Τα δρώμενα του γαλλικού Hellfest τα γνωρίζετε, τόσο από τις περσινές μας ανταποκρίσεις, όσο και από τη χορταστική συνέντευξη που μας παραχώρησαν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της διοργανώτριας αρχής (περισσότερα εδώ). Το γεγονός δε πως το 75% των φετινών εισιτηρίων έγινε sold-out πριν καν τη διάθεση των ονομάτων, ενώ τα υπόλοιπα εξαφανίστηκαν μέσα σε 2 ώρες από την τελική ανακοίνωση αυτών, επιβεβαιώνει ότι η επιμονή των αρχών σε σωστές νοοτροπίες μετέτρεψε το φεστιβάλ σε θεσμό, αντί μίας ακόμη δημοφιλούς μουσικής διοργάνωσης.
Οι Moonreich στάθηκαν άξιοι εκπρόσωποι της 2ης συμμετοχής της γαλλικής Les Acteurs de l' Ombre Productions στο Hellfest –η πρώτη της σημειώθηκε στα περσινά δρώμενα, με την εμφάνιση των (επίσης Γάλλων) The Great Old Ones. Η ζωντανή όμως περσόνα των Moonreich ανέβλυζε ένα πιο στρυφνό μοτίβο αυτή τη φορά, παράδοξο δεδομένης της κατεύθυνσης που ακολουθεί η ευρύτερη πολιτική του label.
Οι Stoned Jesus, πάλι, αποτέλεσαν διαμετρικά αντίθετο παράδειγμα, ελέω της άριστης διαχείρισης που επιτυγχάνουν στο κλίμα arena rock καταστάσεων. Η εφηβική τριπλέτα από την ανήσυχη Ουκρανία σάρωσε με την ορμή ενός τριαξονικού φορτηγού, διατηρώντας παράλληλα κέφι που αντιστοιχούσε σε θερινά open-air party. Δέκα λεπτά τους ήταν αρκετά για να ξεσηκώσουν το κοινό σύσσωμο στο πόδι, αποδεικνύοντας πως η επιτυχία τους στα ελληνικά δρώμενα δεν είναι μια τυχαία αναλαμπή ή κάποιο hype των καιρών.
Εν συνεχεία ο χρόνος μας μοιράστηκε ανάμεσα στην εργολαβική συνέπεια των Wo Fat, το τραγανό death metal των Skeletal Remains, αλλά και το α-λα-AC/DC μηχανόβιο πάρτυ κέφι των μερακλήδων Nashville Pyssy. Η Ruyter Suys απέδειξε, ως άλλη θηλυκή Angus Young, πως διατηρεί αειθαλή τον αυθόρμητο τσαμπουκά της, τη στιγμή που οι Skeletal Remains απέδιδαν σκληροτράχηλα τα βουρκώδη, θανατερά τους riffs. Οι Wo Fat, ωστόσο, ήσαν εκείνοι που ενδέχεται να κέρδισαν τη μάχη μεταξύ των τριών, μιας και προσωπικά δεν τους είχα ξαναδεί και εξέπληξαν χάρη στην πηγαία τέρψη την οποία εξέπεμπαν.
Οι Solefald, πάλι, αποδείχθηκαν εξίσουν συγκινητικοί με την εμφάνισή τους στο Blastfest, εκπλήσσοντας με το πώς το σχιζοφρενικά μπολιασμένο τους μείγμα δύναται να ενδείκνυται για σκηνικές αποδόσεις. Είναι αλήθεια ότι ελάχιστες μπάντες μπορούν να ταράσσουν σύσσωμα τις αισθήσεις ενός κοινού, ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται σε τόσο εξωγενή standards. Μακριά από τις ιδανικές club συνθήκες του Blastfest, αλλά με μια setlist ικανοποιητική σε διάρκεια, το 40λεπτο σφηνάκι που προσέφεραν οι Νορβηγοί έμοιαζε συγγενώς κορεστικό, παρά το φωτεινό πέπλο της ημέρας. Ο live painter όμως –που και αυτή τη φορά είχαν στη σύνθεσή τους– συνάντησε δυσκολίες: έχοντας κάτι περισσότερο από τον μισό χρόνο στη διάθεσή του, ζωγράφισε το άλογο με το λογότυπο το γκρουπ, με μερικές ατασθαλίες στις λεπτομέρειες.
Οι Halestorm ανήκουν στις λιγοστές σύγχρονες hard rock μπάντες που παραδέχομαι, έστω κι αν η παρούσα βιομηχανία έχει στηρίξει επαρκώς τέτοια φαινόμενα. Ο λόγος είναι πως πολλά από αυτά στηρίζονται περισσότερο στις δυνάμεις των παραγωγών τους, με σημαντικό ποσοστό των επιτυχιών να χαρακτηρίζονται από εύπεπτες, αλλά και ασθενικές κοιλιές σε σημεία. Η Lizzy Hale όμως φέρει τη φωνή, το ταλέντο, την τραγουδοποιία, αλλά και τον «τσαμπουκά» που χρειάζεται για να διατηρηθούν ως όνομα στα μεγάλα σαλόνια. Ο ήχος μόνο να ήταν καλύτερος κατά την εμφάνιση και θα είχαμε τους Αμερικανούς όπως ακριβώς τους αρμόζει...
Την περίπτωση των Mass Hysteria παρακολουθήσαμε τόσο αποσπασματικά ώστε δεν θα αναφέρουμε καν γνώμη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν είχαμε έως πρότινος επαφή με το στούντιο υλικό τους. Κι αυτό γιατί τα λιγοστά λεπτά τα οποία απέμειναν από τη μάχη των Havok και των Jambinai βρήκαν νικητές τους δεύτερους, κάνοντάς μας να φύγουμε παραληρώντας από τη σκηνή του (επονομαζόμενου) Valley. Οι Havok, αν και διασκεδαστικοί, έχουν την κατάρα που φέρουν οι απανταχού Exodus των φτωχών: την ικανότητα δηλαδή να γράφουν καλοπαιγμένη μουσική, δίχως όμως την παρουσία βιωματικών ασμάτων. Καμία σχέση, κοινώς, με την παλλυριακή αίσθηση των Jambinai, οι οποίοι μας καθήλωσαν καθόλα καθήμενοι. Ταλάντευαν τις αρετές τους από την ιδιαιτερότητα της αύρας τους, μέχρι τον νιχιλισμό μιας black metal νοοτροπίας.
Εν συνεχεία, ήταν απόλαυση να ξαναβλέπουμε τους Vision Of Disorder έπειτα από 8 ολόκληρα χρόνια στον ίδιο χώρο, μόνο που η ανοικτή σκηνή και τα ηλιόλουστα δεδομένα της δεν έδεναν με την παρελθοντικά υπερβατική παρουσία. Καμία σχέση, παρόλα αυτά, εν συγκρίσει με το μεσήλικο thrash metal των Αnthrax, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ολίγον ταλαίπωροι, παρά τον εμφανή επαγγελματισμό τους. Γενικά, νομίζω πως κάποιος θα έπρεπε να απαγορεύσει σε όλες αυτές τις συνταξιοδοτούμενες μπάντες να περιοδεύουν, καθότι οι περισσότερες καταλήγουν σκέτη απογοήτευση έπειτα από ένα σημείο –ακόμη και όταν δεν αναμένεται, δηλαδή, η αίγλη μιας δεύτερης νεότητας.
Οι Turbonegro αποδείχθηκαν εξίσου «σάπιοι», αλλά με την καλή έννοια, εκείνη που αντιστοιχεί στη βρωμιά του υλικού τους. Έχω ξαναπεί στο παρεθλόν πως ο βαρύμαγκας των Dukes Of Nothing είναι ο μόνος άξιος αντικαταστάτης του Hank von Helvete που δύνανται να έχουν στο μικρόφωνο, έστω κι αν η πάρτυ αλητεία τους φέρει πλέον μια πιο μεθυστική, μηχανόβια αίσθηση. Ξεκινώντας λοιπόν από bourbon αναλαμπές και φτάνοντας μέχρι έξαλλα crowdsurfing, τα οποία πυροδοτούσαν ιαχές σε όλες τις μπροστινές σειρές, οι Νορβηγοί θριάμβευσαν για 2η φορά στα εκτενή χρονικά του Hellfest. Οφείλω πάντως να παραπονεθώ που δεν έπαιξαν το πιο αγαπημένο μου άσμα, "Fuck The World".
Από την πλευρά τους, οι Inquisition ήσαν η καλύτερη αμιγώς black metal μπάντα του φετινού Hellfest (καλύτεροι και από τους Mgla, αποτελώντας διακριτά το σημαντικότερο highlight του φάσματος). Οι αλλεπάλληλες περιοδείες, αλλά και η πολυετής πείρα του Jason "Dagon" Weirbach φαίνεται να τους έχουν αναβαθμίσει σε ένα παντοδύναμο live act, ακόμη και στις περιπτώσεις που δύο μόνον άτομα καλούνται να γεμίσουν μια δυσανάλογα μεγάλη σκηνή. Χτίζοντας λοιπόν κλιμακωτά μια παλλόμενη ένταση, η προσήλωση του κοινού δεν θα μπορούσε παρά να είναι θρησκευτική, ενώ οι ίδιοι οι Inquisition –ως σωστοί στρατιώτες στον ρόλο τους– επιδίδονταν σε σπινθιριστές συγχορδίες και σε layers πλούσια σε πολυεπίπεδες πτυχές.
Οι Melvins πάλι, καμία σχέση δεν είχαν με τη διαύγεια των Inquisition· η διασκευή όμως του "Deuce", ήταν αρκετή για να επιδείξει το μέγεθος της αλλοφροσύνης τους. Μιλάμε άλλωστε για τη μπάντα που πειραματίστηκε με τα πάντα και έπαιξε όλα (ή, έστω, τα περισσότερα από αρκετά) όσα καυχιούνται αρκετοί, καλύτερα από πολλούς και σίγουρα από ορισμένους οι οποίοι απολαμβάνουν πλουσιότερες δάφνες ως παρακαταθήκη. Αλλά οι Αμερικανοί έμειναν πιστοί στη νοοτροπία τους, διότι ποτέ δεν ακολούθησαν συμβατική οδό. Τι λοιπόν κι αν παραπονέθηκε φίλτατος συνοδοιπόρος, ο οποίος ήθελε να ακούσει το "Houdini" και περίμενε set ραμμένο στη best of κουλτούρα, αντί για μια λίστα με ξέφρενες διασκευές;
Όπως είπαμε, λατρεύουμε τους Melvins ακριβώς γιατί δεν είναι «επαγγελματίες». Ο ίδιος λόγος υπήρξε βασικός για το γιατί το έναυσμα της setlist των Overkill μας βρήκε κάπως μουδιασμένους, παρά μια πολυετή προσμονή να τους παρακολουθήσουμε. Η διάθεση πάντως της στιγμής μας απέτρεψε ευδιάκριτα, κατευθύνοντας γοργά τα επόμενα βήματά μας προς την κατεύθυνση των Magma, οι οποίοι γοήτευαν απλόχερα με τις μελωδίες τους. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως η progressive rock κουλτούρα τους κυριάρχησε στο Valley με έναν σχεδόν υπνωτικό τρόπο.
Στη συνέχεια, μετρούσαμε τον χρόνο αντίστροφα ώσπου να βγουν οι διαβόητοι Γερμανοί showmen Rammstein, φέροντας γνώση ότι πρόκειται για μία από τις πιο θεαματικές μπάντες για να δεις ζωντανά –γι' αυτό άλλωστε και η κεντρική σκηνή ήταν ασφυχτικά γεμάτη από κόσμο. Πλαισιωμένοι από εντυπωσιακά σκηνικά, ενα πλήθος βεγγαλικών, φωτιές, λέιζερ, πολύχρωμους φωτισμούς, αλλά και τα φανταχτερά κοστούμια τους που έβγαζαν καπνούς απ τα μανίκια, έδωσαν ένα σόου σε standards τόσο υψηλά, που μόνοι οι ίδιοι δύνανται να προσφέρουν. Η προσοχή στρεφόταν διαρκώς στον διάδρομο στον οποίον κινούταν ο Christian Lorenz καθώς έπαιζε πλήκτρα, στα ισχυρά φωνητικά του Till Lindemann, αλλά και στους μορφασμούς που όλη η μπάντα προσέδιδε, με άκρατη θεατρικότητα. Οι δε industrial ύμνοι και τα βαριά τους beats, έδεσαν με τον δυναμικό ήχο, ο οποίος φροντίσε να μας προσφέρει μια μοναδική εμπειρία.
Το έτερο μεγάλο σχήμα του main stage ήταν η αγαπημένη μας τετράδα από την Καλιφόρνια The Offspring, οι οποίοι έπαιξαν όμως χωρίς καμία ιδιαίτερη σκηνική παρουσία ή/και επικοινωνία με το κοινό. Ο frontman Dexter Holland απέδωσε πάντως τα κομμάτια τους αρκετά καλά, με τoν κιθαρίστα Kevin "Noodles" Wasserman, τον μπασίστα Greg Kriesel κι έναν επιπλέον κιθαρίστα κοντά στον ντράμερ Pete Parada να υποβοηθούν μία λίαν αποτελεσματική παρουσία. Το υλικό, ασφαλώς, ήταν εκείνο που μιλούσε από μόνο του, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε επιλογές από τα άλμπουμ Smash (1994) και Americana (1998), στις οποίες οι πάντες χοροπηδούσαν ωσάν έφηβοι, τραγουδώντας τα ρεφρέν μιας ολόκληρης γενιάς.
Από την αντίπερα όχθη, οι Aura Noir έδωσαν το δικό τους ρεστιτάλ ασυδοσίας, σε ένα χορταστικό ντελίριο πάθους και αμαυρωμένου ατσαλιού. Ξεπληρώνοντας για τον ισχνό ήχο που τους πλαισίωσε στον ίδιο χώρο το 2009, έσκασαν ως πλήρες σύνολο, αρματωμένοι μέχρι τα δόντια, με έναν Apollyon αρκούντως τοξικό κι έναν Carl-Michael Eide σωστό χαιρέκακο χασάπη. Εναλλάσσοντας ρόλους, με τις ροχάλες να ρίπτονται σε ραδιενεργό βαθμό, οι πρώτες σειρές πήραν φωτιά από το έναυσμα κιόλας της εμφάνισης, παραμένοντας τεταμένες μέχρι την τελική λήξη. Δεν θα ήταν υπερβολή, δηλαδή, αν δήλωνα πως ήταν η καλύτερη ευκαιρία που τους παρακολούθησα ποτέ (έστω κι αν ένας λοβοτομημένος μεθύστακας κατέστρεψε κάποια προσωπικά στιγμιότυπα).
Οι Testament ήταν η αντικειμενικά καλύτερη μπάντα της 1ης μέρας του Hellfest –και όχι επειδή αποτελούν το αγαπημένο μου thrash metal σχήμα. Έχω άλλωστε ξαναγράψει στο παρελθόν πως η ζωντανή τους περσόνα αντιστοιχεί σε πύρινη λαίλαπα και γυμνό ατσάλι: πυγμή που σφυρηλατείται μόνο από τις κακουχίες που διαγράφονται στο πρόσωπο του «πολύ» Chuch Billy. Είναι λες και όλη η ταλαιπωρία από τη μάχη του με τον καρκίνο να έδωσε στο The Gathering μια φλογερή δύναμη, η οποία διατηρείται συναυλιακά στις σκηνικές τους επιδόσεις. Προσθέστε τώρα σε αυτά τη φονική setlist με "Disciples Οf Τhe Watch", "Over The Wall", "The New Order", "Into The Pit", "Practice What You Preach", "The Preacher", "D.N.R." και "3 Days In Darkness" και θα αντιληφθείτε γιατί το διογκώμενο pit χάρισε πολλούς σκουροπράσινους μώλωπες (και μερικά σπασμένα κόκκαλα, συν τοις άλλοις).
Για το τέλος, έπειτα από αυτήν την οδοστρωτηρέ εμφάνιση των Testament, δεν είχα καν διάθεση να δω τον Abbath, ιδιαίτερα έπειτα από δύο φετινές απογοητευτικές εμφανίσεις. Τα τελευταία λεπτά μας βρήκαν έτσι στη σκηνή των πανάξιων Kvelertak, οι οποίοι ήσαν ψυχαγωγικότατοι με την έξυπνη ριφoλογία τους, αλλά όχι υπεράνθρωπα ικανοί να διατηρήσουν την εναπομείνουσα ενέργεια στα πόδια μας. Ο δρόμος μας, κοινώς, τράβηξε για το camping με μερικά χαμόγελα, αλλά και λίγες ρανίδες αίματος να στάζουν κατά γης στο ήδη νωπό από υγρασία χώμα. Το πρόγραμμα της επόμενης μέρας έμοιαζε άλλωστε απαιτητικό και η υπομονή μας δοκιμαζόμενη από το προχωρημένο της ηλικίας...
Σημείωση: Ο Θεμιστοκλής Ζιάγκος έγραψε τα κομμάτια για τους Rammstein και τους Offspring
{youtube}H2R_PjNo9O4{/youtube}