Η 3η μέρα ξεκίνησε με τους thrash/death ήρωες Agressor και τη βεβιασμένη αναχώρησή μας από το camping, ελέω ενός άβολου προγραμματισμού. Η αλήθεια είναι πως το Hellfest τοποθετεί παραδοσιακά νωρίς κάποια κλασικά «cult» ονόματα της Γαλλίας, καθότι οι περισσότεροι απ' όσους θέλουν να τα δουν τυγχάνει να έχουν κατά καιρούς βιώσει πολλάκις μέρος της εγχώριας σκηνής. Παρόλα αυτά, όντας άνθρωπος καθόλα ταγμένος στο γαλλικό deathrash, οφείλω να ομολογήσω πως οι Agressor ήταν από τα κυριότερα ονόματα σε μια νοερή wantlist: φέροντας πλήρη επίγνωση, δηλαδή, πόσο σπάνιο είναι να τους πετύχεις σε ανάλογες live περιστάσεις.
Licenced to thrash, λοιπόν, και το μαλλί να ανεμίζει σύννεφο. Ο παλαίουρας Alex Colin-Tocquaine, με έναν ανεμιστήρα να του προσδίδει γηπεδική αίγλη, αποτέλεσε φαρμακερό μπροστάρη, αποδίδοντας κάθε τελευταίο σημείο με στοχευμένη εντέλεια. Στο πλευρό του υποβοηθούσε σε ενέργεια και αποθέματα εμπειρίας ο επί σειρά ετών συνοδοιπόρος Joel Guigou, τη στιγμή που οι Kévin Paradis και Kevin Verlay συμπλήρωναν το καρέ με χημεία, ωσάν να αποτελούσαν ιδρυτικά μέλη. Tο υλικό των Agressor προφανώς ηχούσε δηλητηριώδες, όσο ξυραφάτα αρμόζει στις επιταγές της σκηνής. Δύσκολα θα ξεπερνούσε την όλη εμφάνιση οποιοσδήποτε συμπαραστάτης, ξεκινώντας από τους Loudblast και φτάνοντας στους Massacra (για να τονίσουμε μια wishlist, αδύνατη να επιτευχθεί).
Με την περίπτωση των Municipal Waste κουραστήκαμε ελαφρώς, ελέω της φύσης καθαυτής του εφηβικού crossover/thrash metal τους. Δίχως λοιπόν να αρνούμαστε πως αποτέλεσαν περίπτωση ενδιαφέρουσα την εποχή ενός σημαντικού breathrough, οι ανέμπνευστες μπάντες που επηρρέασαν, μαζί με τα τετριμμένα δεδομένα της επανάληψής τους, τους έχουν κατατάξει ως πλέον αδιάφορους στις εντυπώσεις του υποφαινόμενου γραφέα. Καμία σχέση, κοινώς, με το αντιπαράδειγμα των Orphaned Land, οι οποίοι αποτυπώνονται αρεστοί, παρά τα ethnic/ανατολίτικα στοιχεία τους. Η oriental αισθητική ενδεχομένως να ανήκει στα λιγοστά παραδείγματα που είναι τελείως ξένα προς την ψυχοσύνθεσή μου –ως μοναδικές εξαιρέσεις κατατάσσονται περιπτώσεις άνω του μέσου όρου μιας σκηνής.
Ο King Dude, από την άλλη, στάθηκε επιβλητικότατος, όσο ακριβώς τον έχουμε βιώσει ως σόλο καλλιτέχνη –διότι στο Hellfest ήταν πλαισιωμένος από ένα full σχήμα μουσικών, κατάλληλα καταρτισμένους προς απόδοση του υποβλητικού του υλικού. Η αλήθεια είναι πως αισθάνομαι μια ελαφρά τέρψη δικαίωσης για την επιτυχία του, μιας και όταν πρωτοεμφανίστηκε δεν ήσαν λίγοι οι ελιτιστές που τον χαρακτήρισαν ως «Death In June των φτωχών». Ο Χρόνος όμως είναι ο μεγαλύτερος κριτής όλων. Και, όπως τυγχάνει σε ανάλογες περιστάσεις, τα Devil Blues επικρατούν ακόμη και όταν ο ήλιος καίει το δέρμα μας.
Όσο για τους Vision Bleak, μπορεί από την πλευρά τους να υπήρξαν άκρατα ψυχαγωγικοί, αλλά η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοινού τη σκηνική τους περσόνα μαζί με την αντίστοιχη των Empyrium, επιβεβαίωσε τις υποψίες μας για τη φύση ενός επιμελούς «project». Διότι project τους αποτελούν στην ουσία οι Vision Bleak, μιας και η ραδιοφωνική θεατρικότητά τους καμία σχέση δεν είχε με το διογκώμενο δέος των Empyrium. Ο δε ήχος ήταν άριστος και στις δύο setlist, με των Empyrium να σημειώνεται όσο αναδρομικός αρμόζει στην περίτεχνη υφή τους. Οι αειθαλείς μελωδίες τους μας ταξίδεψαν πολλά έτη στο παρελθόν, στις εποχές που το ίντερνετ ήταν νηπιακό και ο ρομαντισμός ανθούσε.
Από την άλλη, το θορυβώδες brutal death metal των Brodequin μας επιφύλλασε μια παράξενη έκπληξη, μιας και τον ρόλο των τυμπάνων ανέλαβε ένας χειριστής, ο οποίος με το πάτημα των δακτύλων του χειριζόταν ένα ...ιδιόμορφο drum machine. Το θέαμα φαινόταν εξωφρενικά κωμικό, από τη στιγμή που στεκόταν καταμεσής της σκηνής, ωσάν να είχε τον ηγετικό ρόλο στη μπάντα. Παρά τις αντιδράσεις, λοιπόν, οι Brodequin διακόρευσαν και τεμάχισαν τις εντυπώσεις ακόμη και των πιο επίμονων επικριτών τους, χάρη σε μια οξύμωρη εμφάνιση. Η δε στιβαρή αντίθεση απέτρεψε μέχρι και την παραμονή μας στην σκηνή των Unsane, οι οποίοι φάνταζαν εξίσου άριστοι σκηνικά.
Οι Πολωνοί Mgla έδρασαν με τη σειρά τους αποδεδειγμένα υποβλητικά, όπως αρμόζει στα χαρακτηριστικά του μινιμαλιστικού black metal τους. Επενδύοντας στις αρετές μιας τόσο ευθύβολης, όσο και επικής ριφφολογίας, οι ακίνητες, κουκουλωμένες μορφές τους έμοιαζαν άριστα παραλληλισμένες με τη μουσική, εμπνέοντας δέος και συγκίνηση συνάμα. Δεν ήσαν λίγοι, δηλαδή, οι φίλοι που ζητωκραύγαζαν σποραδικά στα πιο καίρια σημεία των κομματιών, ελέω μιας πολυετούς προσμονής να τους παρακολουθήσουν. Ούτε και φαντάζει υπερβολή η ανταπόκριση που επιδέχονται, χάριν του άρτια λεπτοραμμένου νιχιλισμού τους.
Οι Blind Guardian αποτελούν συγκρότημα που δεν ενδείκνυται για τις συνθήκες ενός φεστιβάλ, ελέω του περιορισμένου χρόνου που διατίθεται στα sets. Δεν είναι τυχαίες άλλωστε οι δίωρες διάρκειες των club setlists τους, στοιχείο σημαντικό ώστε να μυηθεί κανείς σε μια κλιμακώμενη ατμόσφαιρα. Ωστόσο, τόσο η λυρική, όσο και η γηπεδική εσάνς σημαντικού μέρους των φωνητικών τους δύνανται να σηκώσουν στο πόδι ακόμη και τους πιο βαριεστημένους. Μπορείτε να φανταστείτε άλλωστε την ατμόσφαιρα σε ένα γεμάτο main stage, με τον κόσμο να τραγουδά καθαρά τόσο το "Valhalla", όσο και το υπερκλασσικό "The Bard's Song - In The Forest".
Οι Slayer αποτελούν πια σκιά του εαυτού τους –όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, εθελοτυφλεί. Δεν θα σταθώ στον χαμό του Jeff Hanneman, ούτε στην corporate προσθήκη του Gary Holt, ο οποίος θα ήταν καλύτερα να συνεχίσει να περιοδεύει με τους συμπατριώτες τους Exodus. Ο Paul Bostaph είναι δυστυχώς ο μοναδικός που τους κρατά ζωντανούς, χάρη στην άφθαρτη πυγμή του, τη στιγμή που ο «πατριάρχης» Tom Araya δεν μπορεί πια ούτε τον σβέρκο του να κινήσει, όντας καθόλα καταπονημένος... Τον ακούς δηλαδή να πασχίζει να φωνάξει «do you wanna die?», ενώ δείχνει έτοιμος να πεθάνει ο ίδιος. Ίσως για κάποιους να ακούγομαι υπερβολικός, αλλα οι Slayer δεν είναι από τις μπάντες που θέλω να βλέπω γερασμένες. Καμία σχέση δηλαδή με το αντιπαράδειγμα των Taake, στους οποίους η σύντομη στάση μας συνοδεύτηκε από επιφωνήματα θαυμασμού.
Οι γηραιοί Megadeth, από την άλλη, επιτέλεσαν άριστα τον ρόλο τους, έστω κι αν η setlist βασίστηκε λίγο περισσότερο από όσο ίσως θέλαμε στην προώθηση του πρόσφατου δίσκου, Dystopia. Παρότι δηλώνω θερμός οπαδός του «πολύ» Chris Broderick, δεν είναι κρυφό πως η κοντοβελονίστικη δεινότητα του Kiko Loureiro τον ανέδειξε ως τον πιο ταιριαστό lead κιθαρίστα τους από την εποχή του Marty Friedman. Το μόνο ανησυχητικό στην όλη υπόθεση ήταν η παρουσία του Dave Mustaine, ο οποίος έδειχνε απότομα γερασμένος –ακόμη και για τα δεδομένα της ηλικίας του. Η απόδοσή τους καθαυτή, τουλάχιστον, ήταν από μόνη της εξαιρετική· έστω κι αν έχουν υπάρξει φορές στις οποίες ήσαν απολαυστικότεροι.
Στην αντίπερα όχθη, η heavy metal νοοτροπία των Grand Magus έδειχνε να βαστά γερά, αλλά την προσοχή μας κέρδισαν οι Jane's Addiction με το εντυπωσιακό τους σκηνικό σόου. Με τα ταιριαστά background και πονηρά καμπαρέ κορίτσια, δικαίωσα την φήμη που τους φέρει ως ένα από τα πιο ξεχωριστά alt-rock acts, προσφέροντας μια παράσταση όσο το δυνατόν πιο μελετημένη, έστω κι αν σημειώθηκε μια μικρή ένσταση, αναφορικά με την ελαφρά φθορά στις αποδόσεις από πλευράς Perry Farrell. Το "Just Because", ειδικότερα, αποτέλεσε το πιο μελανό σημείο του.
Στο δίλημμα μεταξύ Black Sabbath και Paradise Lost, επιλέγουμε «δαγκωτό» τους τελευταίους –χωρίς φυσικά να αρνούμαι πως έχω δηλώσει πολλάκις ότι ακόμη και ο Ιησούς να έπαιζε στο main stage, ξανά θα επέλεγα τους δεύτερους. Η διαφορά αυτή τη φορά έγκειται στο ότι η απόφαση ήταν μερικώς δικαιολογημένη, λόγω μιας σαμπαθικής απόδοσης που απέρρεε τη στεγνή αίσθηση του «επαγγελματισμού». Λες δηλαδή και όλα τα κομμάτια ήταν άριστα προβαρισμένα για ένα Τέλος, το οποίο έχει παρέλθει προ πολλού για τη χημεία της μπάντας καθαυτής.
Από την άλλη πλευρά, όσο ο δείκτης πλησίαζε την ώρα της έναρξης, ολοένα και περισσότερος λαός συγκεντρωνόταν στη σκηνή των Paradise Lost. Η ατμόσφαιρα έσταζε μάλιστα από συγκίνηση, καθότι συγκεντρώθηκαν όσοι οπαδοί δεν θα τους έχαναν εκείνη τη βραδιά για κανέναν απολύτως λόγο. «God bless Black Sabbath» ήταν τα λόγια του Nick Holmes, ο οποίος φάνηκε ελαφρώς πικραμένος που έπαιζε παράλληλα με μία από τις πιο αγαπημένες του μπάντες. Διότι, όπως εξήγησε και νωρίτερα, «εάν δεν υπήρχαν οι Black Sabbath, δεν θα υπήρχαν οι Paradise Lost».
Οι Lost αποφάσισαν λοιπόν να ανταμείψουν την πίστη των οπαδών με τον πιο πλουσιοπάροχο τρόπο. Όπως συνέβη και στο Roadburn Festival της Ολλανδίας, παρουσίασαν για 2η φορά στην ιστορία τους το κλασικό Gothic (1991) στην ολότητά του –μόνο που αυτή τη φορά τίποτα δεν είχε ανακοινωθεί, με το στοιχείο της έκπληξης να «δένει» έτσι στις οπαδικές μας εντυπώσεις. Στα παραπάνω προσθέστε και τις έκδηλες αντιδράσεις που εξαπλώνονταν ογκομετρικά, για να αντιληφθείτε πως δεν είναι υπερβολή ότι θεωρώ τη συγκεκριμένη εμφάνιση ως την καλύτερη από τις 14(;) που τους έχω συνολικά παρακολουθήσει. Ένα δε από τα στιγμιότυπα που θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη μου, είναι η εικόνα ενός παθιασμένου Greg Mackintosh να παραδίδει όση ψυχή του απομένει. Το κιθαριστικό του σόλο στην εκτέλεση του "Embers Fire" «γκάζωνε» σε διπλάσια ταχύτητα, χάρη στα διατρητικά σφυρίγματα τα οποία έσκιζαν τον αέρα.
Η αυλαία του Hellfest 2016 επιφύλασσε μια αυτοκρατορική εμφάνιση του King Diamond, με όλη την Αίγλη και το Μεγαλείο του, όπως αρμόζει στην τεράστια παρακαταθήκη που έχει αφήσει στην Ιστορία. Όποιος έχει παρακολουθήσει άλλωστε στο παρελθόν συναυλίες του προσφιλούς «King», φέρει πλήρη επίγνωση των σκηνικών, αλλά και της έκδηλης θεατρικότητας η οποία συνοδεύει τις αναπαραστάσεις του. Ο δε Βασιλέας ο ίδιος, ήταν άψογος στην απόδοση καθαυτή, παρά το γεγονός πως διανύει πια την 6η δεκατία της ζωής του. Ενδεχομένως, δηλαδή, και να ήταν οριακά καλύτερος από την αντίστοιχη εμφάνισή του στην ίδια σκηνή το 2012 –ούτε όμως εκείνος ξεπέρασε την έκπληξη των Paradise Lost, οι οποίοι ήσαν οι μεγάλοι νικητές της 3ης μέρας.
{youtube}JHjVtQN_YoM{/youtube}