Κατηφορίζοντας την οδό Σολωμού, βράδυ Δευτέρας, είδα πλήθος μέγα να βρίσκεται συγκεντρωμένο στο ύψος του An Club. «Μπράβο ρε μπαγάσα Garcia», είπα μέσα μου, «ακόμα και με μια κιθαρίτσα, τον μαζεύεις τον κοσμάκη».
Ο ...κοσμάκης, λοιπόν, ήταν αρχικά μαζεμένος μπροστά στις οθόνες παράπλευρης καφετέριας, για να παρακολουθήσει τον τελικό του μπάσκετ. Κάθισα κι εγώ να χαζέψω και έγινα μάρτυρας της τρίποντης βόμβας του Βαγγέλη Σπανούλη, που έδωσε άδοξο τέλος στην (ένδοξη συνολικά) καριέρα του Δημήτρη Διαμαντίδη. Η συγκλονιστική εξέλιξη του παιχνιδιού συζητιόταν έντονα κατά την είσοδο των μουσικόφιλων στο Club, αλλά δεν έμεινε ασχολίαστη και από τον ίδιο τον John Garcia, όταν λίγη ώρα αργότερα ανέβηκε στη σκηνή.
Η ανά την Ευρώπη ακουστική περιοδεία που επιχειρεί φέτος για δεύτερη φορά ο κάποτε frontman των Kyuss, είναι –όπως μας εξήγησε και ο ίδιος– ένα μεγάλο ρίσκο για εκείνον. Πράγματι, η απογύμνωση των τραγουδιών του από τον ηλεκτρικό ήχο με τον οποίον γεννήθηκαν και έγιναν γνωστά, είναι στοίχημα που κρύβει πολλές παγίδες. Το άγχος και η νευρικότητά του έγιναν άλλωστε σαφή εκείνο το βράδυ, κυρίως μέσα από τα σχόλιά του ανάμεσα στα τραγούδια. Η performance του, όμως, έλεγε άλλα.
Υπήρχε οπωσδήποτε μεγάλη αυτοπεποίθηση στις εκτελέσεις του Garcia, τόσο στις επιλογές από τη δισκογραφία των Kyuss, όσο και σε εκείνες από τις μετέπειτα δημιουργίες του. Μεγάλο βέβαια ρόλο σε αυτό έπαιξε ο συνεργάτης του, Ehren Groban. Γιατί δεν είναι ένας τυπικός κιθαρίστας, ο οποίος παίζει μερικά ακόρντα, αλλά (αντίθετα) ένας ευέλικτος μουσικός, που αποδείχθηκε κυρίαρχος των νάυλον και των μεταλλικών χορδών, στήνοντας έτσι ολονυχτίς και με ιδιαίτερη σπουδή το ρυθμικό και αρμονικό χαλί των συνθέσεων. Ο Garcia, από τη μεριά του, χτυπώντας το ντέφι ή τη μαράκα του, ερμήνευσε με πυγμή, βάζοντας μπροστά πότε το ουρλιαχτό και πότε το φαλσέτο του.
Στο ξεκίνημα της συναυλίας, το κοινό έδειχνε κάπως συγκρατημένο: χειροκροτούσε μεν σε τραγούδια όπως τo “5000 Miles” (από το John Garcia του 2014), αλλά δεν έπαιρνε φωτιά. Όταν μάλιστα ο Garcia εγκατέλειψε τη σκηνή και άφησε τον Groban να παρουσιάσει ένα ορχηστρικό κομμάτι, η γνωστή βαβούρα και τα πηγαδάκια έδωσαν και πήραν. Όταν όμως επέστρεψε και ακούστηκαν οι εναρκτήριες νότες του “El Rodeo”, οι πρώτες σπίθες έκαναν επιτέλους την εμφάνισή τους και η βραδιά μπήκε σε πιο σταθερές ράγες, με σταθμούς τα “Gardenia” και “Green Machine”, αλλά και το ακόμα ακυκλοφόρητο “Don't Even Think About It” –από το άλμπουμ με ακουστικό ήχο το οποίο θα κυκλοφορήσει αργότερα μέσα στη χρονιά.
«Θα ήμουν αγχωμένος, αν δεν είχα άγχος» είπε κάποια στιγμή ο Αμερικανός, και πράγματι χρειάστηκε λίγο χρόνο για να βρει τα πατήματά του. Από τη στιγμή όμως που ένιωσε ότι βρίσκεται στο καθιστικό του (The Living Room Session είναι άλλωστε ο υπότιτλος της συγκεκριμένης σειράς συναυλιών), βοηθούμενος από τον φωτισμό των λαμπατέρ, από τα ποτάκια που κατέβαζε, αλλά και από τα μέλη του κοινού που ανέβασε να κάτσουν στους καναπέδες πίσω του, κατάφερε να λυθεί και να τα δώσει όλα. Κι έφτασε στο αποκορύφωμα με το “Space Cadet”, αφού φώναξε την Εύα Κολόμβου και τον άντρα της να τον συντροφεύσουν στη σκηνή.
Παρότι αρκετά σύντομη (μετά βίας 1 ώρα και ένα τέταρτο η διάρκειά της), η εμφάνιση του John Garcia κρίνεται λοιπόν επιτυχημένη. Βρήκα άξιο ωστόσο απορίας το ότι ο μπόλικος κόσμος που μαζεύτηκε για χάρη του στο An, δεν μπήκε στον κόπο να ζητήσει λίγο ακόμα, παρά μόνο άρχισε να αποχωρεί βιαστικά με τη λήξη.
«Δεν είναι κάτι που θα αρέσει σε όλους αυτή η συναυλία», είχε προβλέψει στην αρχή ο Garcia –και μάλλον έπεσε μέσα.
{youtube}pCGRJOxR320{/youtube}