Το πέρασμα της περιοδείας του Steven Wilson από τη χώρα μας είναι το μέχρι στιγμής γεγονός της φετινής συναυλιακής χρονιάς, αν αναλογιστούμε το καλλιτεχνικό του μέγεθος και τη φάση στην οποία βρίσκεται η καριέρα του.
Προς επίρρωση της άποψής μου, επιτρέψτε να σας θυμίσω ότι μιλάμε για τον ηγέτη των πιονέρων του ατμοσφαιρικού ήχου Porcupine Tree, ο οποίος καταγράφει εδώ και χρόνια μια άκρως επιτυχημένη σόλο καριέρα. Επίσης, είναι αυτός στον οποίον τα κορυφαία σύγχρονα συγκροτήματα διαφόρων αποχρώσεων του progressive (οι Opeth, οι Dream Theater, οι O.S.I., οι Anathema και οι Marillion μεταξύ άλλων) έχουν επανειλημμένα παραδώσει τα κλειδιά του ήχου τους σε επίπεδο παραγωγής, αλλά και σύνθεσης. Τέλος, τι να πούμε για τις συστατικές επιστολές που φέρουν πλατιά τις υπογραφές των πατριαρχών King Crimson και Jethro Tull, που του εκχώρησαν το δικαίωμα να επιμεληθεί το remastering της δισκογραφίας τους; Μιλώντας έτσι με όρους σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης, ο Steven Wilson είναι το «think tank» του progressive rock: ο ηγέτης που πήρε τις ιδρυτικές αρχές και αξίες και τις οδηγεί με ασφάλεια στη νέα εποχή.
Όσο για τη φάση της καριέρας του, πώς αλλιώς από λαμπρή μπορεί να χαρακτηριστεί, όταν το 2013 μας έδωσε το αριστούργημα The Raven Τhat Refused To Sing, άλμπουμ που σάρωσε παγκοσμίως στα δημοψηφίσματα για τους καλύτερους δίσκους, κι όταν επέστρεψε το 2015 για να μας αποτελειώσει με το Hand. Cannot. Erase.; Έναν εσωστρεφή και σκοτεινό δίσκο, που πραγματεύεται την αποξένωση του σημερινού, πολυάσχολου ανθρώπου: εκείνου που, παρότι αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο τις φιλίες και τις σχέσεις του, μένει στην πραγματικότητα μόνος και απροστάτευτος. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι το χαρακτήρισαν ως το The Wall της γενιάς του Facebook.
Η παρουσίαση αυτούσιου του Hand. Cannot. Erase., αποτέλεσε το πρώτο μέρος της εμφάνισης του Steven Wilson στο Badminton. Μάλιστα κάθε τραγούδι συνοδευόταν από το αντίστοιχο φιλμάκι, το οποίο –παράλληλα με τους στίχους– αφηγούταν την πλοκή του concept. Αυτός ο συνδυασμός μουσικής και εικόνας βοηθούσε στο να βιωθούν τα τεκταινόμενα με μεγαλύτερη ένταση, για παράδειγμα στο “Routine”, όπου η συγκίνηση έγινε εμφανής σε πολλούς ανάμεσα στο ακροατήριο. Πόσο μάλλον όταν λέγοντας για «μουσική» μιλάμε για την παρουσίαση των πολύπλοκων συνθέσεων του Wilson, από δεξιοτέχνες της εμβέλειας του κιθαρίστα David Kilminster (επί χρόνια συνοδοιπόρου του Roger Waters), του κορυφαίου πολυοργανίστα Nick Beggs, του τζαζ πιανίστα Adam Holzman και του βιρτουόζου ντράμερ Craig Blundell. Μια κυριολεκτικά all-star μπάντα, που, έχοντας σύμμαχο τον άψογο quadraphonic ήχο του χώρου, κατάφερε να μαγνητίσει τους πάντες με την απόδοσή της. Χωρίς υπερβολή, υπήρξαν στιγμές σαν το fusion μέρος του “Ancestral” ή το prog όργιο που εκτυλίχτηκε μεταξύ των “Home Invasion” και “Regret #9”, όπου έβλεπες ανθρώπους να τις βιώνουν εκστατικά.
Αναγκαίο διάλειμμα για να συνέλθουμε από αυτή τη θαυμάσια μα και επίπονη εμπειρία και επιστροφή του μαέστρου σε πιο mainstream φόρμες, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι mainstream σε οτιδήποτε έχει παρουσιάσει στην καριέρα του. Ξεκίνημα με το “Dark Matter”, στις πρώτες νότες του οποίου το κοινό αρχίζει να αντιδρά σαν ...κανονικό κοινό συναυλίας, παρότι (όπως παραδέχτηκε και ο Wilson) το καθιστό του πράγματος όντως δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο. H setlist ήταν μοιρασμένη μεταξύ της δισκογραφίας των Porcupine Tree και των μεταγενέστερων προσωπικών δίσκων του Wilson, με επιλογές όχι των απαραίτητα πιο εμπορικών συνθέσεων, αλλά εκείνων που ταίριαζαν καλύτερα με την ατμόσφαιρα και την αισθητική του πρώτου μέρους της συναυλίας. Όλα δεμένα μεταξύ τους και πάντα συνοδεία κατάλληλων οπτικών εφέ, σε ένα πραγματικό ρεσιτάλ μοντέρνας τέχνης, όπου η θλίψη, η ψυχεδέλεια, το χάος και η λύτρωση, συνυπήρχαν αρμονικά.
Ξεχωριστές στιγμές, ο φόρος τιμής στον David Bowie με το “Lazarus”, αλλά κι εκείνος στον Prince –με μια τρομερή διασκευή στο “Sign ☮ The Times”. Ακόμα πιο ιδιαίτερες στάθηκαν όμως οι αναφορές του Wilson στα πρόσωπά τους. Για τον μεν Bowie, μίλησε για την επιλογή του να παίζει πάντα αυτό που πρόσταζε η ψυχή του, μην αντιγράφοντας μήτε τον εαυτό του· κάτι που έθεσε σαν κριτήριο διαχωρισμού του «πραγματικού καλλιτέχνη» από τον απλό «διασκεδαστή». Τον δε Prince τον χαρακτήρισε σαν ό,τι πιο χαρισματικό έχει παραχθεί από την pop/rock κουλτούρα και ίσως τον πιο ταλαντούχο κιθαρίστα που υπήρξε ποτέ. Ήταν μια κατάθεση ψυχής, η οποία φάνηκε ειλικρινής και έδωσε τροφή για σκέψη.
Ώρα όμως για φυσική και ψυχική έγερση, μιας και το “The Sound Of Muzak” μας σηκώνει μοιραία από τα καθίσματα, προκαλώντας αντιδράσεις αρένας στον κόσμο, ο οποίος κρατάει τον ρυθμό ανελλιπώς και τραγουδάει κάθε λέξη από τους στίχους. Τέλος, θριαμβευτικό κλείσιμο με το υποβλητικό “The Raven That Refused To Sing”, από το ομώνυμο και κατ' εμέ κορυφαίο του έργο.
Ο Steven Wilson ήρθε λοιπόν στην Αθήνα και απέδειξε ότι το μεγαλείο της πραγματικά καλής μουσικής αποκαλύπτεται σε όλη την έκτασή του, όταν έρθεις σε φυσική επαφή μαζί του. Τιμώντας την αποθέωση που γνώρισε, χάρισε στους πάρα πολλούς που βρέθηκαν στο Badminton μια πλήρη οπτικοακουστική εμπειρία, που, τηρουμένων των αναλογιών σε σχέση με ό,τι έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, μόνο με events σαν την τελευταία περιοδεία του The Wall μπορεί να συγκριθεί. Το σημαντικότερο όμως ήταν πως όλοι έφυγαν με την ικανοποίηση ότι τους παρουσιάστηκε κάτι δουλεμένο στην εντέλεια και με απόλυτο σεβασμό στον κόπο τους και στα χρήματά τους. Κάτι που θα μνημονεύουν και στο μέλλον, όντας περήφανοι που επέλεξαν να βρίσκονται εκεί.
Setlist
First Regret
3 Years Older
Hand Cannot Erase
Perfect Life
Routine
Home Invasion
Regret #9
Transience
Ancestral
Happy Returns
Ascendant Here On...
Dark Matter (Porcupine Tree song)
Harmony Korine
My Book of Regrets
Index
Lazarus (Porcupine Tree song)
Don't Hate Me (Porcupine Tree song)
Vermillioncore
Sleep Together (Porcupine Tree song)
Encore:
Sign “☮” the Times (Prince cover)
The Sound of Muzak (Porcupine Tree song)
The Raven That Refused to Sing
{youtube}eLrYdvwV_os{/youtube}