τον τελευταίο τους δίσκο Repeated Exposure To… το οποίο βρήκε πολύ θερμή ανταπόκριση, με τον κόσμο να συμμετέχει και ν' ανταποδίδει την ενέργεια της μπάντας. Το γκρουπ εκτέλεσε τη setlist του με παλμό και νεύρο, προετοιμάζοντάς μας άψογα για τους Red Fang, αν και δεν χάρισαν encore στους διψασμένους fans.
Red Fang
του Άγγελου Κλειτσίκα
Η παρέα από το Πόρτλαντ ξεπρόβαλλε στην κεντρική σκηνή ακριβώς μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Και, για την επόμενη 1 ώρα και ένα τέταρτο, έπαιξαν ένα διαστροφικά άψογο και επαγγελματικό set, που καταναλώθηκε απνευστί. Χωρίς μάλιστα καμία απολύτως κοιλιά και με έναν live ήχο κρύσταλλο, από τους πιο απολαυστικούς που έχω ακούσει από σκληρή μπάντα τα τελευταία χρόνια.
Οι Red Fang απέδειξαν πως είναι πραγματικοί μάστορες στο να χειρίζονται με ευελιξία αυτόν τον κάπως υβριδικό τους ήχο, που ακούγεται σαν να ενώνεις το punk στοιχείο μπάντας της Epitaph με το κρυμμένο pop μικρόβιο στον πυρήνα των κομματιών των Baroness και τη southern «βρωμιά» των Kyuss. Γεγονός που τους έχει δώσει το συγκριτικό πλεονέκτημα να τσιμπάνε πιστούς από ποικίλες μουσικές ομάδες και πλέγματα –κάνοντάς τους βέβαια, πολλές φορές, να γίνονται αντιληπτοί ως κάτι που δεν είναι. Η φόρμουλα λοιπόν που έχουν μαγειρέψει δουλεύει τέλεια, με τα τραγούδια που αναλαμβάνει ο true χεβιμεταλάς Bryan Giles να ρέπουν προς τη southern/heavy πλευρά τους κι εκείνα που φέρνει εις πέρας ο πιο nerdy (στην όψη) μπασίστας Aaron Beam να κουβαλάνε τις punk ευαισθησίες του γκρουπ.
Ο τελευταίος, μάλιστα, είναι κι αυτός που προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το κοινό όσο πιο απέριττα και σύντομα γινόταν: ίσα-ίσα για λίγα λεπτά ξεκούρασης και κουρδίσματος, με τα (κλισέ) άβολα αστειάκια του, του είδους που σκέφτεσαι μόνος σου μετά και γελάς χωρίς λόγο. Συνολικά, οι Red Fang παρουσίασαν μία χορταστική και ιδανικά ισορροπημένη playlist, με ύμνους από τα 3 πρώτα άλμπουμ τους, όπως το “Wires” και το “Prehistoric Dog”, αλλά και 2 ολοκαίνουρια κομμάτια, στα οποία προκρίθηκε η πιο punkish πλευρά τους.
Μετά από αρκετά pits, πολύ χαμένο ιδρώτα και αδιάκοπες εναλλαγές στην ένταση, έφυγαν και μας άφησαν να αναρωτιόμαστε, πόσα μίλια μακριά ήταν αυτό που ζήσαμε σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο act της πρώτης μέρας του Desertfest.
{youtube}OamHnmCY8Ng{/youtube}