Είναι πραγματικά δεκάδες οι λόγοι που θα μπορούσε να παραθέσει κανείς για να καταδείξει γιατί είναι τόσο σπουδαίο φεστιβάλ το Primavera και γιατί τόσοι πολλοί σας ζαλίζουν μέσω των κοινωνικών δικτύων με τα ταξίδια τους εκεί, το τι είδαν και κάτω από ποιες συνθήκες το είδαν. Αυτή ήταν η 8η φορά που βρέθηκα εκεί, και παρότι έχω επανειλημμένα γράψει τους λόγους που με οδηγούν (περίπου) κάθε χρόνο στη Βαρκελώνη, θα αναφέρω ξανά ορισμένους εν τάχει, για όσους ίσως συντονίστηκαν τώρα στο παρόν μέσον ή θα ήθελαν μια επιπλέον ενημέρωση για ό,τι νεότερο είδαμε φέτος στη διοργάνωση, το οποίο απουσίαζε από τις αντίστοιχες παλιότερες.

1-16Primvr_2.jpg

Ο χώρος παραμένει σχεδόν πάντοτε ο ίδιος. Ως εκ τούτου είναι οικείος, μα αλλάζει διαρκώς με διάφορους τρόπους, τόσο χωροταξικά, όσο και σε μέγεθος. Παραμένει βέβαια πολύ μεγάλος ώστε να φιλοξενεί το ολοένα και ογκωδέστερο πλήθος που συρρέει κάθε χρόνο, με το 2016 να σπάει το ρεκόρ ταχύτητας του sold-out. Κάποιοι, μάλιστα, μέχρι να αποφασίσουν αν τους βγαίνουν τα κουκιά για να κάνουν το ταξίδι, είδαν τα τριήμερα εισιτήρια να κάνουν φτερά, με τα ημερήσια να ακολουθούν με πιο αργούς μα σταθερούς, σίγουρους ρυθμούς. Αιτία, το απίστευτο line-up που επέλεξαν για φέτος οι διοργανωτές, το καλύτερο που σημειώθηκε στην ιστορία του φεστιβάλ (αν και ο ισχυρισμός δεν είναι η πρώτη φορά που ακούστηκε από χείλη των μόνιμων επισκεπτών). Αν πάντως τα μουσικά σου ενδιαφέροντα κινούνται στα όρια του κιθαριστικού ανεξάρτητου ροκ, με έντονες αναφορές σε κλασικά ονόματα και με προεκτάσεις που εφάπτονται των σημαντικότερων και πιο ενδιαφερόντων παρουσιών από τον χώρο της electronica ή ακόμα και του hip hop, τότε δεν έχεις πουθενά καλύτερα να πας από το Primavera.

1-16Primvr_3.jpg

Στην απίστευτη σύνθεση καλλιτεχνών και συγκροτημάτων, προσθέστε μια υποδειγματική οργάνωση που δεν αφήνει καμία λεπτομέρεια στην τύχη της, πολλά μπαρ για απροβλημάτιστη και συνεχή ροή μπύρας (και λοιπών αλκοολούχων υγρών), εκλεκτή ποικιλία φαγητού από διάφορες εθνικές κουζίνες, περίπτερα με δίσκους, πόστερ συναυλιών και διάφορα μπιζού για δώρα στους φίλους κι ασφαλώς τον πάγκο με το merchandise, που για μία ακόμη χρονιά λειτουργούσε υπό την αιγίδα του δισκάδικου της Rough Trade. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν εκεί και δίσκοι (και μάλιστα σε πολύ καλές τιμές), εκτός από τα μπλουζάκια συν ό,τι άλλο είχαν κουβαλήσει οι μπάντες. Μπλουζάκια, σημειωτέον, τα οποία έτειναν να έχουν την τιμή-ταρίφα των 25 ευρώ, μιας που εκεί η κρίση δεν έχει χτυπήσει τόσο βροντερά την πόρτα όσο στη χώρα μας. Πλην των Radiohead, που είχαν κρεμάσει τα δικά τους t-shirts με ταμπελάκι στα 30 αργύρια, δοκιμάζοντας την πίστη των οπαδών τους…

Τα προκαταρτικά (Τετάρτη 1η Ιουνίου)

Όπως κάθε χρόνο, μια ημέρα πριν την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ δίνεται μια δωρεάν για όλους συναυλία. Φέτος, μαζί με τα τρία ισπανικά σχήματα που την άνοιξαν, μπορούσες να δεις τους Goat και τους Suede. Όταν μπήκαμε στο χώρο, οι Goat είχαν ήδη ξεκινήσει και μας έβαλαν χωρίς πολλά λόγια σε φεστιβαλική διάθεση. Τα γνωρίζαμε ασφαλώς κι από το απίστευτο, αποκαλυπτικό τους πέρασμα από την Ελλάδα, αλλά το να τους βλέπεις ξανά ήταν μια ευπρόσδεκτη κι αδιάκοπα ευφραντική εμπειρία.

1-16Primvr_4.jpg

Καταπληκτικοί μουσικοί, παίζουν στα δάχτυλα την ψυχεδελική παράδοση και παρουσίασαν μια ασύλληπτη οργανική performance, όσο οι δύο κοπέλες στην εμπροσθοφυλακή έδωσαν τη δική τους σαμανική παράσταση, χορεύοντας ασταμάτητα και τραγουδώντας. Δεν αποχωρίστηκαν μάλιστα δευτερόλεπτο τις γνωστές τους μάσκες, σε κάθε δε ένα από αυτά τα δευτερόλεπτα τόνισαν τους λόγους για τους οποίους θεωρούνται σήμερα ως μία από τις καλύτερες μπάντες του είδους. "Run To Your Mama", "Golden Dawn" (ελπίζω το όνομα να είναι τυχαίο…), "Goathead" κι όλα τα κομμάτια που απαρτίζουν το αψεγάδιαστο σετ τους παρέλασαν από μπροστά μας, μετατρέποντας για 1 ώρα το Parc del Fòrum σε μία μεγάλη γιορτή.

Όσο γνωστά όμως κι αν είναι τα τραγούδια των Goat, δεν είναι τίποτα μπροστά στο βαρύ οπλοστάσιο επιτυχιών που διαθέτουν οι Suede. Τι να λέμε, κάθε νέο κομμάτι μουσικής που ξεπηδάει από τα ηχεία είναι αντίστοιχα κι ένα μικρό τμήμα από τα νιάτα μας, μία ψηφίδα από βραδιές που ξοδέψαμε σε clubs χορεύοντάς το. Το καλό νέο είναι ότι η μπάντα διατηρείται φρέσκια επάνω στη σκηνή, ενώ ο Brett Anderson παραμένει ένας θεαματικός διασκεδαστής: όχι μόνο ιδρώνει τη φανέλα (πουκάμισο, εν προκειμένω), αλλά κι αφήνει να του τη σκίζουν όταν κατεβαίνει στις πρώτες σειρές, όπου βρίσκονται τα όρνια/φανατικοί οπαδοί του! Δεν χορεύει κυκλωτικά όπως οι θηλυκές Γίδες, έχει όμως το δικό του αμίμητο στυλ και το διατυπώνει με λεπτομέρεια και κλάση.

1-16Primvr_5.jpg

Οι Suede ξεκίνησαν με το "Introducing The Band" και προχώρησαν κατ’ ευθείαν με το "Outsiders" από το νέο τους άλμπουμ (η μοναδική τους επιλογή μέσα απ' αυτό), το οποίο απέδειξε ότι βρήκε αδιαφιλονίκητη θέση στο κλασικό τους ανθολόγιο. Από εκεί και μετά, έγινε σφαγή: έπαιξαν πολλά από τα τραγούδια που τους χάρισαν το στάτους το οποίο κατέχουν, από το παρθενικό τους "The Drowners" μέχρι δύο επιλογές από το Bloodsports του 2013, κάνοντας ενδιάμεσες στάσεις σε "So Young", "Trash", "Everything Will Flow", "New Generation" κι έναν σωρό άλλα. Να σημειώσω επίσης ότι οι Suede είχαν μία ακόμη εμφάνιση στο Primavera 2016 (την επόμενη ημέρα), ερμηνεύοντας το νέο τους άλμπουμ σε κλειστό θέατρο πίσω από πανί, επάνω στο οποίο προβαλλόταν η ταινία που γύρισαν βασισμένοι στο Night Thoughts –με το τέλος δε της συναυλίας, είχαν δακρύσει και τα καθίσματα... Δεν είχα δυστυχώς τον χρόνο να την παρακολουθήσω.

Το ίδιο συνέβη και με ορισμένες ακόμη συναυλίες που έγιναν το βράδυ της Τετάρτης σε χώρους του κέντρου. Έχασα ας πούμε λόγω χρόνου και πάλι την ευκαιρία να δω τους φοβερούς Πολωνούς Stara Rzeka (τσεκάρετέ τους), τους White Fence λόγω αποτρεπτικής ουράς στην είσοδο του venue και τους Suuns λόγω του προχωρημένου της ώρας. Συνετό θα ήταν άλλωστε να κρατήσω δυνάμεις, γιατί το τριήμερο προμηνυόταν καταιγιστικό.

1-16Primvr_6.jpg

Ημέρα 1η (Πέμπτη 2 Ιουνίου)

Έπρεπε να ξεκινήσει η κανονική διάρκεια του φεστιβάλ για να συνειδητοποιήσω τι σημαίνει το «έγιναν sold-out όλες οι ημέρες του»: ο κόσμος είναι πια πάρα πολύς στο Primavera, δυσχεραίνοντας διάφορες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εντός του. Το να πλασάρεσαι για παράδειγμα σε καλή θέση ακόμη και προσερχόμενος την τελευταία στιγμή είναι απλά κάτι που οφείλεις να ξεχάσεις, ενώ και η μετακίνηση από σκηνή σε σκηνή είναι κάτι πιο πολύπλοκο απ' όσο το θυμάσαι. Ακόμη κι έτσι, η αποστολή ήταν ιερή· οπότε, όπου υπάρχει θέληση, βρίσκεται και ο τρόπος…

Να πω στο σημείο αυτό ότι τα συγκροτήματα που είδα, τα διάλεξα με κριτήριο αν τα είχα δει προηγούμενες φορές, ενώ ρόλο έπαιξε και η σκηνή στην οποία εμφανίζονταν, σε συνάρτηση με το πού βρισκόμουν ανά πάσα στιγμή, γιατί δεν είναι παίξε-γέλασε να πηγαίνεις συνεχώς πέρα-δώθε αποστάσεις εκατοντάδων μέτρων.

1-16Primvr_7.jpg

Ξεκινάμε λοιπόν μπαίνοντας στον εντυπωσιακό χώρο του κλειστού θεάτρου Auditori για να δούμε τον Alessadro Cortini, μια πρόταση του ίδιου ανθρώπου που προ διετίας μου είχε υποδείξει να μην χάσω τον φοβερό Colin Stetson. Ο Ιταλός (μα κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών, εδώ και πάρα πολλά χρόνια) μπορεί να καυχηθεί ότι έχει σταθεί για μεγάλο διάστημα δίπλα στον Trent Reznor σαν μέλος των Nine InchNails, χωρίς να έχει λιγότερο αμελητέα δισκογραφία κάτω από το όνομά του, όπως και άλλες συνεργασίες. Στο set του παρουσίασε μια σειρά από καλοδιατυπωμένες ηλεκτρονικές συνθέσεις, οι οποίες συνοδεύονταν από εξαιρετικό video art εικόνων από τη φύση, που διαστρεβλώνονταν αποκτώντας μεταλλική και γκρίζα υφή ενώ παράλληλα έδειχναν να μπλέκονται η μία μέσα στην άλλη. Η μουσική ταξίδευε σε διάφορες πλευρές της electronica –από τα soundtracks που έχουν κατά καιρούς γράψει οι Tangerine Dream έως τη μεγάλη της Warp σχολή– στεκόταν όμως ιδιαίτερα στους Boards Of Canada και στην ονειρική τους διάσταση, που ακουμπούσε με αδιόρατους τρόπους σε οικολογικές ανησυχίες. Ενδιαφέρον το πείραμά του, μας κράτησε το ενδιαφέρον για τρία τέταρτα της ώρας.

Βγαίνουμε έπειτα στον καθαρό αέρα και ξεκινάμε τη φετινή Οδύσσειά μας ρίχνοντας μια ματιά στη νέα τοποθεσία της σκηνής Bowers & Wilkins, που όπως δηλώνει το όνομά της επιμελείται η γνωστή εταιρία ηχείων με τα απίστευτα αποτελέσματα από πλευράς ήχου (γενικά, σε μία-δύο μόνο περιπτώσεις δεν ακούσαμε καλό ήχο από κάποιο συγκρότημα, πράγμα που μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί στην Ελλάδα μας δεν γίνεται να έχουμε κάτι ανάλογο…). Εκείνη τη στιγμή, η Jessy Lanza έπαιζε ένα έντονα ρυθμικό DJ set μπροστά σε ένα ακροατήριο που είχε ξεκινήσει να πίνει με ζήλο ενόσω έκανε περισσότερο ηλιοθεραπεία, παρά έδινε σημασία στο ποιος βρισκόταν στα decks: η ώρα ήταν μόλις 5 το απόγευμα… Ήταν προφανές ότι εκείνη η άκρη του φεστιβάλ προοριζόταν για τους λάτρεις της χορευτικής μουσικής, δεδομένης λοιπόν της μακρινής της απόστασης από τα κυρίως τεκταινόμενα, την κατέστησε μάλλον απαγορευτική για δεύτερη επίσκεψη.

1-16Primvr_8.jpg

Διασχίσαμε έπειτα αυτό που μας φάνηκε ως η μισή διάμετρος της Βαρκελώνης για να βρεθούμε μπροστά στους Algiers. Το περσινό τους ντεμπούτο είχε ενθουσιάσει πολύ κόσμο (όχι απαραίτητα κι εμένα), οπότε αποφάσισα να τους τσεκάρω. Δέκα λεπτά αργότερα, δεν έβλεπα την ώρα να ξεκουμπιστώ! Είχε κάτι το βαθιά εκνευριστικό η συνολική τους παρουσία, και δεν βοηθούσε ιδιαίτερα και η μουσική τους. Έχουν βέβαια έναν συμπαθητικό μαύρο τραγουδιστή να προσθέτει soulful τόνους στο indie rock τους, ντυμένο κομψά με λευκό πουκάμισο και μαύρο παντελόνι (λίγο σα γκαρσόνι σκεφτείτε), ο οποίος δεν μπορεί όμως να κάνει πολλά όταν έχει πίσω του ένα τέτοιο γκρουπ. Και δεν εννοώ ότι δεν είναι ικανοί παίκτες, αλλά ότι το look των υπολοίπων είναι για κλάματα. Ειδικά στα δεξιά του είχε έναν κιθαρίστα/πληκτρά ο οποίος έμοιαζε σαν απόβλητος από casting επερχόμενης ταινίας για την ιστορία του emo: ήταν τόσο ποζεράς στην προσπάθειά του να τονίσει τις καμπύλες στα τραγούδια, ώστε έκανε κάθε προσπάθεια να κρατήσεις τα μάτια σου επάνω του επίπονη. Μουσικά, επίσης, δεν ήταν πολύ καλύτεροι. Δεν ξέρεις τι ακριβώς θέλουν να πουν και πού θέλουν να το πάνε, οπότε θεώρησα πολύ σύντομα ότι χάνω τον χρόνο μου βλέποντάς τους.

1-16Primvr_9.jpg

Προτίμησα έτσι να πάω να γευτώ λίγο ηχητικό μέλι από τον Cass McCombs. Χρόνια άλλωστε τον ακολουθώ, χρόνια δεν με απογοητεύει με τα κομμάτια του, τα οποία διέπονται από όλους τους σωστούς κανόνες του singing/songwriting, με ευπρόσδεκτες americana αναλαμπές και την αύρα των κλασικών από τα 1970s. Όταν τον αντίκρισα μου φάνηκε αγνώριστος, αρκετά διαφορετικός από τις φωτογραφίες, σε σημείο που αν τον έβλεπα στο δρόμο δεν θα τον αναγνώριζα (και ποιος θα ήθελε κάτι τέτοιο;). Όσα έπαιξε εκείνο το απόγευμα –γνώριμες συνθέσεις– αποτέλεσαν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ακούσει κανείς τη συγκεκριμένη ώρα, αφού στην ουσία κάναμε ακόμη προθέρμανση για όσα θα επακολουθούσαν.

1-16Primvr_10.jpg

Φεύγω λίγο άρον-άρον για να τσεκάρω το φαινόμενο Car Seat Headrest, μιας και ο πιτσιρικάς Will Toledo που βρίσκεται πίσω τους έχει καταφέρει τελικά να στρέψει το ενδιαφέρον επάνω του, κι όχι χωρίς να προσπαθήσει. Μια ντουζίνα άλμπουμ έχει ηχογραφήσει ήδη στα 24 του χρόνια, και μόλις στα πιο πρόσφατα δύο είναι που ανακαλύφθηκε από τις δισκογραφικές (την ανεξάρτητη Matador πιο συγκεκριμένα) και το Pitchfork, το οποίο τον σπρώχνει θερμά –στη δική του εξάλλου σκηνή φιλοξενήθηκε. Ξεκίνησε μόνος με μια ηλεκτρική κιθάρα και φάνηκε τρακαρισμένος, έχοντας στα πόδια του ένα τόσο μεγάλο ακροατήριο. Το μούδιασμα έφυγε σταδιακά όταν στο πλάι του ανέβηκε η μπάντα, με τυπικό μπάσο/τύμπανα/μία ακόμη κιθάρα στήσιμο, που τον απελευθέρωσε σχετικά και του έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο να πει με μεγαλύτερο θάρρος τις συνθέσεις του. Στο "1937 State Park" πολύς κόσμος τραγούδησε μαζί του τους στίχους, προδίδοντας ότι βρίσκει σταθερά και υπόγεια το κοινό του: απ’ ότι φαίνεται, σε προσεχείς διοργανώσεις θα ανέβει σε ογκωδέστερες σκηνές. Σε playlist που διέρρευσε είδαμε ότι ως τελευταίο του κομμάτι είχε μια διασκευή στο "Paranoid Android" μα δεν ήμασταν εκεί να την ακούσουμε. Το άγχος μας για όσα έπαιζαν αλλού μας είχε αναγκάσει να φύγουμε για νέες περιπέτειες.

1-16Primvr_11.jpg

Λίγο παραδίπλα, είχαν ξεκινήσει οι BEAK>, το γκρουπ στο οποίο συμμετέχει παίζοντας τύμπανα ο φίλος μας από τους Portishead, o Geoff Barrow. Προ ετών που τους είχαμε ξαναδεί ήταν βαθιά χωμένοι στο kraut rock και στις motorik φόρμες, τώρα όμως έχουν ανοίξει αισθητά τον ήχο τους ώστε να χωράει επιρροές κι από άλλα στυλ σύγχρονης μουσικής. Βάση του παραμένει πάντως η rhythm section, ενώ (με κάποιον ανεξήγητο τρόπο) η μουσική τους είναι ασκήσεις επάνω στο στιβαρό beat των τυμπάνων και τα στακάτο χτυπήματα στις χορδές του μπάσου –όπου βρίσκει εφαλτήριο ο τρίτος της παρέας για να κεντάει ατμόσφαιρες πιο πολύ, παρά συγκεκριμένες, ευδιάκριτες μελωδίες με ηλεκτρική κιθάρα και πλήκτρα. Το σύνολο λειτουργεί καλύτερα σε κλειστούς χώρους, ώστε να αποδοθούν τα γκρίζα χρώματά του. Δεν ακούστηκε κι άσχημα πάντως σ' ένα φεστιβάλ με κάποιες χιλιάδες κόσμου κάτω από τη σκηνή. Κι ο Barrow, προς έκπληξή μου, αποδείχθηκε αρκετά επικοινωνιακός, μιλώντας ανάμεσα σε κάθε κομμάτι: στο μυαλό μου τον είχα για πιο κλειστό και μοναστικό χαρακτήρα. Δεν ξέρω γιατί κι αν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά για τέτοιον τον είχα.

1-16Primvr_12.jpg

Μεταφερόμαστε ξανά για να δούμε τους Destroyer, σχήμα που μας γοητεύει εδώ και πολλά χρόνια, όλο και περισσότερο. Όσοι τους έχουν παρακολουθήσει έστω και λίγο, θα γνωρίζουν ότι έχουν πια εξελιχθεί σε ένα επιδέξιο ηχητικά γκρουπ, που ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας τραγουδοποιίας (που είναι μεν ώριμη, μα εκτελείται σχετικά συμβατικά) και προχωράει στη ζύμωση με άλλα στοιχεία, τα οποία του προσδίδουν έξτρα χαρακτήρα και προσωπικότητα. Ο Dan Bejar παραμένει ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας πίσω από τα κουμπιά που κυβερνούν το σκάφος, και ήταν εκείνος που έμενες να κοιτάζεις στη σκηνή, παρότι δεν έκανε πολλά πέρα από το να ερμηνεύει και να προσπαθεί να σταθεί όρθιος. Έφερνε ικανοποιητικά σε πέρας κάθε νέο κομμάτι και κατόπιν, με βαθύ κάθισμα, απολάμβανε γουλιές από μπύρες που κατά τα φαινόμενα είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα (στην καλύτερη περίπτωση, στις μπύρες αναφέρομαι). Η μπάντα του (με πνευστά κι απ’ όλα) έδινε σάρκα και οστά στις μαγικές του συνθέσεις, που στην πλειονότητά τους προέρχονταν από το μνημειώδες Kaputt (2011), μα τίμησαν δεόντως και το περσινό Poison Season. Δημιούργησαν μια καταπληκτική ατμόσφαιρα εκείνο το απόγευμα οι Destroyer, ό,τι έπρεπε για να μας γλυκάνει κάπως τον πόνο ότι εκείνη τη στιγμή χάναμε τον Kamasi Washington –ο οποίος έπαιζε στο κλειστό θέατρο και για να μπεις έπρεπε να στηθείς σε ουρά που εκτεινόταν σε εκατοντάδες μέτρα… 

1-16Primvr_13.jpg

Κάνω ένα πέρασμα τιμής ένεκεν από τους Γάλλους Air, έτσι, για την ιστορία: και τις δύο ακόμη φορές που τους έχω δει live, ήταν βαρετοί. Η μουσική τους βέβαια είναι και παραμένει υπέροχη, μα όχι για την παρακολουθείς παιγμένη ζωντανά. Άρτιοι επίσης μπορεί να ήταν και να είναι, μα αυτό δεν μου αρκεί για να τους δώσω χάρη, από τη στιγμή που πάλι αρκούνταν σε ένα άνευρο και χωρίς καμία κορύφωση live. Την ώρα που βρέθηκα στα πόδια τους, έπαιζαν μια χαλαρή (κι άλλο χαλαρή;) εκτέλεση του "Playground Love" χωρίς φωνητικά, σα συνοδευτική μουσική σε κάτι που μπορεί να συνέβαινε κάπου αλλού στον μεγάλο χώρο του φεστιβάλ. Όχι ότι δεν είχαν φωνητικά γενικότερα, τα "Kelly Watch The Stars" και "Sexy Boy" ερμηνεύτηκαν όπως έπρεπε και ο κόσμος γούσταρε που τα άκουγε εκεί μπροστά του. Όχι όμως κι εγώ· είχε φτάσει η ώρα να μετατοπιστώ για λίγο post-rock πρώτης διαλογής.

1-16Primvr_14.jpg

Ένα μουσικό είδος που, για να είμαι ειλικρινής, έχω αφήσει εδώ και κάποια χρόνια, καθώς θεωρώ ότι ναι μεν είχε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να πει, όμως έκανε τον κύκλο του μέσα σε λίγα χρόνια, οπότε γινόταν πια πάρα πολύ δύσκολο να ακούσεις κάτι αξιόλογο από τις λεγεώνες των συγκροτημάτων που συνέχισαν να το υπηρετούν. Οι Explosions In The Sky παρασημοφορήθηκαν πάντως επάξια στο πεδίο αυτό και θεωρούνται δικαίως από τα καλύτερα post-rock σχήματα που μας έδωσαν οι Η.Π.Α. Ήταν λογικό ως εκ τούτου να τους τσεκάρουμε, επιβεβαιώνοντας ότι είναι αληθινοί μάστορες και ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Έχουν άλλωστε και το κατάλληλο υλικό, το οποίο τηρεί πλήρως όλες τις αναμενόμενες προδιαγραφές, τα σκαμπανεβάσματα στις εντάσεις, τα λυρικά μέρη που οδηγούν στις θεαματικές εκρήξεις θορύβου, τα άπαντα. Έπαιξαν μόλις 8 μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, 4 από το καινούργιο τους The Wilderness κι άλλα τόσα από την παλιότερη δισκογραφία τους –ανάμεσά τους και το "Your Hand In Mine", το οποίο έχει πολλαπλή σημασία για τους ακροατές στη χώρα μας. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα τους δούμε κι εδώ το φθινόπωρο.

1-16Primvr_15.jpg

Τους Tame Impala τους είχα δει πριν από 3 χρόνια και με είχαν εντυπωσιάσει πολύ. Με ένα ψυχεδελικό οπτικό σόου και με τα φοβερά κομμάτια από τους δύο πρώτους τους δίσκους, ήταν εύκολο να σου πάρουν το μυαλό, για πλάκα! Το περσινό Currents, πάλι, μου άρεσε, μα όχι για δίσκος των Αυστραλών. Ήταν προφανές λοιπόν ότι, ανοίγοντας τον ήχο τους με στόχο να προσηλυτίσουν περισσότερους οπαδούς, θα θέριζαν τους καρπούς που έλπιζαν να αποκομίσουν με μια τέτοια κίνηση. Η εμφάνισή τους στο Primavera ήταν αποθεωτική, φάνηκε μάλιστα ήδη από το (σχεδόν) εναρκτήριο "Let It Happen". Ο κόσμος δηλαδή λες και μπήκε στην πρίζα, σηκώνοντας όση σκόνη μπορούσε να σηκωθεί. Αποστολή εξετελέσθη, λοιπόν, ωραία και η ψυχεδέλεια, αλλά αν δεν βάλεις και το χορευτικό στοιχείο, δεν κάνεις προκοπή. Ο Kevin Parker βρέθηκε σε κέφια, έδωσε τον ρυθμό και η μπάντα ακολούθησε πιστά. Το μόνο θέμα που είχαν –κι αυτό μου το είπαν, διότι έλειψα να δω κάτι άλλο κι όταν επέστρεψα έπαιζαν ακόμη– είναι ότι κατά τη διάρκεια του σετ έπεσε ο ήχος για κανένα τέταρτο, με αποτέλεσμα να παίξουν 3 κομμάτια λιγότερα. Ανάμεσα τώρα σε όσα έπαιξαν συμπεριέλαβαν και το "Daffodils", τη συνεργασία του Parker με τον Mark Ronson. Αυτά, και στα δικά μας.

1-16Primvr_16.jpg

Τι ήταν όμως εκείνο που με αποπλάνησε κι έφυγα για λίγο από τους Tame Impala; Οι φοβεροί και τρομεροί Protomartyr, να ποιοι ήταν! Τη δισκάρα τους Under Colour Οf Official Right (2014) έπρεπε πολύ απλά να δω και ακούσω παιγμένη live –το περσινό The Agent Intellect είναι κατώτερο, μα πολύ καλό έστω κι έτσι– και δεν με απογοήτευσαν καθόλου. Σαν μπάντα, τώρα, οι Αμερικανοί είναι λίγο περίεργοι εμφανισιακά: ο τραγουδιστής φοράει κουστούμι και μοιάζει με τραπεζικό υπάλληλο, βάζει κάποτε και το χέρι στην τσέπη όπως τραγουδάει και μοιάζει σα να υπαγορεύει επιστολή στη γραμματέα του. Ο δε μπασίστας έχει μακρύ μαλλί και κουνάει το κεφάλι του λες και παίζει σε thrash metal συγκρότημα (δεν αποκλείεται κιόλας, εδώ που τα λέμε…). Παρόλα αυτά, είναι πολύ δεμένοι κι έχουν σαν bonus έναν ντράμερ, από εκείνους που χαίρεσαι να παρατηρείς όσο ξεδιπλώνουν περίπλοκους κι εμπνευσμένους ρυθμούς στα τύμπανά τους. Ο κιθαρίστας κάνει λιτά κι απέρριτα τη δουλειά του, όπως και ο βοκαλίστας, οριακά ανεκτός στην ερμηνεία: ακίνητος πάντως σε μια τόσο ενεργητική και με ειδικό κιθαριστικό βάρος μουσική, είναι ελαφρώς σχήμα οξύμωρο. Ωραίοι γενικά, δεν μετάνιωσα δευτερόλεπτο που τους προτίμησα έναντι των Tame Impala.

1-16Primvr_17.jpg

Η συνέχεια είχε τους headliners της βραδιάς. Δεν χρειάζεται να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες σχετικά με τη δραματική διάλυση των LCD Soundsystem, τη συνεπακόλουθη ταινία και την επανένωση, πριν προλάβει ο πετεινός να λαλήσει τρεις. Είναι αληθινό θαύμα που ο κόσμος τους ανέχτηκε τέτοιο θέατρο, καθείς όμως είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του. Ομοίως κι εγώ, που σκέφτηκα ότι εφόσον έχω την ευκαιρία να τους δω, ας το κάνω… Δεν είμαι και ο μεγαλύτερος οπαδός, τους εκτιμώ ασφαλώς –μα ως εκεί. Δεν έφτιαξαν πάντως το όνομα που διαθέτουν για πλάκα. Και φυσικά, η συναυλία τους ήταν μια καλοκουρδισμένη παράσταση, φροντισμένη ως και την τελευταία λεπτομέρεια και εκτελεσμένη από μία περίφημη μπάντα, κινούμενη κάτω απ' την αόρατη μπαγκέτα του μαέστρου James Murphy.

1-16Primvr_18.jpg

Όλοι πήραν λοιπόν εκείνο που ήθελαν: οι μεν Αμερικανοί ένα ακόμη σόου στο οποίο αποθεώθηκαν, το δε κοινό όλα τα hits παιγμένα μέσα σε πανσπερμία εξοντωτικών ρυθμών και μελετημένης βιρτουοζιτέ. Από τις ωραίες στιγμές του live, το γεγονός ότι μπορούσες να δεις τι συνέβαινε επί σκηνής σε πλάνα στη βίντεο-οθόνη παρμένα από κάμερα στην οροφή της σκηνής, οπότε είχες και μια αφ' υψηλού εικόνα των πεπραγμένων, εκτός από τα ίδια τα κομμάτια, τα οποία απάρτισαν ένα κουτσουρεμένο greatest hits. Μου αρκούσε προσωπικά που άκουσα το "Losing My Edge", καθώς παραμένει το αγαπημένο μου από τον κατάλογό τους.
 
Πριν φύγω, κι ενώ η ώρα πλησιάζει 3 τα ξημερώματα (κι έχω αρχίσει να καταρρέω), σκέφτομαι να κάνω ένα τελευταίο πέρασμα για να δω τους τρομερούς Battles. Τρίο που κάνει ελεγχόμενο θόρυβο με περίτεχνα δομημένες συνθέσεις, δεν το είχαν σε τίποτα να κρατήσουν άπαντες στις μύτες των ποδιών τους, αν αυτά τα τελευταία μπορούσαν εκείνη την ώρα να υπακούσουν σε εντολές... Μου ήταν όμως μαρτύριο να μένω άλλο στον χώρο: όσο ωραίο κι αν ήταν αυτό που έβλεπα –και ήταν– δεν μπορούσα να το εκτιμήσω όπως του άξιζε, οπότε προτίμησα να αποχωρήσω. Η επόμενη ημέρα ήταν άλλωστε η καθοριστικότερη του τριημέρου κι έπρεπε να είμαι 100% έτοιμος.

{youtube}7j73zir33YI{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured