Six d.o.g.s., 21.00-00.00
του Χάρη Συμβουλίδη
Η 2η μέρα του φετινού FASMA Festival περιλάμβανε ένα «ορεκτικό» πριν το κυρίως κλαδί στο Ρομάντσο, που ήταν σχεδιασμένο να πάει μέχρι πρωίας: το showcase της Where To Now?, μιας μικρής βρετανικής δισκογραφικής με διπλή έδρα (Λονδίνο, Μπράιτον) και μόλις 3 χρόνια παρουσίας στον μουσικό χάρτη.
Πριν μπω στο gig space, όμως, πέρασα μια βόλτα από τον εκθεσιακό χώρο στο Six d.o.g.s. για να δω το Κυκλόφωνο (Kyklophonon), την πρώτη δηλαδή ηχητική εγκατάσταση του Κύπριου «κατά λάθος αρχιτέκτονα, κατά βάθος εφευρέτη» Μιχάλη Σιαμμά. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο και αρκετά ογκώδες έγχορδο όργανο, ημι-μηχανικό από άποψη κατασκευής, με ενσωματωμένα κάμποσα πράγματα: διάβασα για χορδές από σάζι και πιεζοηλεκτρικές κάψες, ενώ είδα με τα μάτια μου διάφορα ρουλεμάν, μα και τα χαρακτηριστικά εκείνα βαρίδια που χρησιμοποιούνται στο ψάρεμα. Ο ήχος του ήταν διακριτικός, με καταπραϋντικές ιδιότητες, κάτι που δεν βοήθησε το κυκλόφωνο να προσεχτεί, μιας και όσοι κατέφτασαν νωρίς στο Six d.o.g.s. ήταν περισσότερο απασχολημένοι με χαιρετούρες και πρώτες μπύρες, ρίχνοντάς του φευγαλέες μόνο ματιές. Νομίζω ότι βρήκε περισσότερο ενδιαφέρον αργότερα.
Το showcase της Where To Now? ξεκίνησε με μια οικεία μορφή σε όσους παρακολουθούν τα ηλεκτρονικά δρώμενα της πόλης, τον Kondaktor. Ο Γιώργος Παπαγεωργόπουλος, όπως ονομάζεται πραγματικά, μετέχει στην ομάδα που διοργανώνει τα Reform parties και είναι συνιδρυτής της Modal Analysis (μικρό μα δραστήριο εγχώριο label, με techno ειδίκευση), που φέρεται μάλιστα να αποτελεί και κινητήριο δύναμη πίσω από το FASMA Festival. Έπαιξε δυστυχώς μπροστά σε ελάχιστους παρευρισκόμενους, πολλοί από τους οποίους ήταν φίλοι και γνώριμοι. Κρίμα. Μπορεί αν δεν τον ήξερες να μη σου γέμιζε το μάτι, να τον θεωρούσες δηλαδή έναν ακόμα παλιο-χίπστερ με μύστακα και καρό πουκαμισάκι, αλλά εκεί πάνω στη σκηνή παρέδωσε ένα set με πολυποίκιλες διαθέσεις, με techno μεν βάσεις, μα διάφορες πιο «πειραματικές» προεκτάσεις και απολήξεις. Πιο απολαυστική στιγμή, κατ' εμέ, όταν το video wall άρχισε να δείχνει κάτι δάση σε ασπρόμαυρη απεικόνιση συντονιζόμενο με την υπόγεια ανάδυση ενός κλαρίνου μέσα από τους ηλεκτρονικούς βόμβους, το οποίο στη συνέχεια πρωταγωνίστησε εκκωφαντικά, πριν ανακατευτεί με ένα έξυπνο sample από κάποια λαϊκή αγορά.
Τον Ιταλό Nicola Ratti τον μέτρησα ως απογοήτευση του showcase, ίσως γιατί περίμενα κάτι περισσότερο σε επίπεδο εμφάνισης από το να αναπαράγει με ζηλευτή ακρίβεια τον ήχο των μινιμαλιστικών techno κυκλοφοριών του, με φόντο γραφικά λιτά μεν, μα και υπέρ το δέον απλοϊκά, ανίκανα να κερδίσουν το μάτι. Σκέφτηκα μάλιστα ότι η techno πλευρά του πολυπράγμονα Μιλανέζου έχει μάλλον λιγότερο ενδιαφέρον συγκριτικά με άλλες ανησυχίες του, καθώς οι εξερευνήσεις του επί του ρυθμού και της τονικότητας διακρίνονταν από μια σταθερά απροσπέλαστη εγκεφαλικότητα: κατανοούσες, δηλαδή, μα δεν υπήρχαν περιθώρια διασύνδεσης. Από την άλλη, έμεινε μόλις 30 λεπτά επί σκηνής, οπότε δεν κούρασε κανέναν.
Η θέση του headliner άνηκε στον Καναδό Jesse Osborne-Lanthier, ο οποίος και την υπερασπίστηκε με ένα φανταστικό set, το μόνο που παρακίνησε ορισμένους από τους συγκεντρωμένους –είχαν πια πληθύνει, αλλά όχι δραματικά– ώστε να αρχίσουν να (ψιλο)χορεύουν. Το σώμα των ήχων του ήταν υβριδικό και οι διαθέσεις κυκλοθυμικές, εναλλασσόμενες μεταξύ οξυγώνιας επιθετικότητας και μιας καταβύθισης στα «ενδότερα», με την ένταση να ξεθωριάζει υπόκωφα στα αφηνόμενα περιθώρια. Γενικά η ισορροπία δεν ήταν εύκολη υπόθεση, όμως ο Osborne-Lanthier χειρίστηκε καλά τις απαραίτητες γέφυρες μεταξύ χορευτικής εξωστρέφειας και μουντρούχικης εσωστρέφειας. Ήταν δε και απόλαυση να τον κοιτάς, καθώς στεκόταν εκεί στο ημίφως της σκηνής με μάτια κλειστά, χαμένος στη μουσική του, στην οποία μετείχε και με τις παλλόμενες κινήσεις του σώματός του. Σε δύο μόνο σημεία φάνηκε να χαλαρώνει, κατεβαίνοντας προς το κοινό ώστε να αναζητήσει αναπτήρα: ήταν φανερό ότι η υπόθεση σήκωνε και κανα-δυο τσιγάρα, πέρα από τη μπύρα που κατέβασε με μεγάλες γουλιές.
Ρομάντσο, after midnight
του Μιχάλη Τσαντίλα
Τα μεταμεσονύχτια τεκταινόμενα στο Ρομάντσο περιλάμβαναν δύο σκηνές που έτρεχαν παράλληλα προγράμματα. Στη Stage 1, στον κύριο συναυλιακό χώρο του γνωστού venue, το μενού είχε κυρίως live εμφανίσεις από μύστες της electronica, ενώ στη Stage 2 (στο υπόγειο) DJs διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, σε μια αλληλουχία που έμελλε να φτάσει μέχρι τα χαράματα. Η προσέλευση σίγουρα ικανοποιητική, ενώ πρέπει να δοθούν εύσημα στη διοργάνωση για τη συνολικά πολύ καλή ροή του event.
Το ξεκίνημα στη μεγάλη σκηνή έγινε με ένα DJ σετ από τον Zorz, κατά κόσμον Γιώργο Αγγελίδη. Ο οποίος άρχισε με πράγματα ατμοσφαιρικά, σχεδόν ambient –και με αρκετές spoken word παρεμβολές– αλλά σταδιακά έβαζε στο παιχνίδι τον ρυθμό, προϊδεάζοντας για όσα θα ακολουθούσαν. Η παρουσία του ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες της βραδιάς· δυστυχώς, όμως, το ότι έπαιξε πρώτος σήμαινε ότι δεν ήταν και πολύς ο κόσμος που τον παρακολούθησε. Την ίδια ώρα, στο υπόγειο, ο Βρετανός DJ Paul Bennett –ο οποίος ...απαγόρευσε(!) στη φωτογράφο μας Ντιάνα Καλημέρη να τον βγάλει φωτογραφία– ξεκινούσε με λάτιν και συνέχιζε με ποικίλα ακούσματα, που έφταναν μέχρι και κιθαριστικά πράγματα. Όλα πάντως με μια «ελαφριά» διάθεση, ιδανική συνοδεία για τον αρκετό κόσμο που επέλεξε εκείνες τις στιγμές για να πιει το πρώτο του ποτό στο μπαρ.
Πίσω στη Stage 1, η μετάβαση από το set του Zorz στη live performance του (επίσης Έλληνα) Archaic Space έγινε ομαλότατα, καθώς οι δυο τους συνυπήρξαν επί σκηνής στο κρίσιμο σημείο. Ο Γιώργος Κωνσταντουλάκης –όπως είναι το κανονικό του όνομα– έδειξε ότι θα ήταν κυρίως «ντανσάδικες» οι αναφορές της όλης βραδιάς. Ο ήχος του, μένοντας πιστός σε όσα υπονοεί το όνομά του αλλά και σε όσα δεδηλωμένα αφορούν το ενδιαφέρον του για την πνευματική διάσταση της πίστας, αποτελούνταν από πολλαπλές στρώσεις ρυθμικότητας, με σπασμωδικές αναδύσεις φωτεινών ήχων. Σταδιακά, τα μελωδικά στοιχεία κέρδιζαν έδαφος, ενώ η παρουσία του κόσμου αυξανόταν συνεχώς, αγγίζοντας μεγάλα ύψη κατά τη διάρκεια του ωριαίου σετ του. Στο μεταξύ, στη Stage 2 τα ηνία είχε αναλάβει ο Chevy, ο Βασίλης Σεβδαλής δηλαδή, με τις μινιμαλιστικές disco και house εξορμήσεις στις οποίες ειδικεύεται –και για τις οποίες, άλλωστε, φημίζεται.
Πίσω στη μεγάλη σκηνή, είχε έρθει η ώρα του Unit Moebius, του ηλεκτρονικάριου από τη Χάγη, περιβόητου στην techno σκηνή ήδη από το 1992. Ξεκίνησε με τους ρυθμούς και τις εντάσεις σε χαμηλά επίπεδα, με πολλές συχνοτικές παρεμβολές που έφταναν ως τον θόρυβο. Έγινε πάντως γρήγορα σαφής η διάθεση του Ολλανδού να «ασελγήσει» επί της ρυθμολογίας, να την τεμαχίσει και να την αναδιατάξει, αγγίζοντας τα όρια της ακουστικότητας –πράγμα που νιώσαμε για τα καλά στα αυτιά μας. Αξιοσημείωτη ήταν όμως και η στατικότατη παρουσία του: πολλές φορές έμοιαζε με λογιστή σκυμμένο πάνω από το λάπτοπ του. Ο χορός ωστόσο από την πλευρά του πλήθους (που παρέμενε μεγάλο) συνεχίστηκε ακάθεκτος. Το ίδιο συνέβαινε και στη μικρή σκηνή, με τον Αμερικανό Lee Douglas να γίνεται ο πρώτος από τους DJ του υπογείου που κατάφερε για φτιάξει «κατάσταση», μαζεύοντας γύρω του ένα μικρό αλλά σταθερό κοινό.
Τελευταίο live act της Stage 1 ήταν ο Ροδίτης (μα κάτοικος Βερολίνου, πλέον) June. Ο οποίος έδειξε από την αρχή την προτίμησή του για τον αναλογικό εξοπλισμό, με τις πρώτες νότες των arpeggiators να προϊδεάζουν για πιο «ζεστά» και vintage ακούσματα. Εντούτοις, ο June είχε πολλούς άσσους στο μανίκι του και αναδείχθηκε στην πιο ενδιαφέρουσα παρουσία της 2ης FASMA νύχτας. Κάνοντας έντονη χρήση φωνητικών samples, με ανελέητη διάθεση σε ό,τι αφορούσε την ένταση και με καταιγιστικές σεκάνς –σε σημεία περιλάμβαναν τεράστιες (από κάθε άποψη) μπασογραμμές– έδειξε ένα πολυπρισματικό και ακομπλεξάριστο πρόσωπο, κάνοντας το (κάπως αραιωμένο, λόγω προχωρημένης ώρας) κοινό να χτυπιέται ασύστολα. Ήταν τέτοιο το γκελ του, μάλιστα, ώστε, σε συνεννόηση και με τον διάδοχό του στη σκηνή, το set του πήρε κάμποση ώρα παράτασης. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, στο υπόγειο είχε αναλάβει την κονσόλα η Virginia από το Βερολίνο, που επίσης διατήρησε μπροστά της ένα μικρό κοινό, του οποίου τον χορό έμελλε να οδηγήσει μέχρι την (άγνωστη) ώρα λήξης.
Την ίδια αποστολή είχε για τη Stage 1 και ο Γάλλος Umwelt, ο οποίος ανέλαβε τελικά γύρω στις 4:30 το πρωί. Από την αρχή του set έδειξε την εκλεκτικότητα και την ιδιαιτερότητα που τον χαρακτηρίζουν, όπως και τη διάθεσή του για λοξοδρομήσεις. Καθότι όμως ο ορίζοντας λήξης της ...τελετής παρέμενε άφαντος, αναγκάστηκα να αποχωρήσω λόγω φυσικής κόπωσης, την ώρα που τα σήμαντρα σήμαιναν την πέμπτη πρωινή.
{youtube}1rccDgLCSr0{/youtube}