Η 2η Hellfest ημέρα στη φιλόξενη Clisson της Γαλλίας ξεκίνησε με την καλύτερη ποιότητα που προσφέρει το σημερινό underground, υπό το αβυσσαλέο δηλαδή death metal των Γερμανών Drowned. Όντας η μπάντα που θριάμβευσε πιο κραταιά από κάθε άλλη στο πρόσφατο (και τελευταίο, φαινομενικά) Nidrosian Black Mass του Βελγίου, δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία περί της άφθαστης ικανότητάς τους να καρφώνουν τα αιχμηρά τους riffs με καθόλα μετωπικό τρόπο. Αν και φαντάζει δύσκολη, βέβαια, η όποια μύησις σε ανάλογα βαραθρώδη πλαίσια, στο πρωινό φως: το όλο μοτίβο σκούρηνε προσωρινά, διότι η ώρα ήταν μόλις 11μιση προ μεσημβρίας.
Στην περίπτωση της Myrkur έχω αναφερθεί πολλάκις, μιας και το Μ αποτέλεσε τον αγαπημένο μου δίσκο για το 2015 –συνείσφερα μάλιστα και σε ένα άρθρο της LIFO, προτείνοντάς την στην top 5άδα του περσινού έτους. Ύστερα όμως από την κατάφωρη κοροϊδία που αντικρύσαμε στο Hellfest, νομίζω πως το όλο ενδιαφέρον αρχίζει να ατονεί, ελέω της προστατευτικότητας που αντιστοιχεί σε μια ethereal black ντίβα. Η ίδια η Myrkur, βέβαια, νότα δεν φαίνεται να έχει συνθέσει στον δίσκο της (κάτι αποδεκτό από την πλευρά μας), αλλά το θέαμα μιας ομάδας μουσικών που πασχίζουν να κρύψουν πως ούτε δύο ακόρντα δεν μπορεί να παίξει σωστά, ενισχύει την εικόνα ενός «κατασκευάσματος», με καθόλα άσχημο τρόπο. Στα παραπάνω προσθέστε και το γεγονός πως ακόμη και τα ακραία φωνητικά ήταν ψεύτικα (χάριν της χρήσης δεύτερου μικροφώνου) και θα αντιληφθείτε ότι παρακολουθήσαμε ένα ψυχαγωγικό set, στο οποίο τίποτε δεν έμοιαζε γνήσιο.
Αντιπέρα, στο main stage, εμφανίστηκε μία μεγάλη φωνή, η οποία αντιστοιχεί σε ταλέντο και σε πορεία μνημειώδη στον χώρο της ευρύτερης rock μουσικής. Προφανώς αναφερόμαστε στον σπουδαίο τραγουδιστή και μπασίστα Glenn Hughes, γνωστό από τη συνεργασία του με τους Deep Purple και Black Sabbath (μεταξύ άλλων), ο οποίος εμφανίστηκε παρέα με τον παλιό του γνώριμο και κιθαρίστα Doug Aldrich. Η κυριολεκτικά αειθαλής φωνή του μας εξέπληξε, επιβεβαιώνοντας την κλάση του έπειτα από 40 ολόκληρα χρόνια καριέρας. Ο Hughes άγγιξε φανταστική απόδοση κατά την ερμηνεία ύμνων όπως τα "Stormbringer", "Mistreated", "Burn", "Black Country" και "Soul Mover".
Οι Ramesses, από την πλευρά τους, αποτέλεσαν παράδειγμα αντίθετο σε γεύση, καθότι όλη η σατανίλα που ελλόχευε στα έγκατα των Electric Wizard απελευθερώθηκε για να φέρει ξανά το απώτερο Σκοτάδι και την έννοια του Κακού σαν μάστιγα στην ανθρωπότητα. Γενικά, είναι αλήθεια πως η φυγή του πυρήνα των Wizard στοίχισε κάτι στη διακλάδωσή τους –και η σκηνική περσόνα των Ramesses επιβεβαιώνει πόσο σημαντική είναι καθαυτή η χημεία μεταξύ των μελών μιας μπάντας. Καμία σχέση, δηλαδή, με το ψυχαγωγικό αντιπαράδειγμα των Discharge, οι οποίοι αποτελούν ένα άριστο ζωντανό σχήμα, δίχως όμως υπερβατικές φιλοδοξίες.
Πάνω που λέγαμε περί καλού hard rock στην 1η μέρα της ανταπόκρισης από το φετινό Hellfest, ήρθαν να προστεθούν στην εξίσωση και οι Sixx:A.M. Είναι μια αλήθεια, πως οι καλύτεροι καλλιτέχνες σε κάθε είδος τυγχάνει να ανήκουν στην κατηγορία που το εγκαθίδρυσε (δίχως πάντως να αρνούμαστε το θετικό πρόσημο που σημειώνει το φρέσκο αίμα). Ο Nikki Sixx, λοιπόν, με τον ταλαντούχο DJ Ashba στο πλευρό του, δεν θα μπορούσε παρά να αποδώσει τη λαμπερή εμπειρία η οποία αντιστοιχεί σε ανθρώπους που σμίλευσαν ανεξίτηλα με τα χέρια τους το ισχυρό στίγμα της εποχής τους. Μοναδικό παράπονο, δηλαδή, δεν αποτελεί παρά η διάρκεια της setlist καθαυτής, μιας και δεν εξάντλησαν καν το πενιχρό 45λεπτο που είχαν στη διάθεσή τους.
Οι Foreigner, πάλι, απέδειξαν ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες και επιδραστικότερες classic/hard rock μπάντες της Αμερικής, με τεράστια δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητα. Με τη σφυρηλατημένη σημερινή τους σύνθεση, παρουσιάστηκαν στην κεντρική σκηνή έχοντας ως μπροστάρη τους τον συνιδρυτή, κιθαρίστα και τραγουδιστή Mick Jones. Ο ρόλος των φωνητικών, βέβαια, έχει κατά κύριο λόγο αναληφθεί πλέον από έναν φοβερό αντικαταστάτη, τον Kelly Hansen: έναν αξιοπρεπέστατο τραγουδιστή με υπέροχη χροιά και παρουσία γεμάτη ενέργεια, ο οποίος δίνει νέα πνοή στην ιστορία της μπάντας.
Οι Entombed A.D., από την άλλη, έμειναν πιστοί στο νέο τους όνομα, εστιάζοντας αρκετά στη δισκογραφική τους στροφή έπειτα από τη ρήξη με τον κιθαρίστα Alex Hellid. Όχι πάντως πως η setlist δεν έχαιρε λεόντιας μερίδας από το παρελθόν: τα "Stranger Aeons", "Living Dead", "Revel Ιn Flesh", "Left Hand Path" και "Supposed Τo Rot", μεταξύ άλλων, πυροδότησαν ξέφρενες αντιδράσεις στο διογκώμενο pit. Το σόου γενικά κινήθηκε στα γνωστά υψηλά standards των Entombed των τελευταίων ετών, με τον LG Petrov να αποδεικνύεται σταθερά ως ιδανικός μπροστάρης, παρουσιάζοντας το γνωστό του αγαπημένο υβρίδιο ενός χυδαίου υδραυλικού και ενός άλλου, κωμικού ταβερνιάρη. Γενικότερα, οι Entombed θα έπρεπε για χάρη του να μνημονεύονται ως μία από τις μεγαλύτερες rock 'n' roll μπάντες όλων των εποχών, αλλά ο δείκτης έχει κολλήσει σε ορισμένα μουσικά χαρακτηριστικά, χωρίς να το αντιληφθεί ο κόσμος.
Στο δίλημμα μεταξύ των Archgoat και του Joe Satriani προτιμήσαμε τον δεύτερο, έπειτα από μια σύντομη κατσικίσια τζούρα βεβαίως-βεβαίως, καθαρά ελέω της διάθεσης που επικρατούσε τη στιγμή εκείνη. Ήταν και η επιβαρυμένη κούραση, επίσης, η οποία μας ώθησε να ξαπλώσουμε στο γρασίδι καταγής, ενόσω ο χαμογελαστός μάγος της κιθάρας ζωγράφιζε αέρινα με τις λίαν ευφάνταστες μελωδίες του. Παρά ταύτα, από τις 3 φορές που τον έχω παρακολουθήσει συνολικά, οφείλω να ομολογήσω πως αυτή ήταν μάλλον και η πρώτη στην οποία δεν άγγιξε καθόλα υπερβατικά επίπεδα. Τόσο λόγω του ήχου, όσο και του γεγονότος πως μας έλειψαν αρκετές αγαπημένες επιλογές.
Για την εμφάνιση των Disturbed ανυπομονούσαμε, τους περιμέναμε μάλιστα να βγουν σε ένα main stage διακοσμημένο από ένα τεράστιο πανό με το εξώφυλλο του νέου τους δίσκου Immortalized. Η μπάντα με τον φοβερό performer David Draiman και την άφθαρτα κρυστάλλινη φωνή του ξεσήκωσε το κοινό πάραυτα, με μία αλληλουχία από δυνατά hits. Με τις κλασικές πια κραυγές του Draiman και τον χαρακτηριστικό επιμεταλλωμένο τους ήχο, οι ακουστικές κιθάρες, το αρμόνιο, τα βιολιά και κρουστά συμπλήρωσαν μόνο τις εντυπώσεις μας στην εξαιρετική διασκευή του "The Sound Of Silence". Αν δε συνυπολογίσουμε πως μοιράστηκαν τη σκηνή με τον Nikki Sixx στο "Shout Αt the Devil" των Mötley Crüe, αλλά και με τον Glenn Hughes στα "Baba O'Riley" και "Killing In The Name", αντιλαμβανόμαστε τον ξεχωριστό χαρακτήρα μιας επιμελώς μελετημένης εμφάνισης.
Οι Bad Religion είναι παιδικοί ήρωες, στρατιώτες του punk rock, σκεπτόμενοι μεσήλικες ή και οργισμένοι έφηβοι για κάθε οπαδό καθόλα ταγμένο στις τάξεις τους. Γενικά, μου είναι τρομερά δύσκολο να περιγράψω τον feel-good πανικό που προκάλεσε η best-of setlist, η διάχυτα θετική ενέργεια, η συγκίνηση του να ξαναζείς τα σχολικά σου χρόνια ή όλα αυτά μαζί σε μια αρένα η οποία χοροπηδούσε ρυθμικά με κάθε επιταγή των γλυκόπικρων μελωδιών τους. Προσωπικά, θεωρώ πως το εν λόγω κομμάτι του report μας θα είναι αναπόφευκτα και το πιο φτωχό, διότι κάποια πράγματα δεν τα αισθάνεσαι στο πετσί σου χωρίς να τα έχεις ο ίδιος βιώσει. Το μόνο που θα πω λοιπόν, είναι ότι ένιωσα ξανά 15 ετών χορεύοντας ανάμεσα σε αγέραστους ανθρώπους, οι οποίοι πετούσαν στον αέρα μπλούζες, καπέλα και ό,τι άλλο φορούσαν από τη μέση και πάνω μαζί (όχι μονο οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες!).
Γλαφυρός ο τρόπος να πούμε πως καταγής έβρισκες μόνο στηθόδεσμους μετά, αλλά ακόμη και ένα τέτοιο εντυπωσιακό θέαμα δεν ήταν αρκετό για να υπερνικήσει τους αναμφίβολους τυχερούς της 2ης μέρας του Hellfest. Οι Bad Religion ήταν δηλαδή το εφηβικό απωθημένο, ενώ οι Fu Manchu ο διακαής μας πόθος. Αλλά, αν έπρεπε να φτάσουμε το μαχαίρι στο κόκκαλο και να διαλέξουμε έναν νικητή, αυτοί θα ήταν τελικά οι Hermano του John Garcia. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Garcia έχει γίνει κάτι σαν Βασίλης Παπακωνσταντίνου του stoner rock, με κίνδυνο έτσι τα απανταχού project να αφήσουν μια αίσθηση μαϊντανού. Παρόλα αυτά, η άριστη αλλά και back-to-basics εμφάνιση των Hermano υπερκέρασε τις εντυπώσεις, όντας δέκα φορές καλύτερη της αντίστοιχης των Unida και καθόλα πιστή στις επιταγές του ...Only Α Suggestion.
Τρέχοντας στην αντίπερα όχθη, ο απόηχος του μακελειού των Hermano μας έκανε να χάσουμε το πρώτο κομμάτι των Ιρλανδών Primordial. Σε μια ασφυκτικά γεμάτη σκηνή, υπό όλο το μεγαλείο που έχτισαν μεθοδικά με κάθε νέα άξια κυκλοφορία, ο Alan "Nemtheanga" Averill απέδειξε για πολλοστή φορά γιατί αποτελεί τον μόνο άξιο συνεχιστή του Quorthon: στο αίμα του μοιάζει να κυλά η Αρχαία Γνώση και Δύναμη ξεχασμένων πια μορφών. Μέσα έτσι από κατάστοιχα και παλιές περγαμηνές, η ιστορία που κουβαλούν μετράει ολόκληρες γενιές, εξαγνισμένη από Αρχαίο Αίμα και Στάχτες σε έναν Κύκλο άσπιλο από πάσης λογής κακουχίες. Είναι η πυγμή εκείνη που υπερασπίζει την Ακεραιότητα του Πνεύματος, ενόσω κόβουν τις γλώσσες των Επικριτών, με τον Χρόνο να λειτουργεί ως ο μεγαλύτερος Κριτής όλων.
Το πανό που κοσμούσε την κεντρική σκηνή έγραφε "40 & Fuck It", ως σλόγκαν της αποχαιρετιστήριας περιοδείας της τρελοπαρέας των Twisted Sister, οι οποίοι κλείσαν 40 χρόνια καριέρας κι έπαιξαν για τελευταία φορά στο Hellfest. Έκαναν την εμφάνισή τους σε ένα γεμάτο main stage με αρχηγό τον αγέραστο Dee Snider, ο οποίος βγήκε στη σκηνή με πυγμή και γεμάτος ενέργεια. Μαζί με τους Mark "Animal" Mendoza, Eddie Ojeda, Jay Jay French και τον Mike Portnoy στα ντραμς, παρέδωσαν εξαιρετικά μια setlist γεμάτη επιτυχίες, με τα "I Wanna Rock" και "Burn In Hell" να ξεχωρίζουν. Ο Snider ξεσήκωσε το κοινό με ευκολία τραγουδώντας τα ρεφρέν ξανά και ξανά, ενώ ανατριχίλα προκάλεσε η μπαλάντα "The Price", χάρη στην εξαιρετική του ερμηνεία. Ως μεγάλη έκπληξη-κερασάκι στην τούρτα, σημειώστε την είσοδο του κιθαρίστα των Motörhead Phil Campbell, ο οποίος τους συνόδεψε στο "Born To Raise Hell", στη μνήμη του αγαπημένου Lemmy Kilmister.
Οι Fu Manchu, όπως προλογίσαμε, ήταν από την αντίπερα όχθη το μεγάλο selling point του Hellfest, καθότι αποτελούν περίπτωση σπάνια για ευρωπαϊκές συναυλίες. Οι ίδιοι βέβαια καμία διάθεση δεν είχαν να πουλήσουν το «προϊόν» τους, μιας και η γκρούβα απέρρεε μόνο αυθεντικότητα, με το μαλλί να κοντεύει να φτάσει μέχρι τα λυγισμένα γόνατά τους. Με τέτοιο κέφι δε, στις φλεγόμενες σειρές ένιωθες πως είναι καλύτεροι πια ως μουσικοί, καθότι τα κομμάτια αποδίδονταν πιο πλούσια και κάπως πιο εύηχα, εν συγκρίσει με τις στούντιο εκδοχές τους. Η setlist ήταν best of από μόνη της, άλλωστε: τα "California Crossing", "King Οf Τhe Road", "Mongoose" και "Godzilla" ήταν μερικές μόνο στιγμές στις οποίες όλη η αρένα κινήθηκε σύμφωνα με τους ρυθμούς τους.
Οι headliners της ημέρας Korn εντυπωσίασαν για 3η συνεχή φορά στο Hellfest, επιβεβαιώνοντας ότι αποτελούν μία από τις σημαντικότερες μπάντες του θεσμού. Απαλλαγμένοι από τα τεχνικά προβλήματα της περσινής παρουσίας, αλλά και με ένα μπάσο θηριώδες στις εντυπώσεις μας, απέδωσαν τα hits τους το ένα μετά το άλλο, με τον κόσμο να απολαμβάνει όλο και περισσότερο τη βραδιά. Παρόλα αυτά, μιας και η κούραση πόσων ωρών άρχισε να λυγίζει τα γόνατά μας, καταφέραμε να παρακολουθήσουμε ένα μόνο τμήμα του set. Η επιστροφή στο κάμπινγκ έμοιαζε το λιγότερο επιτακτική, με την ατμόσφαιρα να γίνεται μάλιστα όλο και πιο διατρητική σε υγρασία...
Σημείωση: Ο Θεμιστοκλής Ζιάγκος έγραψε τα κομμάτια για Glenn Hughes, Foreigner, Disturbed και Twisted Sister
{youtube}lHDiSReub_U{/youtube}